Further tags

Στα καλιαρντά σημαίνει έναν γενικό χαιρετισμό, σαν γεια, γεια σου. (Να προέρχεται άραγε από τη ρομανί;). Συνήθως λέγεται μαζί "ούψα και στο λατσοδίκελμα", δηλαδή "γεια και στο επανιδείν" ή αναλόγως των συμφραζομένων, άντε γεια ή άντε γα, με το οποίο λήγεις ένα καλιάρντεμα.

Στο τέλος

  1. Σου αβέλω λατσαβαλέ καλέ γκοντορελιά. Αβέλω να σε δικέλουμε αποκατέ με τα ισάντες λέτρα. Ούψα και στο λατσοδίκελμα. (Αποκατέ).
  2. Λάκης Γαβαλάς: Είμαι άντρας με balls. Σχόλιο: ΤΡΙΑ ΚΑΚΝΑ ΤΗΣ ΚΑΚΝΗΣ.. ΚΑΛΕ ΓΚΑΡΣΟΝ ΑΒΕΛΕ ΜΟΥΤΖΑ. ΜΩΡΗ ΓΑΒΑΛΟΥ ΟΥΨΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΛΑΤΣΟΔΙΚΕΛΜΑ... (Από κράξιμο στο Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά του 19ου αιώνα για τα λεφτά και δη τη δωροδοκία. Διασώζεται στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Οι Χαλασοχώρηδες και αναλύεται στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου σχετικά με το όλο πολιτικό σύστημα της εποχής στοιχεία του οποίου διασώζονται ακόμη και σήμερα. Παραπέμπω, λοιπόν, στο εν λόγω σημείωμα για ανάλυση. Στα παραθέματα πιο κάτω φαίνονται κι άλλες κωδικές ονομασίες της εποχής για τα λεφτά και τη δωροδοκία. Πρόκειται για ένα από τα πιο σλανγκιάρικα (οΘντκ) διηγήματα του Παπαδιαμάντη.

  1. Οι πλείστοι, είτε διότι είχαν επισκεφθεί ήδη και το άλλο πρακτορείον, είτε διότι δεν τους επέτρεπεν η συνείδησίς των να λάβωσι και από τα δύο μέρη “κουκουλόσπορο”. Ο “βαμβακόσπορος”, τον οποίον έδιδαν τα δύο κόμματα εις τους ψηφοφόρους, ανεβοκατέβαινεν από δύο φυσέκια έως τέσσαρα και πέντε ή από μίαν σιχνάτσα έως τρεις και τέσσαρας.
  2. «Οι άλλοι συνωμίλουν με σχήματα και μεταφοράς, όπως συνήθιζαν, με κολοβάς φράσεις, με ατελείς προτάσεις. Εν τη συνδιαλέξει των διεκρίνοντο ολίγαι τινές οιονεί συνθηματικαί λέξεις υπό εκφραστικών χειρονομιών συνοδευόμεναι, πάντοτε ποικίλλουσαι και πάντοτε αυταί·

- Ψιλούρα, ε, Γιαννιό;
Βαμβακόσπορος, αν αγαπάτε…
– Χωρίς πεκούνια δεν κάνουμε τίποτε.
– Ας φέξει!
– Χρειάζεται και λιγάκι βοτάνι.
- Τραβούμε, τραβούμε σφλόμο, μα λιανά τίποτα.
– Τι λες και συ, Άγγουρε;… που να ρημάξει το κεφάλι σου!
– Χωρίς ρηγάλα δεν κάνουμε τίποτα.
– Θέλουμε και προικιά.
– Το τράχωμα, που λένε.
– Ημείς καλαμαράδες δεν είμαστε, να παίρνουμε λουφέ… Κανένα μεγάλο συφέρο δεν έχουμε. Ας βγάλουν τις μαύρες…
– Μη μπας και θα με διορίσει εμένα σε θέση ο Καψιμαΐδης, πώς τον λένε, κι ο Αλικιάδης τους;
– Ή ο Αβαρίδης κι ο Γεροντιάδης;

Επίσης, για να έρθουμε και στην εποχή μας, αποτελεί γείωση, όταν ο άλλος αρνείται κάτι λέγοντας "μπα", οπότε του τη λέμε οργισμένοι, ή όταν ένα παιδί ζητάει επιμόνως "μπαμπά, μπαμπά" και μας εκνευρίζει. Και τα δύο είναι μπαμπαδισμοί, το δεύτερο και με την απολύτως στενή έννοια. Επίσης: μπαμπάκια, μπαμπακόπιτα.

  1. Μπα… μπα… μπαμπακόσπορος. Έτσι είσαι; Κι εγώ θα κάνω κάτι που αποκλείεται να έχεις βαρεθεί, αποκλείεται να τό 'χεις συνηθίσει ή μπουχτίσει. (Εδώ).
  2. mpampa pou ine o mpampas, thelo ton mpampa' pou mpampakosporos na soyrthi sto kefali eeeee (Parent's café).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που δεν ακολουθεί τους κανόνες γενικώς. Γλωσσικά, ο,τι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, τουλάχιστον με ομοβροντία, ομοψυχία, ομοφωνία και όλα αυτά τα σχετιζόμενά τους, έστω κι αν το γλωσσικό κριτήριο μιας ομάδας ομιλητών δεν παραβιάζεται και έτσι αποδέχεται τον νεωτερισμό - νεολογισμό κι έτσι γι' αυτούς δε θεωρείται φάουλ. "Γιου φαουλ"? Μπορεί όμως να υπάρξει σύγκρουση μεταξύ των αποδεκτών και των πιο συντηρητικών σε ο,τι καινούργιο. Ή, μπορεί να είναι κάτι τόσο ξένο από την εμπειρία κάποιου που όσο ανοιχτόμυαλος και να'ναι δεν μπορεί να το αποδεχτεί ακόμα. Κάποια πράγματα άλλωστε πρώτα πρέπει να χωνεύονται. Αν και το φάουλ είναι όρος που εξοικειωθήκαμε τα ελληνόπαιδα μέσα από τα γήπεδα των αγώνων ποδοσφαίρου και την αγγλική τους ορολογία, αφού η μαμά του σύγχρονου αθλήματος θεωρείται η Αγγλία, η λέξη φάουλ είναι γερμανογενής από την εποχή που τα αγγλικά ήταν γερμανική σαξονική διάλεκτος (εξ ου και το χαρμάνι των αγγλοσαξόνων ύστερα) και είναι από την προίκα της ινδοευρωπαϊκής πρωτογλώσσας και ομόρριζη του "σφάλλω" (λατ."fallo", το σύμπλεγμα "sf" στις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες του ευρωπαϊκού χώρου απλοποιείται, με εξαίρεση την ελληνική). Επίσης, παράγωγο ρήμα είναι το "fool" στα αγγλικά, δηλαδή το ξεγελώ και αναλόγως τη σύνταξη, το κοροϊδεύω, πιάνω κάποιον κορόιδο.


- Άρχισες πάλι ρε μαλάκα τα κουλά σου και θα κάψουμε καμιά φλάντζα, να 'ουμ'.
- Μην είσαι γκέι, ρε, αφού σου είπα, μ' αυτά τα λάδια δεν έχει φόβο.
- Κι εμένα πάλι μου φαίνεται πως αυτό που κάνεις είναι φάουλ και θα σε χέσουν πάλι σε καμιά εθνική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά της "Ελληνοφρένειας" που μπαίνει σφήνα στην κανονική ροή των βιντεακίων. Σοκάρει, σε πιάνει εξ απήνης και δεν είναι πάντα εμφανής ο λόγος που ο τιμητής - κανονιστής σατυρικός θεματοφύλακας του άστεως και της κοινωνίας το αναγράφει. Συνήθως αφορά σε οπτικό χιούμορ, καθώς συνήθως ακούγεται κατά τη διάρκεια αυτών των σφηνών μια απόκοσμη μουσική ερεβωδών ηχητικών εφέ - σα να σκρατσάρεις σε ναϊλούρα και αυτά να παίζουν χωρίς τον ήχο τους σε σλόου μόουσσιον. Κίνηση, περίσταση για γέλια (συνήθως σε πάνελ καλεσμένος ή μη), έκφραση εκτός περίστασης, ρεπορτάζ και καλά του δρόμου είναι που φριζάρουν στο γκροτέσκο σκηνικό της σουρεαλιστικής μας ζομπινίστικης παραζάλης.

Βλέπε εικόνα.

λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.Όταν η έκβαση ενός γεγονότος δεν πηγαίνει κατά πως θέλουμε και ο πράττοντας που ανέλαβε ως πληρεξούσιος ή έμπιστος να την διεκπεραιώσει δεν έφερε το αναμενόμενο κατόπιν σχεδίασης αποτέλεσμα. Ναι μεν, τα έκανε θάλασσα, αλλά από την άλλη να μην κρατάμε και κακία ο ένας στον άλλο, ούτε παρεξήγηση να γίνεται.


- Τί είναι τούτο 'δω, ρε μαλάκα; Τί σού'πα να μου φέρεις και τί μου έφερες;! Ρε ηλίθιε, τελευταία στιγμή, εδώ ο κώλος μας καίγεται κι εσύ μας κάνεις παιχνιδάκια; Σ' έπιασε η μαλακία σου πάλι; Έχω αύριο να παραδώσω εργασία, για τον ηλίθιο νταλκά σου και την πουτάνα την πρώην γκόμενά σου την ανέβαλλα και την προχειροέγραφα, για να σου ανεβάσω το ηθικό, ένα μήνα τώρα ρε, τελευταία στιγμή που μπορώ κι εγώ να κάτσω σαν άνθρωπος να τη φτιάξω... Σε εμπιστεύτηκα ρε κι εσύ τον παίζεις; Είσαι σοβαρός; Καταλαβαίνεις τί έκανες;
- Εγώ... Εγώωωω....
- Άντε χέσε μας μωρέ! Μ' άλλα λόγια: "ν' αγαπιώμαστε" είσαι! Θα με κρεμάσει αύριο ο καθηγητής, πόσο να με καλύψει πια που τόσο καιρό του το κάνω γαργάρα; Εγώ στα δύσκολα, εκεί: για όλους!Και για μένανε κανείς... Αχ!...

2.Όταν ένα άτομο μας φερθεί με εντελώς ασυνήθιστο και σκληρό τρόπο, ή ακόμα όταν το έχει αυτό συνήθειο, παρόλα αυτά έχει την απαίτηση να μην παρεξηγούνται οι βαθύτερες αγαθές προθέσεις του, που δεν ξέρει όμως να τις εξωτερικεύει με αντίστοιχες πράξεις, με αποτέλεσμα να σε κάνει (με τρόπο που να το απαιτεί) να πρέπει να μυρίσεις τα νύχια σου κάθε φορά για να τις καταλάβεις. Αυτό είναι πάγια τακτική μεταξύ συναισθηματικών εκβιαστών στο αιώνιο παιχνιδάκι του ποντικού και της φάκας, που πάντα το ποντίκι είναι ο παθολογικός ευχαριστίας (pathological pleaser vs pathological teaser in a bad way).


- Το'χεις σκεφτεί ότι κάποιοι άνθρωποι μπορεί να αγαπούν αλλά δεν έχουν τον τρόπο να το δείξουν;
- Όχι. Γιατί αν αγαπούσαν πραγματικά, οι εγωισμοί μπαίνουν στην μπάντα. Το μόνο που θες είναι να βρεις μια λύση, μια διέξοδο αυτού του συναισθήματος και δε λυπάσαι τα λάθη μέχρι να τον βρεις αυτόν τον τρόπο, ούτε τα φοβάσαι. Ο στόχος σου είναι αυτός. Άρα, όποιος δεν το κάνει, κατά βάθος δεν τον ενδιαφέρει, άσχετα με το τί θα ήθελε η μελό - ρομαντική ψυχούλα σου προσωπικά. Το ηθικό σου δεν μπορεί να γίνεται βορά κανενός. Αλλιώς καλά τηνε παθαίνεις.
- Ωραία. Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Τί να τους κάνουμε; Να τους σκοτώσουμε; - Να μην τους δίνουμε σημασία. Αλλιώς παίρνουν το μήνυμα ότι πάντα ο μαλάκας θα είναι εκεί, θα ανέχεται, θα υποφέρει κι αυτοί.δε θα ζορίζονται να βάζουν μυαλό. Απλώς τους εγκαταλείπεις. Στο περιθώριο, τον πρώτο καιρό από εγωισμό θα παριστάνουν ότι δεν τους είναι επώδυνο που τους εγκατέλειψαν όλοι, αλλά μετά όταν η μοναξιά αρχίσει να τους τσακίζει θα πονέσουνε, αλλά θα γίνουν άνθρωποι. Αλλιώς μ'άλλα λόγια:"ν'αγαπιώμαστε", άμα είναι να τους ανέχεσαι, γιατί έτσι δεν τους αφήνεις να μεγαλώσουν, να ωριμάσουν να κάνουν τον φυσικό κύκλο όλων των όντων σ'αυτή τη γη, να μάθουν.

Σχόλιο: Προτιμώ το λήμμα με αυτήν τη γραφή και όχι χωρίς τα σημεία στίξης, διότι έτσι αναδεικνύεται η έκφραση "ν' αγαπιώμαστε" ως παρατιθέμενη που είναι ο στόχος της έκφρασης ενώ το "μ'άλλα λόγια" είναι η επεξηγηματική εισαγωγή, ανεξαρτήτως δυνατότητας εύρεσής της στη μηχανή, ή αιτήματος για ισοπεδωμένη γραφή λόγω νιλοποίησης (=εκμηδενισμού των αρχικών συστατικών που την αποτελούν που την οδήγησαν στην τυποποίηση: αυτή η συγκεκριμένη, ακόμη αναλύεται).
Προτίμησα τη γραφή με ωμέγα στο "αγαπιώμαστε" αναγνωρίζοντας την προέλευση από το "αγαπώμεθα" κι όχι το "αγαπιέμαι" που ετεροιώνεται σε "αγαπιόμαστε".(εναλλαγή -ιε, -ιο κατά την κλίση στην οριστική του ενεστώτα της μεσοπαθητικής της ν.ε.)
Τέλος η έκφραση εμφανίζεται και στο γούγλη συνηθέστερα ως "άλλα λόγια ν'αγαπιόμαστε", αλλά κττμγ, αλλοιώνεται το νόημά της που είναι να πούμε άλλα λόγια να πούμε και ξανά ν'αγαπηθούμε έτσι, αντί να ληφθεί εκ των προτέρων ότι αγαπιώμαστε, αλλά κάποια περιστατικά που επιδιώκουν να κλονίσουν αυτή τη σχέση, πρέπει να λαμβάνεται a priori ότι αυτό ισχύει, ώστε να μην υπάρχει κάκ(ι)ωση μετά.
Το "και μαζί να δουλευόμαστε" είναι για να συνεχισθεί το παιχνίδι ποντικιού - τυριού - φάκας στο διηνεκές, γιατί χωρίς αλάτι ή ζωή με φαύλες καταστάσεις για τους ενοχικούς μαζόχες, δεν τρώγεται.

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση άφεσης αμαρτιών προς όλους τους υπερβόλες. Φτιάχνομαι και μόνο που λέω κάτι, μη με ζορίζεις να σου αποδείξω γιατί δεν υπάρχει απόδειξη. Θέλω να πουλήσω λίγο μούρη ακόμα και άτεχνα, έστω κι αν ξέρω ότι δεν πείθω κανένα. Μη με παίρνεις στα σοβαρά προκαταβολικά, έτσι για την πλάκα, για το κλίμα και την ωραία ατμόσφαιρα το κάνω, έχοντας συναίσθηση της γελοιότητας μου και νιώθοντας το χάλι μου - αλλά η ροπή στη μαλακία είναι ακατανίκητη και πάνω των δυνάμεών μου - και προπαντώς μη μου κρατάς κακία που δεν είμαι σοβαρός, φίλε ακροατή, συνομιλητή, αναγνώστη τούτων των αράδων. Ο πληθυντικός "παίρνω κι άλλους στο λαιμό μου" δείχνει ότι αφού το κάνουν κι άλλοι και τη σκαπουλάρουν, δε τους γυρεύει κανείς τα ρέστα για τα φούμαρα, γιατί όχι κι εγώ; Επιείκεια στον (παθολογικό) ψεύτη που τον πρώτο χρόνο χαίρεται, τον δεύτερο μαραίνεται - ή παντρεύεται, το ίδιο κάνει. Το ζητούμενο είναι: "Μη μου χαλάτε την ονειροπόληση, που κάνω τα πικρά - γλυκά κι ας μην τα διορθώνω στ'αλήθεια. Αφήστε με να ζω εκτός πραγματικότητας, στον κόσμο μου και που και μου με θράσος ότι ίσως και να περάσει κάτι από την τρέλα που πουλάω στους άλλους, όντας ακίνδυνα επικίνδυνος". Γεια χαρά νταν και τα κουκιά μπαγλάν.


1.- Μια φορά εκίνησα να πάω στα Χανιά από το Καστέλι και μέχρι να φτάξω, ήπια εκατό μια τσικουδιές. Όπου εστέκουμουνα, μ'εκέρνουναν.
- Είντα λέεις μωρέ Γιώργη, αρχίνιξες πάλι τσι κουζουλάδες σου; Να τσι μετρήσεις να ζαλιστείς θέλει, όι να τσι πιεις... Αφού δε κατέχω είντά σε; "Να μην κάνομε, να μη λέμε κι ολας;"...
2.- Κι ήτανε η μικρή ένα ξερολούκουμο... Αλλά άσ'τα αυτά, περάσανε. Δεν είμαστε πια για τέτοια. Πάει η μπογιά μας.
- Ναι μωρέ καημένε χαχαμίχο... Εμείς τώρα πια, απογαμέψαμε. Αλλά να μην κάνουμε, να μη λέμε κι όλας; Ο,τι μπορούμε...
- Σαν τους πιτσιρικάδες καταντήσαμε που την έχουνε αλλά δεν ξέρουν τί να την κάνουν και τηνε καταντούνε λάστιχο. Α,ρε φτωχά νιάτα κι έρημα γεράματα...Δεν πείθουμε πια κανέναν με τις γκομενοδουλιές μας τάχα μου...
- Έλα να πούμε το τραγουδάκι:
"Γεράματα βρε φίλε μου,
καθόμουν σε μιαν άκρη.
Κοίταζα τον πούτσο μου
και μού'φυγ' ένα δάκρυ...
Πούτσα μου πώς κατάντησες
εσύ σ'αυτό το χάλι...
Όταν έβλεπες μουνί
γινόσουνα ατσάλι!"
Από εδώ
3.-Είδες τη Γιωργίτσα; Βλαμμένο, βλαμμένο τη λέγανε όλοι στη γειτονιά αλλά μπήκε πρώτη πρώτη στο πανεπιστήμιο και στη σχολή που ήθελε...
- Σιγά, κι εμένα ο Νικολάκης μου άμα ήθελε δε θά'μπαινε... Διάβαζε, διάβαζε αλλά τί να γίνει, δεν τα κατάφερε... Να τελειώσει τουλάχιστο καμιά τέχνη και θα τη βρει την άκρη...
- Ποιος διάβαζε μωρή; Το χαζογκομενί σου όλη μέρα καιγόταν με το προ και πήγαινε σχολείο μόνο να χαβαλεδιάσει! Σε τα μας τώρα; Είσαι συ πτυχιούχα και το πελαγώνεις το μόμολο σου κι επαναπαύεται... Έλα τώρα... Μη γίνεσαι "να μην κάνουμε, να μη λέμε κι όλας"... Μην τον δικαιολογείς... Πας και μπλέκεις με τα νιάνιαρα κι εσύ... Αφού είναι αλλού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαμάω τους περίεργους

"Πληρωμένη" απάντηση στην ερώτηση "τι κάνεις;" ή "τι δουλειά κάνεις;"
Λέγεται συνήθως:
1. Όταν ο άλλος έχει καταντήσει τσιμπούρι με τις ενοχλητικές και αδιάκριτες ερωτήσεις του και θέλουμε να τον ξεφορτωθούμε με όχι και πολύ... ευγενικό τρόπο.
2. Χάριν αστεϊσμού μεταξύ κολλητών.

- Και δε μου λες, εσύ από πού τα ξέρεις όλ' αυτά και ανακατεύεσαι; Τι δουλειά κάνεις;
- Γαμάω τους περίεργους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ποτέ στα ποδανά. Συνήθως χρησιμοποιείται ως με τίποτα, με καμία Παναγία!

- Ψήνεις κανά ποτάκι το βράδυ;
- Τέπο ρε μαλάκα, είμαι πτώμα.

Got a better definition? Add it!

Published

Αναφέρεται σε άτομα που περιαυτολογούν, κομπάζουν.

- Τι ταινιάρα σας έφερα να δείτε ρε!

- Καλά ρε, ξεπάτα..

Got a better definition? Add it!

Published

Αναφέρεται όταν κάποιο άτομο απειλεί, χωρίς όμως να έχει την απαιτούμενη ισχύ.

- Θα σας πάρει και θα σας σηκώσει όλους εδώ μέσα!

- Καλά Τάκη, σκεπάσου..

Got a better definition? Add it!

Published