Selected tags

Further tags

  1. Αναπάντεχη ατυχία, πραγματική ή δυνητική, μετά από αλληλουχία δύσκολων καταστάσεων και δυσμενών γεγονότων.

  2. Υποδηλώνει κάτι το εντελώς περιττό, αταίριαστο ή ανεπιθύμητο, πρόσωπο ή πράγμα.

  1. - Φαντάζεσαι να είσαι κλειστοφοβικός, σε ασανσέρ και να γίνει διακοπή ρεύματος; - Καλά, όλα τα είχε η Μαριωρή ο φερετζές της έλειπε!

  2. - Κρύψου έρχεται η δικιά σου με την κολλητή της την πρηξαρχίδω! - Όχι ρε μαλάκα, όλα τα είχε η Μαριωρή ο φερετζές της έλειπε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποείται όταν η μία άσχημη κατάσταση διαδέχεται την άλλη με ολοκληρωτικό και τελεσίδικο χαρακτήρα, και γενικώς όταν έχει πέσει απίστευτη γκαντεμιά!

- Έμαθες που ληστέψανε τον κυρ-Κώστα; Ο άνθρωπος δεν είχε να φάει...
- Τι να πω ρε συ, ήτανε στραβό το κλήμα, τό 'φαγε κι ο γάιδαρος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Υποδηλώνει σιωπηρή και επωφελή συμφωνία μεταξύ δύο ή και περισσοτέρων ανθρώπων, συνήθως εις βάρος τρίτων.

  2. Κοινό μυστικό.

  1. Καλά ας πάρουμε εμείς τώρα τις καλές τις θέσεις, μεταξύ μας μεταξά, και ασ' τους άλλους να κουρεύονται!

  2. Λοιπόν και για αυτό που σου είπα κουβέντα σε κανένα! Μεταξύ μας μεταξά, καλά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοεί την υπόγεια συμφωνία και την αδιαφανή συνεργασία μεταξύ ανθρώπων, συνήθως εις βάρος τρίτων.

Αντίστοιχες εκφράσεις: τα κάναμε πλακάκια, μεταξύ μας μεταξά

Εμ βέβαια, αφού τα κάνανε τάτσι μήτσι κότσι μεταξύ τους, τώρα μας κάνουν ό,τι θέλουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμέσως, γρήγορα, αστραπιαία.

- Ρε 'συ Αργύρη, είχε ουρά στην τράπεζα;
- Όχι ρε! Πήραμε χαρτάκι και σε δέκα λεπτά κάναμε τσιγαράκι! Πατ-κιουτ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν το έκοψες σε στυλ καρπάτσιο (βλ. φωτο) που θέλει ρε παιδάκι μου και μία τέχνη, όπως και να το κάνουμε. Η έκφραση χρησιμοποιείται προφανώς και εκτός της κουζίνας, περιγράφοντας μία κατάσταση την οποία ο χοντροκόψας μάλλον δεν χειρίστηκε με ιδιαίτερη λεπτότητα, ενώ δεν αποκλείεται να υπερέβαλε και κομμάτι.

  1. - Πώς πήγε αδερφέ με το γκομενάκι ψες το βράδυ; Σπρώξαμε;
    - Όχι ακριβώς... Επειδή το 'βλεπα ότι δεν πήγαινε καλά το πράγμα και η κουβέντα δεν ερχόταν στο ψητό, τον πέταξα έξω ξαφνικά και τη ρώτησα αν έχει δει ομορφότερο πούτσο στη ζωή της.
    - Χοντρό τό 'κοψες ρε μεγάλε. Πού να γαμήσεις έτσι;

  2. - Γιατί μαλώσατε ρε συ με το μωρό που σε είδα τις προάλλες;
    - Άντε μωρέ τη μαλακισμένη! Της έκανα μία πλάκα με μία φίλη της και στράβωσε και πήγε και μου χαράκωσε τ' αμάξι από μπρος μέχρι πίσω.
    - Όχι ρε δικέ μου... χοντρό τό 'κοψε η τύπισσα.
    - Ε άμα σε λέω...

(από acg, 02/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν ξέρουμε ακριβώς τι σημαίνει πουτσίζω. Ακούγεται σαν το ραπίζω και τότε παραπέμπει σε πουτσοσκάμπιλο, ας πούμε. Ακούγεται σαν το βουρτσίζω και τότε θυμίζει το ότι μπερδέψαμε την πούτσα με την βούρτσα. Και λοιπά. Πάντως είναι κάτι το τρομακτικό, προφανώς. Γιατί την πούτσισες μόνο όταν έχεις βρεθεί σε απόλυτο αδιέξοδο με οδυνηρές συνέπειες. Οι λοιπές ή συμπληρωματικές ερμηνείες ανήκουν στον μαστρο-Φρόυντ.

- Μαλάκα, την πουτσίσαμε, έρχονται οι γέροι σου!
- Γρήγορα, βγες έξω στο μπαλκόνι!
- Κι αν δεν φύγουν αμέσως πάλι;
- Ε, τότε, μεγάλε, την πούτσισες, θα κάτσεις έξω όλη νύχτα...

Δες και τη γάμησες, ψωλιάζω κάποιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τι;, Για ξαναπές το; Δεν άκουσα; Ε;

Το λέμε: 1. Επειδή δεν μπορούμε να πάρουμε στα σοβαρά αυτό που μας είπαν μόλις.
2. Επειδή ενοχληθήκαμε από αυτό που μας είπαν μόλις. 3. Επειδή ήμασταν αφηρημένοι και δεν ακούσαμε αυτό που μας είπαν μόλις. 4. Επειδή στ' αρχίδια μας αυτό που μας είπαν μόλις.

  1. - ...και πήγα στο Άγιο Νεκτάριο και πράγματι έκανε το θαύμα του: την άλλη μέρα κιόλας βρήκα γκόμενο!
    - Ποιος ήταν;

  2. - ...και πήγα στο Άγιο Νεκτάριο και πράγματι έκανε το θαύμα του: την άλλη μέρα κιόλας βρήκα γκόμενο!
    - Ποιος ήταν;

  3. - ...και πήγα στο Άγιο Νεκτάριο και πράγματι έκανε το θαύμα του: την άλλη μέρα κιόλας βρήκα γκόμενο!
    - Ποιος ήταν;

  4. - ...και πήγα στο Άγιο Νεκτάριο και πράγματι έκανε το θαύμα του: την άλλη μέρα κιόλας βρήκα γκόμενο!
    - Ποιος ήταν;

Βλέπε και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται μόνο στν έκφραση: "πάμε ποδαράτοι", δηλ. πάμε με τα πόδια, πεζή.

- ... και πού θα παρκάρουμε εκεί, ρε μαλάκα;
- Τι να παρκάρουμε, ποδαράτοι θα πάμε, σιγά μην πάρουμε αυτοκίνητο για δυο βήματα...

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απευθύνεται σε χοντρή γκόμενα, αντί του κλασικού και δογκανίστικου «ζαχαροπλάστης ήταν ο μπαμπάς σου;»

- Μαλάκα, πάρε μάτι τον τόφαλο!
- Πώπω ζαργάνα μου, μάγειρας ήταν ο μπαμπάς σου;
- Α, να χαθείς γελοίε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified