Further tags

Σλανγκιστί, για τον μικρόκοσμο του Counter-Strike, η βάση σημαίνει το αρχικό σημείο εκκίνησης (spawn) της κάθε μίας από τις δύο αντίπαλες ομάδες, τους terrorists (συντ. terror) και τους counter-terrorists (συντ. counter). Με κάποιες εξαιρέσεις ανάλογα την πίστα ή το μοντ του παιχνιδιού, οι δύο βάσεις είναι συγκεκριμένες ανά πίστα. Οι παίκτες, αφού αγοράσουν εκεί τον οπλισμό τους, ξεκινούν για να βρεθούν με τους αντιπάλους για να γίνει η μάχη, συνήθως στη μέση του map (=πίστα).

- Πού είναι αυτός ο μαλάκας ο νουμπάς που έμεινε;
(Φωνή από διπλανό pc του νετ-καφέ): - Κολλημένος στη βάση του, φάτονα να τελειώνουμε, πληρώνουμε ρεεεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιντερνετικός όρος από το αγγλογενές ρήμα μπανάρω, δηλαδή απαγορεύω. «Κάνω μπανάκι» σημαίνει τρώω πόρτα από ένα διαδικτυακό forum ή άλλη παρόμοια μορφή ιντερνετικής επικοινωνίας, επειδή έχω υπερβεί κατάφωρα τους κανόνες λειτουργίας του κι ο mod ή admin με πετάει όξω. Η πρόσκληση «πάμε για μπανάκι;» λέγεται σε μια σπάνια στιγμή ευγενούς διαδικτυακής ανδρείας, όταν ο γράφων σε forum αποφασίσει να γράψει τον αντμιν στην πούτσα του, επειδή νιώθει ότι πρέπει οπωσδήποτε να πει αυτό που θέλει να πει. Η έκφραση «πάμε για μπανάκι» είναι ένα σύγχρονο «Μολών λαβέ!».

- Ρε φίλε, η παροιμία που καταχώρισες στο slang.gr υπάρχει απ' την Τουρκοκρατία, και την ξέρει κι η κουτσή Μαρία! Ο Τριανταφυλλίδης έχει πέντε σελίδες για πάρτη της! Άσε που δεν έχει κανένα στοιχείο αργκό! Τι το πέρασες εδώ; Μπαμπινιώτη; Ή σου αρέσει να κάνεις μπανάκι;

(από Vrastaman, 10/09/10)

Σχετικά: μπανάνα / banάνα, μπάνιο, μπανιστάν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικώς οποιοδήποτε πλάσμα πρέπει να σκοτώσεις σε ένα video game.

Η έκφραση βγαίνει απο ένα ανέκδοτο όπου ένας κυνηγούσε πλασματάκια στη ζούγκλα τα οποία ονόμαζε «νομιστεράκια»... στην πραγματικότητα ήταν πυγμαίοι και φώναζαν «no mister!» όταν τους σκότωνε (χαχα).

Και αφού μαζεύτηκε το party, κάναμε όλα τα spells προστασίας, πήγαμε τις δυνάμεις μας στο φουλ, κάναμε ντου στη σπηλιά. Αλλά πολύ παλούκι αυτή η αποστολή. Μόλις μπήκαμε άρχισαν να βγαίνουν απο παντού νομιστεράκια. Μας διέλυσαν!

Και κρέας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στα games, κυρίως στα online. Πρόκειται για τον εξαιρετικό noob, δηλαδή ανίκανο, ανήμπορο συνήθως χαζό και εντελώς αστοιχείωτο στο να παίξει ένα συγκεκριμένο παιχνίδι...

Μπορεί να βρεθεί και ως νουμποφιντέρι, νούμπακλας, τριπλός αυτιστικός νουμπάς ή νουμπομπετόβλακας.

  1. - ΤΙ κάνεις ρε τριπλονούμπακλαααα!!!! Μόλνιρ στο huskar?!!!!??! (DOTA online game)

  2. - Παράτα το CS, είσαι αστοιχείωτος τριπλονούμπακλας!!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δεύτερη συλλαβή της Αγγλικής λέξης grenade. Χρησιμοποιείται χάριν συντομογραφίας γραπτά (και προφορικά) κατά τη διάρκεια πολεμικών παιχνιδιών on-line. (Προφανώς αφορά τα FPS)

- 'Ωπα! Τι έγινε, πώς πέθανα; (κλασική απορία noob)
- Nade...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το PlayStation σε συντομία.

Θα παίξουμε τίποτα στο πλέι;

Βλ. και προ, PRO, PES.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η «ζωή» στην γλώσσα των βιντεογκέιμερς στα ουφάδικα της δεκαετίας του '80.

Προέλευση:

Ενδέχεται να προέρχεται από κάποιο πολύ δημοφιλές παιχνίδι από τα πρώτα του είδους, όπου οι «ζωές» απεικονίζονταν στη σχετική μπάρα με κανονάκια.

- Ρε μαλάκα, ο άνθρωπος τέλειωσε το μπούμπλε με οκτώ κανονάκια άθικτα.
- Στο είπα, ο Βαγγέλης είναι διάνοια.

(από granazis, 13/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκίνησε ως αργκό του παιχνιδιού CounterStrike και γενικέυτηκε.

Προέρχεται από το εγγλέζικο OMG (Oh My God) και αναφέρεται σε επίτευγμα κάποιου που οφείλεται κυρίως στην τύχη (ενώ συνήθως ο δρων το αποδίδει στην ικανότητά του).

  1. CounterStrike: Ο Α σκοτώνει τον Β, μονόσφαιρο, μέσα από τοίχο. B: - Ε ρε μαλάκα Α, είσαι ομιτζής.

  2. Ο ομιτζής τα κατάφερε και την έριξε τη γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού own (έχω στην κυριότητά μου, «έχω», κατέχω). Κατά τη γρήγορη πληκτρολόγηση, παραπληκτρολογείται ως pwn (o -> p).

Χρησιμοποιείται ευρέως για να τονίσει την καθαρή υπεροχή κάποιου σε κάποιο βιντεοπαίγνιο.

Ο Τάκης χαλαρά σε ποουνάρει στο ντότα πάντως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοποίηση του account, δηλαδή του λογαριασμού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

-Πώς πάνε οι προετοιμασίες για τον γάμο; -Προχωράνε -Πού βρίσκεστε τώρα, τι κάνετε; -E τώρα σβήνουμε ιστορικά στον chrome, διαγράφουμε δεύτερα και τρίτα ακάου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published