Selected tags

Further tags

Μιλάω χαμηλόφωνα.
<από τον ήχο ψου ψου

-Τι ψουψουρίζετε πίσω απο την πλάτη μου ρε αλάνια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο των κουλάρω, ηρεμώ, χαλαρώνω κλπ

Όπα, ρε ξεπάρκαρε. Μην τρελαίνεσαι. Όλα θα φτιάξουν.

Αυτή πάει να ξεπαρκάρει κυριολεκτικά - οι υπόλοιποι χρειάζονται να ξεπαρκάρουν σλαγκικά. (από Galadriel, 27/02/09)Ξεπάρκαρε ρε φίλε (από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η θεία Φωτούλα είναι ενα φανταστικό πρόσωπο.
Στον όρο αυτό περιέχονται όλοι οι άσχετοι συγγενείς οι οποίοι σκάνε μύτη σε συναυλίες ή εκδηλώσεις στις οποίες συμμετέχει κάποιο μέλος της οικογενείας, από οικογενειακή υποχρέωση και για να καμαρώσουν (συνήθως ανίψι, γιο, εγγόνι κλπ).

Χρησιμοποιείται στον ενικό παρόλο που υποδηλώνει (συνήθως) πλήθος ατόμων.

Ο όρος έχει προέλθει απο παλαιότερο δημοσίευμα του Στάθη στην Ελευθεροτυπία.

- Πώς πήγε το live εχτές;

- Άσε. Έσκασε και η θεία Φωτούλα. Η γιαγιά φρίκαρε με το deathmetal...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν βλέπουμε κάποιον στο δρόμο και δεν έχουμε κατι πρωτότυπο να του πούμε για να τον χαιρετήσουμε. Αυτός ο κάποιος είναι σίγουρα φίλος μας, οπότε έχουμε οικειότητα μαζί του και ρωτώντας τον αν έχει κλάσει, κατευθείαν τον αποστομώνουμε και τον φέρνουμε σε δύσκολη θέση.

Καλύτερη περίπτωση είναι ειδικά όταν έχουμε γυναίκες στην παρέα και ο φίλος εκπλήσσεται εντελώς.

- Πού είσαι ρε, τι κάνεις;
- Έκλασες;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «χέστηκες;» Είναι αντίστοιχο του «έκλασες;».

Απλά αυτό αναφέρεται στους γνώστες του «έκλασες;». Έχει την ίδια περίπου χρήση.

Α:
- Τι κάνεις, καλά; Μ:
- Χέστηκες ρε;
Α:
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πιστεύεις ότι ο συνομιλητής σου θα κάνει αυτό που δηλώνει και τον απαξιώνεις με τη φράση αυτή για κατακλείδα.

Θα πας τώρα εσύ να αντιμετωπίσεις το αφεντικό σου, να τον κοιτάξεις στα μάτια και να του ζητήσεις αύξηση; Φέξε μου και γλίστρησα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφιλής έμμετρη έκφραση την εποχή που ήταν στη μόδα η μίνι και η μάξι φούστα. Λεγόταν εν είδει κουτσομπολιού και όχι βέβαια απευθείας στη μινιφορούσα, που έπρεπε να καεί στην πυρά επειδή νόμιζε ότι της πάει το μίνι.

Η έκφραση αυτολεξεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδιαφορώ, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, το φιλοσοφώ, το διασκεδάζω.

Το έριξε στο σορολόπ.

Άσ' τον μωρέ αυτόν τον σορολόπ (= μην ασχολείσαι με τον άστατο).

Ένα, δυο, τρία, ωπ! (από poniroskylo, 14/12/09)(από dryhammer, 26/05/14)

Δες και σορολόπ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Αλεξανδρουπολίτικα, σημαίνει την κοπάνα από το σχολείο, αδικαιολόγητη ολιγόωρη απουσία από το μάθημα, με κύρια αιτία τον καφέ στο «Παράφωνο», γνωστό τόπο συνάντησης των σχολικών μαζών.

- Ρε συ, κάνουμε κατσάκι στα θρησκευτικά να πάμε για φραπεδούμπα;
- Πάμε Παράφωνο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν πραγματικά δεν έχεις καθόλου διάθεση.

(Νίκος) - Πώς τα πας ρε φίλε;
(Γιώργος) - Άσε ρε Νίκο, δεν την παλεύω κάστανο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified