Selected tags

Further tags

Χαρακτηριστικό αναρχικό σύνθημα γραμμένο σε πολλούς τοίχους πέριξ της πλατείας Εξαρχείων (κι όχι μόνο). Συνήθως συναντάται μαζί με ένα άλλο σύνθημα (Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του), θέλοντας να τονίσει τη ματαιότητα των εθνικών αντιπαραθέσεων κι ότι όλα είναι πολιτικά και οικονομικά παιχνίδια και τίποτα παραπάνω.

..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι άγνωστος. Συνώνυμα: είμαι άσχετος, ουρανοκατέβατος.

— Και ποιός ήταν ο σκηνοθέτης;
— Ένας αμερικάνος, ούτε η μάνα του τον ξέρει. Πρώτη του ταινία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aυτός ή αυτή που κατά συρροή μπλέκει με τα λάθος άτομα.

Πού να σταυρώσω γκόμενο, αφού έχω τον μαλακομαγνήτη! Ο τελευταίος μού' σκασε ξαφνικά το παραμύθι πως ο γκουρού του τού είπε πως η σχέση μας βλάπτει την αύρα του!!

(από Khan, 04/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος, μη έχοντας άλλους τρόπους να γίνει αρεστός ή να έλξει την προσοχή, προβάλλει τα επιτεύγματα, τις γνωριμίες, τα υπάρχοντά του ή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του για να ανέβει στην υπόληψη των άλλων. Η επίδειξη την οποία συνήθως επιστρατεύουν οι άρρενες προς επίτευξιν πήδουλου...

Ύστερα από σούζα μηχανόβιου:
-Κόψε κάτι ρε μάγκα! Πούλα μούρη σε κάνα γκομενάκι, όχι σ'εμάς...

Βλ. και πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδιαφορία, περιφρόνηση, έχω κάποιον του πεταματού.

  1. - Καλά, στα έλεγα εγώ οτι σε κερατώνει, αλλά εμένα ό,τι και να πω με έχετε στο κλάσιμο... Φάτα τώρα!

  2. - Μωρή, σου είπα ξεκόλλα απο τον Βασίλη, σε έχει στο κλάσιμο!

(από Khan, 14/03/11)

Βλ. και ζαρτ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάτι γίνεται βαρετό και μονότονο. Όταν δηλαδή αρχίζει και κουράζει, αλλά με αντικατάσταση των ζ με δ για να προκληθεί ο γέλωτας.

(...μετά από μια μακρά ανάλυση της αναγεννησιακής μουσικής)
- Και κάπου πάλι διάβασα πως το λαγούτο στην Αναγέννηση...
- Αρχίδει και κουράδει!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ μικρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο πραγματοποιείται μια ενέργεια.

(στο τέλος ενός μαθήματος σκακιού)
- Στο τσακ μπαμ τις λύσαμε τις ασκήσεις, Johny...Topalov μας έγινες...

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σούμπιτος, σφαιράδην

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με έχουν γράψει όλοι, δεν μου δίνουν σημασία, ούτε καν ο Θεός!
Ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν τρως πόρτα.

- Δεν ήταν γραφτό μας να πάμε στο πάρτυ τελικά!
- Ναι ρε γαμώτο, μας έχει κλάσει κι ο Θεός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Εννοείται είμαι στον κόσμο μου) Είμαι αφηρημένος, έχω προβλήματα επικοινωνίας και εκτίμησης, έχω ψευδείς ή αφελείς (κοινωνικές ή άλλες) αντιλήψεις.

Επιτατικά: στην (καρα)κοσμάρα μου. Συνώνυμα: (είμαι) αλλού, δέν επικοινωνώ.

  1. Από τότε που μπήκαμε τον έχει φάει με τα μάτια της κι αυτός στον κόσμο του.

  2. Σε δύο μήνες δίνει πανελλήνιες και τώρα τού 'ρθε να ξεκινήσει μαθήματα πιάνου. Στον κόσμο του, κανονικά.

  3. Καλά, πού ζεις; Νομίζεις ότι με το που τέλειωσες τη σχολή και βρήκες δουλειά θα βγάζεις αρκετά να πιάσεις σπίτι μόνος; Στο κόσμο σου είσαι μου φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε καταστάσεις όπου απουσιάζει ο συντονισμός, ο σχεδιασμός, η οργάνωση, η συνεκτικότητα. Για άτομα, δηλώνει και αναξιοπιστία. Χρησιμοποιείται και χαϊδευτικά, σε καταστάσεις παρεΐστικης ευεξίας.

  1. — Σκέτο κωλοχανείο ήταν το γραφείο, ευτυχώς που την έκανα.
    — Τόσο χάλια;
    Ό,τι νά 'ναι ρε σύ. Το αφεντικό αναλάμβανε ότι του καθόταν χωρίς να το σκεφτεί κάν, η γραμματέας καλή μόνο για πίπες, και έπρεπε εγώ να βγάζω το φίδι απ' την τρύπα συνέχεια.

  2. — Στον Φίφη το ανέθεσες;... Σωθήκαμε.
    — Γιατί ρε;
    — Ο τύπος είναι ό,τι νά 'ναι ρε σύ. Άλλα του λες, άλλα καταλαβαίνει. Στον κόσμο του.

  3. Λέει άλλη μία γύρα;
    — Ρε μαλάκα, είμαστε ήδη λιάρδα να πούμε.
    — Έλα, μη μασάς, το πρότελευταίο...
    — Καλά ε, ό,τι νά 'ναι...

Δες ακόμη: λόγια της καραβάνας, οτινάνας, ράντομ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified