Ελληνοποίηση του account, δηλαδή του λογαριασμού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
-Πώς πάνε οι προετοιμασίες για τον γάμο; -Προχωράνε -Πού βρίσκεστε τώρα, τι κάνετε; -E τώρα σβήνουμε ιστορικά στον chrome, διαγράφουμε δεύτερα και τρίτα ακάου. (Εδώ).
Ελληνοποίηση του account, δηλαδή του λογαριασμού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
-Πώς πάνε οι προετοιμασίες για τον γάμο; -Προχωράνε -Πού βρίσκεστε τώρα, τι κάνετε; -E τώρα σβήνουμε ιστορικά στον chrome, διαγράφουμε δεύτερα και τρίτα ακάου. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Αγγλικανιά για αυτόν που δεν έχει ζωή, για τον λούζερ, για αυτόν που ολόκληρη η (μη) ζωή του μόλις και μετά βίας θα έφτανε σε συναρπαγή και βίωμα μία βραδιά από τη ζωή του Βασίλη Τερλέγκα. Οι νόου λάιφερς βρίσκονται παντού, αλλά κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, φλώρουμ και σάη. Επίσης στα γκέιμζ/ βιντεοπαιχνίδια. Τους καταλαβαίνεις από το πόσο πωρωμένοι - καμένοι είναι, από το ότι γράφουν ακατάπαυστα και από κάποιες άλλες ενδείξεις, λ.χ. από το πότε γράφουν. Υποθέτουμε ότι είναι άνεργοι, άεργοι, πάντως όχι άστεγοι γιατί μένουν αγαμήτου και απάρτου γωνία. Και κυρίως τους καταλαβαίνουμε από το ότι εμπλέκονται ως τηλέμαχοι σε διαδικτυακές έριδες, όπου φαίνεται ότι ξέρουν όλα τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούν στο νέτι γιατί δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν και τρώνε τρελά σκαλώματα με κάποιες έριδες που έχουν γίνει προ Χριστού, και τις κρατάνε ιντερνετικό μανιάτικο, γιατί δεν έχουν πού αλλού να διοχετεύσουν την προσοχή τους. Η απάντηση σε όλα αυτά είναι get a life ή ως αρκτικόλεξο: gal.
Disclaimer: Όλα τα παραπάνω δεν ισχύουν για όσους γράφουν πολύ στο σλανγκρ, όπου είναι απολύτως φυσικό να περνάμε ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας λόγω της αγάπης μας για την αργκό και για να μεταλαμπαδεύσουμε εξάλλου γλωσσικώς τις εμπειρίες μας από μια ζωή γεμάτη σεξ, ναρκωτικά, αυτοκίνητα, στρατό, περιθώριο. Καλού κακού πάντως, για να μη με πείτε νόου λάιφερ σταματώ τον ορισμό εδώ παραπέμποντας στο Urban για περισσότερα.
Got a better definition? Add it!
Θεωρητικά η Clan είναι μια ομάδα ατόμων που ενώνονται με πραγματική ή υποτιθέμενη συγγένεια και καταγωγή. Ακόμα και αν τα μέλη δε γνωρίζονται μεταξύ τους, εντούτοις μπορούν να οργανωθούν γύρω από ένα ιδρυτικό μέλος ή έναν πολύ παλιό πρόγονό τους. Η οποιαδήποτε συγγένεια ενδέχεται να έχει ακόμα και συμβολικό χαρακτήρα. Η λέξη προέρχεται από το «Clann» που σημαίνει «οικογένεια» στην ιρλανδική και τη σκωτσέζικη διάλεκτο.
Πρακτικά ο όρος χρησιμοποιείται σήμερα για μια ομάδα παικτών σε κάποιο video game.
- Θα με πάρεις στην Clan σου; Παίζω Lineage τρεις μήνες.
- Δε δεχόμαστε νουμπάδες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ψέμα στην διάλεκτο των gamers, ή αλλιώς κατά κόσμο γνωστούς ως πωρωμένα, είναι κάτι το απρόσμενο, που δεν βασίζεται στην λογική του παιχνιδιού, ή δεν υπολογίζεις στο να γίνει. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και στην καθημερινή μας γλώσσα για να υποδείξει κάτι το οποίο συμβαίνει με πιθανότητες 1 στις 100 και μας εκπλήσσει δυσάρεστα. Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό.
Χρησιμοποιείται ως εξής:
1) Τι ψέμα είναι αυτό;
2) Πού γίνονται αυτά τα ψέματα;
Εδώ κοίτα, χάλασε το αυτοκίνητο και τελείωσε και η μπαταρία από το κινητό, και εσύ δεν έχεις σήμα. Τι ψέματα είναι αυτά...
Δεύτερη φορά κολλάει στο ίδιο σημείο και δεν μπορώ να κάνω save... Πού γίνονται αυτά τα ψέματα;
Got a better definition? Add it!
Εκτός από επωνυμία γνωστού προϊόντος περιποίησης μαλλιών - «ζελές» και φυσικά το γνωστό σε όλους παίγνιο των πάλαι ποτέ ουφάδικων, το φλίπερ αποτελεί και όρο που απαντάται στον εξαίρετα δημοφιλή και προσφιλή τρόπο να ροκανίζει κανείς την ώρα που κανονικά θα έπρεπε να δουλεύει για να πληρώνει τα χρωστούμενα, το προ.
Όπως τραγούδησαν μια γαμημένη φορά οι λοκομόντοι και εν συνεχεία άκουσαν τρισεκατομμύρια φορές οι άμοιροι παίκτες, το προ αποτελεί τον Νο. 1 λόγο πρόκλησης οικιακών ατυχημάτων, διάλυσης χρόνιων φιλιών/σχέσεων, βλασφημίας αλλά και μέσο χαλάρωσης αν συνοδεύεται από τα κατάλληλα αξεσουάρ. Είναι φυσικό λοιπόν μια τόσο έντονη διαδικασία να διαθέτει δικό της λεξιλόγιο.
Ως φλίπερ ή, αν το κατέχετε και θέλετε να δείξετε μια κάποια οικειοτητα, φλιπεράκι νοούνται οι ασσύληπτα, από τους παίκτες του αντιπάλου, γρήγορες εναλλαγές της μπάλας με μπαλιές-τρύπες, 1-2 ή κορόιδο. Η μπάλα την στιγμή δημιουργίας του φλίπερ στο ηλεκτρονικό ποδοσφαιράκι ακουμπά την ταχύτητα της μπίλιας σε κανονικό παιχνίδι φλίπερ αφήνοντας τον άμοιρο αντίπαλο να αναρωτιέται με ποια σειρά προτεραιότητας πρέπει να κάνει δολοφονικό τάκλιν κόκκινης κάρτας και να ψάξει σακούλα για τον εμετό.
- Τι θα γίνει ρε Κικίτσα; Θα τελειώσεις καμιά φορά το παιχνίδι με 11 παίκτες;
- Σ' το έχω ξαναπεί Τασούλα μου, αν δεν σταματήσεις αυτά τα φλιπεράκια σου δεν σταματάω κι εγώ τα τάκλιν.
- Πάντα τα ίδια κάνεις ρε Κική, είτε παλεύουμε στη λάσπη με τα μαγιώ μας, είτε παίζουμε μαξιλαροπόλεμο με τα εσώρουχα πριν ξεκινήσουμε λεσβιακά, είτε παίζουμε στριπ πόκερ, είτε τεστάρουμε τις γνώσεις μας στα αυτοκίνητα πάντα τα ίδια. Δεν ξέρεις να χάνεις.
Got a better definition? Add it!
Ο,τιδήποτε έχει να κάνει με video games.
Ορισμός που χρησιμοποιούνταν ευρέως τις δεκαετίες των '80s (αναφερόμενοι στο Nintendo Entertainment System ακα NES) και στις αρχές των '90s (αναφερόμενοι στο Game Boy). Με την επαναφορά του video gaming στη μόδα, αλλά και με την επικράτηση του Nintendo Wii στην μάχη της κονσόλας στο δεύτερο μισό της δεκαετίας που πέρασε ('00s), ο ορισμός συνεχίζει να χρησιμοποιείται ορθώς και σε αυτή την δεκαετία που μόλις ξεκίνησε.
Διάφορα για την Νintendo: Όποιος είχε NES από το '85 και μετά εθεωρείτο cool, ενώ πλέον το Nintendo Wii είναι μουνομαγνήτης.
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ Σαββάτου στο σπίτι: - Παιδιά, λέω να αράξουμε με την παρέα εδώ, να παίξουμε Nintendo. - Έγινε, χώσε Wii Sports.
Got a better definition? Add it!
Σλανγκιστί, για τον μικρόκοσμο του Counter-Strike, η βάση σημαίνει το αρχικό σημείο εκκίνησης (spawn) της κάθε μίας από τις δύο αντίπαλες ομάδες, τους terrorists (συντ. terror) και τους counter-terrorists (συντ. counter). Με κάποιες εξαιρέσεις ανάλογα την πίστα ή το μοντ του παιχνιδιού, οι δύο βάσεις είναι συγκεκριμένες ανά πίστα. Οι παίκτες, αφού αγοράσουν εκεί τον οπλισμό τους, ξεκινούν για να βρεθούν με τους αντιπάλους για να γίνει η μάχη, συνήθως στη μέση του map (=πίστα).
- Πού είναι αυτός ο μαλάκας ο νουμπάς που έμεινε;
(Φωνή από διπλανό pc του νετ-καφέ):
- Κολλημένος στη βάση του, φάτονα να τελειώνουμε, πληρώνουμε ρεεεεε!
Got a better definition? Add it!
Βγαίνει απ' το loser (χαμένος) και το user (χρήστης).
Χρησιμοποιείται για κάποιον ανίκανο...
- Καλά ρε αυτός ο Ρούλης, πόσο πιο luser πια;
- Γιατί τ λες αυτό;
- Χθες έπιασε μια α' εθνικής, και αντί να τν ρίξει αμέσως, άρχισε ν τσ μιλάει για τη συλλογή του με τ γραμματόσημα!!
- LOL =]
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται στα games, κυρίως στα online. Πρόκειται για τον εξαιρετικό noob, δηλαδή ανίκανο, ανήμπορο συνήθως χαζό και εντελώς αστοιχείωτο στο να παίξει ένα συγκεκριμένο παιχνίδι...
Μπορεί να βρεθεί και ως νουμποφιντέρι, νούμπακλας, τριπλός αυτιστικός νουμπάς ή νουμπομπετόβλακας.
- ΤΙ κάνεις ρε τριπλονούμπακλαααα!!!! Μόλνιρ στο huskar?!!!!??! (DOTA online game)
- Παράτα το CS, είσαι αστοιχείωτος τριπλονούμπακλας!!!!!!!!!
Got a better definition? Add it!
Είναι το PlayStation σε συντομία.
Θα παίξουμε τίποτα στο πλέι;
Βλ. και προ, PRO, PES.
Got a better definition? Add it!