Selected tags

Further tags

Απάτησε. Κεράτωσε.

Για κάποιο λόγο, λέγεται με αυξημένη δόση χαιρεκακίας.

Συγγενή λήμματα: κερατάς, κέρατο

- Ωραίο ζευγάρι ο Ντίμης και η Ντενίζ ...
- Αααχ, ματάκια μου ... κι αν ήξερες ... τάρανδο τον έχει κάνει ... δεν χωράει να περάσει απ' την πόρτα ... αλλά έτσι είναι αυτές οι ξένες, δεν έχουν τσίπα ...

(από Khan, 22/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φορτικός, αυτός που προσπαθεί (και ωιμέ ενίοτε τα καταφέρνει) να κάνει κουμάντο στην ζωή μας ενώ δεν της ανήκει ούτε κατά διάνοια. Κατάλοιπο της τουρκοκρατίας και αυτό, ναι ναι...

- Τί ζόρι τραβάς ρε μαλάκα με τον Αντρέα τώρα;
- Ά μωρέ τον μαλάκα, που θα τον έχω και κεχαγιά στ' αρχίδια μου... Τρεις μέρες τον φιλοξενήσαμε, έφαγε, ήπιε, έχεσε στη χέστρα μας, κι αντί να πει ευχαριστώ και να ξεκουμπιστεί, τον έχω να μου τη λέει κι από πάνω, όλο άποψη είναι, γιατί δεν βάζεις εκεί τον καναπέ, όχι δεν είναι καλό το χρώμα του τοίχου, η οθόνη του κομπιούτορα είναι κόντρα στο φως, κάνε τό' να, κάνε τ' άλλο, κάτσε τώρα να στη βάλω, άσε που μου τά 'χει κάνει σουμουντρούκουλου και με την Μαιρούλα... - Καλά, καλά, σκάσε πια ρε πστ!, κόφ' τη γκρίνια επιτέλους!

Δες και τσολιάς στ' αρχίδια μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος δανεισμένος από το χώρο του hi fi και δη του high end, όπου συγκεκριμένα μηχανήματα χρησιμοποιούνται ως μέτρο σύγκρισης για τις υπόλοιπες υλοιποιήσεις της κατηγορίας, όπως στις παρακάτω φωτογραφίες.

Επειδή το hi fi και το high end λίγους ενδιαφέρουν, αλλά οι γκόμενες όλους, η έννοια της «αναφοράς» χρησιμεύει σε παρέες και ομάδες ανδρών για να συγκρίνουν γκόμενες βάσει κοινώς αποδεκτών στάνταρντς. Επιστημονική δουλειά δηλαδή. Και επειδή μας αρέσει να είμαστε ακριβείς στους χαρακτηρισμούς και τις συγκρίσεις, υπάρχουν επιμέρους στοιχεία αναφοράς για τις γκόμενες, εξ ου και ο όρος «κώλος αναφοράς» ή «βυζί αναφοράς». (βλ. φωτό)

- Ρε παίδες, το Τζινάκι τι κωλαράκι έχει στρώσει... Πολύ μπάνικο.
- Νταξ, δε λέω αλλά κάτι με χαλάει. Ρε Μήτσο, εσύ τι λές για το κωλαράκι της Τζίνας;
- Μάγκες όταν έχουμε δεί τον κώλο αναφοράς της Μερόπης, όλα τ' άλλα είναι απλώς οδοντόκρεμες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτεταμένη χρήση στα εικονογραφημένα κόμιξ για να δείξει ότι ένας συγκεκριμένος χαρακτήρας σκέφτεται. Κατ' άλλους είναι μετάφραση του αγγλικού mumble mumble, που δείχνει ότι ο χαρακτήρας λέει κάτι ακατάληπτο μέσ' απ' τα δόντια του. Δεδομένου ότι όταν σκεφτόμαστε πολλές φορές ψιλομουρμουρίζουμε κιόλας, μπορεί και οι δύο εκδοχές να είναι σωστές.

- Τελικά τι θα κάνουμε το βράδυ; Πάμε κανα κλαμπάκι ή μήπως θες να πάμε σινεμά και μετά να τσιμπήσουμε τίποτε;
- Χμ... μούμπλε μούμπλε... Να δούμε τι παίζει στο Village;

(από acg, 13/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεχίζοντας την παράδοση γερμανόφερτων εκφράσεων όπως η κλασική πλέον mit porden nicht vafen avgen, η συγκεκριμένη έκφραση παραπέμπει σε ύπνο που παίρνει τα παιδιά, έλα πάρε και τούτο. Τούφεν (από την τούφα) σλάφεν (εκ του schlafen που όντως σημαίνει κοιμάμαι στη γερμανική) για να καταδείξει την αδήρητη ανάγκη για ξεκούραση.

- Πάμε Χρύσπα μετά;
- ΠοιαΧρύσπα ρε όργιο που δε βλέπω μπροστά μου απ' τη νύστα. Πάω για τούφεν σλάφεν σούμπιτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση μεστή νοημάτων που περιγράφει σκωπτικά κάποιον ο οποίος θεωρεί ότι έχει πιάσει την καλή και έχει, ωσεκτουτού, προκλητικά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του - ενώ, στην πραγματικότητα, δεν έχει καταφέρει και τίποτε σπουδαίο και απλώς παραμυθιάζεται και παραμυθιάζει και τον κόσμο.

Διότι, δεν είναι εύκολο πράμα να χουφτώσει κανείς τα παπάρια του Ποντίφηκα. Λίγο η αγαμία των Δυτικών κληρικών, λίγο οι Ελβετοί φρουροί του Βατικανού - ελάχιστοι/-ες έχουν τέτοια οικειότητα με τον προκαθήμενο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Βεβαίως, κάποιοι νομίζουν ότι το καταφέρνουν - αυτό, ή κάτι ανάλογης δυσκολίας. Αυτομάτως τότε θεωρούν ότι βρίσκονται σε θέση ισχύος, ότι έχουν μπει σ' όλα τα κόλπα και ότι είναι, γενικώς, οι γκραν γαμάω. Ακολουθεί, αναπόφευκτα, η έπαρσις - ο θεωρών εαυτόν κολλητό του Πάπα συνήθως κάπως την έχει δεικαι γίνεται και ο πρώτος πολ μουρ.

Όλα αυτά προκαλούν όχι μόνο ενόχληση αλλά και δυσπιστία. Και διότι, γενικώς, ως λαός δεν μασάμε, όταν έρθει κάποιος και ισχυρισθεί ότι έχει πιάσει τον Πριμάτο της Ρώμης απ' τ' αρχίδια - ή, κάτι εξίσου μεγαλόστομο και απίθανο - η αντίδρασή μας είναι, πολύ απλά, να μην τον πιστέψουμε. Και να τον κράξουμε εις το τετράγωνο - όχι μόνο διότι πουλάει μούρη, αλλά και γιατί έχει, προφανώς, χάσει την επαφή με την πραγματικότητα.

Στις σπάνιες περιπτώσεις που οι ισχυρισμοί του κομπορρήμονος εκτιμάται ότι έχουν κάποια βάση - δήλαδή, αν όντως έχει πιάσει την καλή - η έκφραση αλλάζει και γίνεται είτε 'έχει πιάσει τον Πάπα γερά απ' τ' αρχίδια' είτε 'έχει πιάσει τον Πάπα απ' τ' αρχίδια και του τα κουνάει'. Σε τέτοιες περιπτώσεις, παραλείπεται από την έκφραση το 'νομίζει ...' και συχνά προηγείται ένα επιδοκιμαστικό 'μπράβο τον πούστη ...'

Δες επίσης και το λήμμα Πιάνω τον Θεό απ' τ 'αρχίδια - αν και η σημασία είναι κάπως διαφορετική.

  1. - Καλά, ρε γαμώτο, ο Τσουράπογλου δεν ξηγιέται καλά ... μέχρι προχτές ούζα πίναμε μαζί καθε μεσημέρι και τώρα που πήρε την προαγωγή δε γυρνάει να μας κοιτάξει ...
    - Άσ' τονα μωρέ, το μαλάκα ... πήρε πέντε φράγκα παραπάνω και νομίζει ότι έχει πιάσει τον Πάπα απ' τ' αρχίδια ... γράφ' τονα κι εσύ να τελειώνουμε ...

  2. - Τά 'μαθες για τον Απιθανόπουλο ... έξι διαμερίσματα στο Κολωνάκι πήρε προίκα ... σε ενημερώνω ...
    - Μπράααβο τον πούστη ... αυτός έχει πιάσει τον Πάπα γερά απ' τ' αρχίδια ...
    - Και του τα κουνάει ...
    - Έεετσι ... στο ρυθμό της σάμπας ...

Βλ. και έπιασε τον πάπα απ' τα αρχίδια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με εκμεταλλεύονται, μου ζητούν υπερβολικά πολλά χρήματα για κάτι. Δεν φτάνει δηλαδή που τους πληρώνω ένα σωρό λεφτά, με χουφτώνουνε κι από πάνω!

Βλέπε και πιασοκωλέ.

- Πάμε να φάμε τίποτα στο εστιατόριο του πλοίου;
- Τι λες ρε, τρελάθηκες; Θα μας πιάσουνε τον κώλο!
- Καλά λες...

Money for NOTHING (από Galadriel, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται σε παρατακτική σύνδεση με κάτι για να δείξει ότι αυτό είναι βλακεία, φλωριά, ασήμαντο, ανάξιο λόγου.

Συνώνυμα: παπαριές μανίτσα μου, μπούρου-μπούρου μαλακίες, τ' αρχίδια μου κουνιούνται.

- Απόψε θα πάω σε ένα event στο Χαλάνδρι...
- Τι event και τσου ρε Λάκη ρε σκατόφλωρε; Μίλα ελληνικά γαμώ την ώρα σου!

Στο 1.20. (από Khan, 01/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι έξω φρενών.
Σε ειδικές περιπτώσεις σημαίνει ότι έχω υπερβολικές απαιτήσεις.

  1. - Μαρίνο, καλή η καινούργια καθηγήτρια γερμανικών ρε;
    - Άσε με ρε με την #@#$%^&*!!!!
    - Καλά ρε συ, μια ερώτηση έκανα... μην πιάνεις τον Θεό απ' τ' αρχίδια!

  2. - Ρε Βούλα πήρες τηλέφωνο τον υδραυλικό να δεις πόσο θα κοστίσει η ζημιά;
    - Πήρα.
    - Και;
    - Ζητάει τη μάνα του και τον πατέρα του, τη γιαγιά τον παππού του και καπάκι έπιασε και τον θεό απ' τ' αρχίδια και καθαρίσαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση για να δείξουμε ότι κάνουμε προσπάθειες, όμως αυτές πέφτουν στο κενό.

Επίσης, όταν ασχολούμαστε με κάποιον που δεν αξίζει γιατί δεν χαμπαριάζει τι του λες.

  1. - Ρε Μπάμπη, αυτός ο προπονητής ο καινούργιος τι λέει;
    - Βρε αυτός καλός είναι αλλά η ομάδα γενικά είναι για το πέος... Δεν πα' να φωνάζει αυτός; Τζάμπα καίει η λάμπα...

  2. - Α ρε Μάνο... πάλι ρε κατούρησες στο ψυγείο; Εντάξει, έχει και αυτό φωτάκι αλλά είναι για άλλη δουλειά ρε συ... Αλλά τι μιλάω, αφού με δαύτον χάνω τα λόγια μου... Τζάμπα καίει η λάμπα!

(από Khan, 13/04/11)

Συνώνυμα (με τη δεύτερη σημασία), το ρετιρέ ξενοίκιαστο, χάνει το άτομο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified