Μαλάκας νεαρής ηλικίας, παιδαρέλι.
- Καλά, εδώ πλακώσαν τα τσουτσούν νταχτιρντί. Πάμε να φύγουμε, θα μας τα ζαλίσουν.
Μαλάκας νεαρής ηλικίας, παιδαρέλι.
- Καλά, εδώ πλακώσαν τα τσουτσούν νταχτιρντί. Πάμε να φύγουμε, θα μας τα ζαλίσουν.
Got a better definition? Add it!
Κλωτσομπουνίδια.
Με κόζαρε στραβά ο ζάβλακας ο χίπις και τον άρχισα στα σάτα κιούτα.
Got a better definition? Add it!
Ο όρος προέρχεται από σύνθημα των οπαδών του (Μ)ΠΑΟΚ και χρησιμοποιείται κυρίως στο Βορρά για να δηλώσει μια έντονη κατάσταση γενικότερα.
- Πωωω τα σπάσανε οι Madball χθες ρε παιδάκι μου, αμπαλαέα!
Got a better definition? Add it!
Βρίσκομαι σε πολύ άσχημη κατάσταση λόγω υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ, ναρκωτικών ή λόγω φόβου.
-'Ασε, εχθές ήπια 20 μπύρες και έκλασα μπιφτέκια.
Βλ. και κλάνω μαλλί, κλάνω πετούγιες, κλάνω πατάτες, κλάνω.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που περιγράφει μία εξαιρετικά δύσκολη και φορτική κατάσταση για το άτομο, παρόμοια με ερωτική συνεύρεση παρά φύσιν, αλλά και στοματικώς.
Είχαμε πολλή δουλειά την εβδομάδα που μας πέρασε στο υπουργείο. Καθημερινά φεύγαμε κατά τις επτά το απόγευμα, πίπα κώλο μας πήγαν....
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εμφάνιση που αγγίζει τα όρια της γελοιότητας.
Αν δεις πώς είναι ο αδελφός μου τώρα που ξύρισε το μούσι, θα πάθεις, είναι σα μουνί καλλιγραφία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όσο όσο, σε εξευτελιστική τιμή.
Αφού θες να τα διώξεις τα έπιπλα, τι κάνεις παρθενιές. Δώσ' τα μπιρ-μπαρά να γλυτώσεις!
Τόσο κάτω δεν σ' τ' αφήνω το ρολόι, ρε κύριος. Σιγά μη σ' το δώσω μπιρ-μπαρά, να σε κάνω τζάμπα μάγκα.
Αλλιώς και μπιρ παρά. Δες και κοψοχρονιά.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται (εκδικητικά) για κάποιον που δεν προσέχει / δεν δίνει σημασία στα λεγόμενα και τις συμβουλές μας.
- Εγώ στα έλεγα, αλλά εσύ πετούσες χαρταετό. Φάτα τώρα στη μάπα.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει στην πούτσα μου, δηλαδή δε με νοιάζει, δε με απασχολεί, έχω γραμμένο κτλ. Ακολουθεί απόπειρα ετυμολόγησης:
στην πούτσα μου -> στη μπούτσα μ' ->ζ' μπούτσα μ' -> ζμπούτσαμ
Αντίστοιχα και ζμπούτσασ, ζμπούτσατ, κ.ο.κ.
Ζμπούτσαμ ρε φίλε, το χάλασες, θα το πληρώσεις! Τελείωσε!
βλ. και ζμπόυ τσομόυ / στον μπόυ τσο μόυ, ζμπότσομ
Got a better definition? Add it!
Κάνω σκληρή οικονομία.
α. (www.eksegersi.gr) ...αυτών που φτύνουν αίμα καθημερινά για ένα κομμάτι ψωμί και κάνουν το σκατό παξιμάδι για να εξαγοράσουν επιβίωση...
β. (www.sonik.gr) ...και αν ρωτήσετε τους Άγγλους τους φαίνεται ακριβό το εισιτήριο για τα φεστιβάλ αλλά κάνουν το σκατό τους παξιμάδι για να πάνε κάθε χρονιά...
Σχετικά: βάζω το χέρι στην τσέπη και πιάνω την κάλτσα, δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε, έμεινα πανί με πανί, έμεινα στον άσσο, ξυπολιάς, ξυπόλυτος, ξυπολυταρία, ζάφτωχος, παξιμάδι, ρέστος, στεγνός, ταπί, φτωχοσυμπέθερος, φτωχός πλην τίμιος, φτωχοπρόδρομος, φτωχομπινές, φτωχομπινεδιάρης.
Got a better definition? Add it!