Selected tags

Further tags

Γκόμενα παρθένα που γαμιέται μόνο από τον κώλο και παράγει και τον ανάλογο ήχο.

Ρε σάπιε με τη Λόλα πηδιέσαι; Πήγα πέρυσι διακοπές με τη φρου-φρου και μας άκουσε όλο το κάμπινγκ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικος τρόπος έκφρασης. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την βόλτα που κάνουν τα αλάνια σε πλατείες και γενικά μέρη με πολύ κόσμο για να κοζάρουν τι παίζει από γκόμενες, κλαμπάκια κι άλλες εναλλακτικές λύσεις αποφυγής του σάπινγκ.

Προέρχεται από το αμερικάνικο «check it out» με γάματα ελληνική προφορά.

-Τι λέει ρε μουτσούνια; Την κλάνουμε για Εξάρχεια;
-Άραγκον ρε μάπα! Τώρα πάνε ο Μίνος με τον έτσι λετόνι να κάνουν το τσεκερά! Κοζέρνουμε τι θα μας πούνε και φεύγουμε στο ρόφτε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά της έκφρασης «την κάνω» με την έννοια φεύγω, σπάω, παίρνω τον λοπού, την κανά κ.λπ. Χρησιμοποιείται μόνο στο πρώτο πρόσωπο (ενικό και πληθυντικό). Απλά, όπως κι οι παρόμοιες εκφράσεις, είναι πιο cool τρόπος να πεις ότι φεύγεις.

- Άντε μάγκες, θα την κλάσουμε; Σιχάθηκα εδώ πέρα! Κάθε μέρα το ίδιο μέρος δεν λέει!
- Αρντάν ρε Λέλο! Μας τα 'κανες τσουρέκια! Άμα δεν γουστάρεις πήγαινε με τον Ευγένιο, θα πάρει ταρίφα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ παλιά έκφραση, συνήθως την ακούμε από τους παππούδες ή τους γονείς. Σημαίνει βασανίζω, τυραννώ, δυσκολεύω τη ζωή κάποιου.

-Χρήστο παιδί μου, τι θα γίνει επιτέλους; Θα βγεις ποτέ από την τουαλέτα; Μία ώρα περιμένω! Αμάν, μου' χεις κάνει τη ζωή πατίνι!
-Τώρα μπαμπά βγαίνω. (ΦΛΛΑΠ!ΦΛΛΟΥΠ!)-ήχος από καζανάκι-

Got a better definition? Add it!

Published

Αλεμάο κάργα, τα ξύνω, αράζω, με όλα όσα αυτό περιλαμβάνει. Το λέμε όταν συναντάμε στον δρόμο κάποιον γνωστό μετά από πολύ καιρό.

- Τι λέει κορίτσια; Πού έχετε χαθεί τόσο καιρό; Σάπινγκ;
- Άσε ρε Λιάκο! Το λούζουμε κανονικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τη λέξη υπερπαραγωγή (hyper production στα εγγλέζικα). Χρησιμοποιείται για γκόμενα που εκτός του ότι είναι αλάβαστρο και τοπαδούρι συνδυασμός, το φοράει όλο το σύνολο από underwear μέχρι shoewear, μαλλί και make-up πολύ σωστά έτσι ώστε να μοιάζει με υπερπαραγωγή του Ηollywood, ενώ μια άλλη μοιάζει με παραγωγή ουζμπεκιστανού σκηνοθέτη με αφιέρωμα στους αρκουδο-entertainers.

- Πω τι σκάει. Χάιπερ προντάξιον!!!
- Ναι ρε yo. Πού πάει η γκομενα "τρέμουν τα πεζοδρόμια".
- Tοπαδούρ μαλάκα.
- Χάιπερ... Χάιπερ προντάξιον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπάκι με κοντό σορτσάκι adidas 80's και άπειρη τρίχα στο πόδι. Στην παραλία παίζει συνέχεια με ρακέτες «το αγόρι» και φορά speedo μαγιουδάκι. Το βράδυ εντοπίζεται με συκοφανέλα διχτυωτή, μπράτσα έξω, λακ, σκαρπίνι, μαύρο κολλητό παντελόνι πάνω από τον αφαλό, αλλά Βαν-Νταμ και κάλτσα στα αρχίδια...

- Τον είδες τον gogo boy;
- Για τον μπούτσο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται ευρέως για να υποδηλώσει διαφωνία η ακόμη και απέχθεια με κάποια κατάσταση ή ενέργεια.

- Καλά, πήγα στη συναυλία του Ζορντί.
- Α, ωραία πέρασες;
- Έβαλα δάχτυλο.
- Μαλάκα.
- Ραμολί.
- Γαμιόλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο ακριβής φράση για να περιγράψεις μια κατάσταση που είναι για τον μπούτσο, και να μην σε πετάξουν έξω.

Μαλάκω1: Μυλαίδη, αυτό το fondue είναι πολύ chic,.. βρίσκετε;
Μαλάκω2: Ναι, ενω η γυράτζα είναι πολύ μπανάλ...

Μπατε σκύλοι αλέστε...

Got a better definition? Add it!

Published

Αρκετά εύηχη έκφραση που εκφράζει την κατάσταση στην οποία επικρατεί απόλυτος πανικός ή τρελή ανοργανωσιά. Γενικώς πολύ χύμα φάση και ό,τι να 'ναι.

Εφ' όσον λουλάς είναι ο ναργιλές, άρτσι μπούρτσι είναι μάλλον έκφραση αντίστοιχη της σέα και μέα, ή απλά παρήχηση του ρ. Άγνωστο.

Σπάσε λουστραρία, μη μου πολυκολλάς
μη γίνουμε εδώ πέρα άρτσι μπούρτσι και λουλάς.

(Νότια Μπάχαλα lyrics)

Archie (από Vrastaman, 30/07/08)Bourgie (από Vrastaman, 30/07/08)Loulas (από Vrastaman, 30/07/08)"Άρτζι μπούρτζι και λουλάς" ονομάζονται σκωπτικώς και τα συστήματα του προπονητή Αργύρη- Άρτζι Πεδουλάκη. (Πάσα: Σαραντάκος). (από Khan, 13/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified