Φοβάμαι πάρα πολύ, τρομάζω, νιώθω πάρα πολύ μειονεκτικά.
-Μαλάκα, και εκει που οδηγούσα πετάγεται από το στοπ ένας μαλάκας! Τελευταια στιγμή σταμάτησα. Ρεύτηκα πινέλα, νόμιζα πως θα είχα σκοτωθεί!
Φοβάμαι πάρα πολύ, τρομάζω, νιώθω πάρα πολύ μειονεκτικά.
-Μαλάκα, και εκει που οδηγούσα πετάγεται από το στοπ ένας μαλάκας! Τελευταια στιγμή σταμάτησα. Ρεύτηκα πινέλα, νόμιζα πως θα είχα σκοτωθεί!
Got a better definition? Add it!
Εξευτελίζω, γελοιοποιώ, νικώ με διαφορά, γαμώ βίαια / αδυσώπητα.
- Άσε μαλάκα παίζαμε Warhammer με τον μαλάκα τον χοντρό, αλλά τι να κλάσει ο φλώρικος ο στρατός του; Του έδωσα το κωλάντερο στο χέρι.
Got a better definition? Add it!
Οι ομοφυλόφιλοι, οι γκέι, οι πούστηδες, οι αδερφές, οι ντιντήδες, οι γυναικωτοί, οι λουλούδες κλπ.
- Ωπ, η δικιά σου είναι αυτή στο σμαρτάκι με τον τυπά;
- Ναι, αλλά μη σκας. Ο Ρούλης παίζει για την... άλλη ομάδα.
Βλέπε και με τους άλλους.
Got a better definition? Add it!
Χαιρέκακη έκφραση, που απευθύνουμε σε κάποιον ο οποίος μόλις έμαθε κάτι που τον έχει «χαλάσει» στα σίγουρα, για να του τρίψουμε τη νίλα στη μούρη και να γουστάρουμε με την πίκρα του.
Προέλευση:
Γεννήθηκε και απέκτησε τη διαχρονική της αξία στην κοιτίδα της ανανέωσης της γλώσσας μας που λέγεται «Ελληνικός Στρατός».
Παραλλαγές:
Δεν σε χαλάει, δεν σε χαλούμπα, δεν σε χαλούμι, δεν σε χαλούλου καθολούλου κλπ.
Got a better definition? Add it!
Εκτελώ πεολειχία, παίρνω πίπα, τσιμπουκώνω, παίζω μαλακό κλαρίνο.
- Ρε μαλάκα, μου αρέσει η Νίτσα, αλλά έχω ακούσει ότι είναι πολύ δύσκολη.
- Ε, όχι και δύσκολη... τα 'χει καθαρίσει κι αυτή τα νεφρά της!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να εκφράσει την απόλυτη έλλειψη ενδιαφέροντος για μία πράξη ή πρόταση.
- Έλα μαλάκα, πάμε για καφέ Mικρολίμανο;
- Ψηλέ, δε σηκώνομαι από το κρεβάτι τώρα, για κανένα λόγο..
Got a better definition? Add it!
Συνήθης απάντηση στην ερώτηση «Ποιος;» με παράλληλη μέτρηση του σκορ από τον αδιαφιλονίκητο σκόρερ. Συνοδεύεται με κάποιον από τους ποικίλους τρόπους να υποδεικνύει κάποιος τ' αχαμνά του στον ηττημένο.
- Ποιος;
- Αυτός! 1-0!
- Ε, είσαι μαλάκας...
Περίπτωση βρώμικου στησίματος: Πολύ συχνά, η ερώτηση «Ποιος;» προκαλείται από τον ίδιο τον θύτη-σκόρερ με την αόριστη αναφορά κάποιου ονόματος που το θύμα δεν αναμένεται ν' αναγνωρίσει.
- Ωχ, κοίτα εκεί, ο Αριστοτέλης ο Σκορδομπούτσογλου.
- Ποιος;
- Αυτός! 1-0!
- Μουνάκι! Αυτό σημαίνει πόλεμο...
Επίσης ποια Ελένη;.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που απευθύνεται σε κάποιον όταν με τον λόγο ή τη συμπεριφορά του, καταδεικνύει έλλειψη συμμόρφωσης ή δραστικού τύπου διαπαιδαγώγησης, στην τρυφερή ηλικία που διαμόρφωνε χαρακτήρα.
Φτάνει στην πιο ειρωνική της μορφή όταν απευθύνεται σε συνομήλικο, αποτελεί παρωδία όταν απευθύνεται σε κάποιον γηραιότερο.
- Μαλάκα σόρι, έλιωσα μέσα το ΣΚ και δεν άφησα αλκοόλ στο σπίτι ούτε για δείγμα.
- Δε φταις εσύ λεβέντη μου... φταίω εγώ που δε σε γάμησα μικρό!
Δες ακόμη: σ' έχουνε γαμήσει τέτοια ώρα;, σε γάμησα ή μου ξέφυγες;.
Got a better definition? Add it!
Ποτέ, αδύνατον, με τίποτε, αποκλείεται.
Αναφέρεται στο γνωστό συνδυασμό 1-2-Χ (ή τριπλή παραλλαγή) σ' ένα δελτίο ΠΡΟ-ΠΟ, ο οποίος περικλείει όλες τις πιθανές περιπτώσεις και αποκλείει την αποτυχία.
Άλλα συνώνυμα: ούτε με σφαίρες, με καμία κυβέρνηση, με κανένα Θεό, με την καμία, του Αγίου Πούτσου, όταν τα γουρούνια χορέψουν λαμπάντα κ.λπ.
- Μαλάκα σου λέω θα τη φάω την Άρτεμις την αρχιτεκτόνισσα, ο κόσμος να χαλάσει.
- Ονειρεύεσαι αγόρι μου! Ούτε με τριπλή παραλλαγή...
Got a better definition? Add it!
Δικαιολογητικά και κόστος διακοπής στρατιωτικής θητείας. Χρησιμοποιείται όταν ένας κληρωτός διαμαρτύρεται (συνήθέστερα ενώ πάει το πρωί για φρουρά ή όταν κάποιος ΕΠΟΠ τον πρήζει) ότι η θητεία του είναι αφόρητη.
- Σειρά, δεν την παλεύω.
- Ασημάκι, αφού ξέρεις: τέσσερις φωτογραφίες και πενήντα ευρώ.
Got a better definition? Add it!