Selected tags

Further tags

Αυτός που η κούτρα του είναι σαν τρούλος, ο φαλακρός.
Η φράση «του Κουτρούλη ο γάμος» (από την ομώνυμη κωμωδία του Α. Ρ. Ραγκαβή, 1845) σημαίνει αναστάτωση, φασαρία, σαματάς.

Έγινε χτες στο μπαρ του Κουτρούλη ο γάμος! Ήθελαν να μπουν μέσα με το ζόρι κάτι μπακουραίοι και τους την έπεσε ο φουσκωτός και έγινε μπάχαλο η κατάσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιαχή σκληροπυρηνικού Νεοδημοκράτη οπαδού της Ντόρας Μπακογιάννη, που θεωρεί ότι ο Καραμανλής δεν τράβαει άλλο, έχει πρόβλημα να ολοκληρώσει και χρειάζεται μια Ντόρα «εδώ και τώρα» να αναλάβει τα ηνία. Ειρωνικό και ως προς το «εδώ και τώρα» του Ανδρέα Παπανδρέου στα '80ς. Λέγεται βέβαια και με αντίστροφη έννοια απ' τους επικριτές της Ντόρας.

Οι Αμερικάνοι έχουν κάψει φλάντζες με τις πουτινιές του πουτινιάρη του Καραμανλή και θέλουν Giorgos εδώ και τώρα, ή Μπακογιάννη εδώ και Ντόρα, να θυμηθούνε και τις παλιές εποχές του Μητσοτακέικου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό «comme ci, comme ca», σημαίνει «έτσι κι έτσι», αλλά σημαίνει σλανγκικώς και ότι πρέπει να είμαστε κομψοί, να έχουμε προσοχή, κατά το μπιουτιφούλ, beautiful.

- Πώς σου φαίνεται Μένιο αυτή η μπλούζα, δεν ταιριάζει που αφήνει να φαίνεται το τατουάζ μου;
- Κομψί κομψά...

Comme ci comme ça - French Affair (από poniroskylo, 03/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από παλιά διαφήμιση των '80ς, που διαφήμιζε σαμπουάν με μπύρα στα συστατικά του. Και προειδοποιούσε χιουμοριστικά τον θεατή ότι είναι σαμπουάν από μπύρα για να λουστεί, κι όχι μπύρα για να την πιει. Πλέον χρησιμοποιείται στα πλαίσια διασπερμάτευσης, όπου προειδοποιείται ο παθητικός τι να κάνει με τα φλόκια. Μεταφορικά, για κάθε αναποδιά, δυσκολία. Δεν ξέρεις τι είναι χειρότερο, το λούσιμο είναι μεγαλύτερο μπλέξιμο, αλλά το πιοτό πάει σε μεγαλύτερο βάθος.

Ευχαριστώ τον Ειρωνικόλα, που μου το θύμισε...

- Θα πέσει έξω η εταιρεία τώρα με την κρίση;
- Θα είναι «μην την πιείτε, λουστείτε» φάση. Δεν θα πάει πολύ βαθιά.

(από jesus, 15/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεωρώ πιο σωστή τη γραφή «κομσί κομσά», γιατί έρχεται πιο κοντά στην προφορά της γαλλικής απ' όπου και προέρχεται. Ελληνικά αποδίδεται με το «έτσι κι έτσι». Έκφραση που χρησιμοποιείται από άτομα που θέλουν να ξεφύγουν από τα κλασσικές αγγλικούρες και θέλουν να δείξουν κάτι πιο εκλεπτυσμένο πιο φίνο στον προφορικό λόγο.

- Πώς πήγε το ίντερβιου για την δουλειά;
- Κομψί κομψά... θα δείξει... περιμένω απάντηση σε τρεις μέρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. γουστάρω τρελά
  2. κουράζομαι όσο δεν πάει
  3. πεινάω πολύ
  1. - Γουστάρεις μπαρότσαρκα απόψε;
    - Αφού με ξέρεις, ψοφάω για τέτοια!

  2. - Με ψόφησε το Λίλιαν χθες...
    - Ουάου!
    - Τι ουάου ρε μαλάκα, όλη μέρα βίδωνα κουρτινόξυλα στο καινούργιο της διαμέρισμα...

  3. - Ρε συ Μαρίκα, πάλι έρχομαι από τη δουλειά ψόφιος στην πείνα και μου λες ότι θα φάμε σαλατούλα ή γιαουρτάκι γιατί πρέπει να κόψουμε το βραδινό; Έλεος!

The Beatles - Why don\'t we do it in the road (από allivegp, 11/12/11)braiiiiiinssssssssss!!!!!! (από jesus, 11/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. ο αστείος (όχι όμως γελοίος) άνθρωπος. Η «περίπτωση», που λέμε
  2. έκφραση: «μού 'κανες την καρδιά περιβόλι» = με τρόμαξες, με λαχτάρισες.

Το περιβόλι (ο λαχανόκηπος ή ο ανθόκηπος) είναι τόπος πολύχρωμος και ευωδιαστός.

Τι σχέση έχει με τα ανωτέρω, δεν ξέρω.

  1. - Πλάκα δεν έχει ο Μίλτος;
    - Ου, μεγάλο περιβόλι είναι ο τύπος!

  2. Μπήκε στο σπίτι τόσο απότομα... είχα μισοκοιμηθεί... μού 'κανε την καρδιά περιβόλι!

Got a better definition? Add it!

Published

Στον όρο, η λέξη «βράσε», υποδηλώνει μεγάλο αναβρασμό και μεγάλη αναστάτωση, όπως συμβαίνει κατά το βράσιμο του νερού, όπου άλλα μόρια ανεβαίνουν κι άλλα κατεβαίνουν λόγω της θερμικής ενέργειας που αναπτύσσεται.

Στον όρο,η λέξη «μάλε» ετυμολογείται από την ιταλική λέξη male που σημαίνει κακό, άσχημο.

Με δυο λόγια, εκφέροντας τον όρο μιλάμε, για αναβρασμό που οδηγεί σε κακό και άσχημο αποτέλεσμα.

Όταν εκφέρουμε τον όρο «μάλε-βράσε», μιλάμε για ανακατωσούρα, αναμπουμπούλα, μεγάλη αναστάτωση, μεγάλο αναβρασμό, μεγάλη αναταραχή, μεγάλη ένταση και μεγάλη φασαρία. Μιλάμε για μια κατάσταση που φέρνει τα πάνω κάτω.

Σημείωση: Απ' αυτόν τον όρο προκύπτει και η λέξη μαλιοβράσι που σημαίνει: έγινε μεγάλη φασαρία.
Πολλές φορές, ο όρος εκφέρεται και ως: «έγινε το μάλε-βράσε».

Κλείνοντας, απονέμω τις ευχαριστίες μου στον acg.

  1. Λίλιαν: - Είμαι να σκάσω.
    Λάουρα: - Γιατί;
    Λίλιαν: - Πήγα χθες απροειδοποίητα στο σπίτι του Πέρι, άνοιξα την πόρτα και τι να δω; Έπιασα το μαλάκα αγκαλιά με την Καλλιόπη την κολλητή μας.
    Λάουρα: - Έλα ρε. Και πώς το εξήγησαν;
    Λίλιαν: - Δεν πρόλαβαν. Φούντωσα. Ανέβασα θερμοκρασία στο πιτς φιτίλι. Μ' ανάψαν τα λαμπάκια. Ήμουν ασυγκράτητη. Έγινε της πουτάνας. Το μάλε- βράσε σου λέω. Μιλάμε για την... ένταση.
    Λάουρα: - Και τι έκανες;
    Λίλιαν: - Ξεμάλλιασα την Καλλιόπη και χτύπησα τον Πέρι με μια κατσαρόλα που βρήκα πρόχειρη. Τον χτύπησα στο κεφάλι. Τον άφησα σέκο κι έφυγα.
    Λάουρα: - Χαμός στο ίσωμα, ε;
    Λίλαν: - Ρε σου λέω έγινε το ελα να δεις.

  2. Επειδή κατάγομαι από την περιοχή και κυνηγώ σε κοντινά μέρη, λέω με σιγουριά ότι υπάρχει όντως πρόβλημα. Στους γύρω νομούς και η κουτσή Μαρία το παίζει γουρουνοκυνηγός. Με αποτέλεσμα να μαζεύεται κάθε καρυδιάς καρύδι, να φτιάχνει ο κάθε άσχετος δική του ομάδα με πιο άσχετους από αυτόν και να γίνεται το μάλε-βράσε σε σημείο που είναι επικίνδυνο να βρίσκεσαι στα μέρη που κινούνται αυτοί.
    Δες

  3. «Πέφτουν» και τα χρηματιστήρια και γίνεται το μάλε-βράσε... Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωμικό που εκφράζει απόλυτη μοιρολατρία. Άμα είναι στα γονίδιά σου να είσαι ξεκωλιάρης ή ο,τιδήποτε άλλο (λ.χ. μπουνταλάς, ατσούμπαλος), δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό, το έχουν γράψει τα άστρα!

(Στο Safe Sex αφού έχουν φωραθεί δύο άντρες στα πράσα, απ' την γκόμενά του ο μη σεσημασμένος, απ' τον γκόμενό του ο σεσημασμένος, η γκόμενα λέει):
Γκόμενα: - Έναν γιατρό, να τον πάμε σ' έναν γιατρό!
Γκόμενος: - Τι να του κάνει ο γιατρός; Να του δώσει ασπιρίνη για το πουστρηλίκι;
Γκόμενα: - Δεν ξέρω, κάτι θα βρει, κάτι θα μας πει!
Γκόμενος: - Μωρέ, άμα είναι ξεκωλιάρης ο άνθρωπος!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλητική που χρησιμοποιείται για κάποιον με συμπεριφορά μπάρμπα-Μπρίλιου, με την ειδική αλλά και ευρύτερη έννοια.

  2. Επίσης, ως αστεία φιλική προσφώνηση.

  3. Επίσης, ως συνώνυμο του «θεϊκό» κατά την παλαιά σημασία του.

  1. Πού πας ρε θείο με 40 χλμ την ώρα στην αριστερή λωρίδα;

  2. Θείο, τι λήμμα ήταν αυτό που ανέβασες;

  3. Ξάπλωσε το θείο κορμί της στην ξαπλώστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified