Η εύπιστη κοπέλα.

  1. – Καλά, η Κατερίνα το πίστεψε όταν της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της και τώρα μου έχει γίνει τσιμπούρι!
    – Εγώ σου το 'χα πει ότι είναι αγαθομούνα...

  2. Η καημένη μωρέ, είναι τόσο αγαθομούνα που πίστεψε ότι ο Χρήστος την έχει ερωτευθεί…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, το πολύ μεγάλο πέος.

Είχε χτες στο συνδρομητικό μια πορνοταινία με έναν μαύρο που είχε ένα αγγούρι 3 μέτρα!

(από allivegp, 11/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που προσγειώνει σκληρά στην πραγματικότητα κάποιον που δεν διαθέτει την απαραίτητη εγρήγορση (π.χ. κοιμήσης, αργόστροφος κλπ) ή επιδεξιότητα (π.χ. ατσούμπαλος, άγαρμπος κλπ) ή ρώμη (κακαντράκι, φιλάσθενος κλπ) ή εμφάνιση (χλωμός, κουρασμένος κλπ), προκειμένου ν’ ανταποκριθεί επαρκώς στις απαιτήσεις μιας ομάδας ή παρέας.

Οι περισσότεροι αθρώποι, αγωνιούντες μην χαρακτηρισθούν αποσυνάγωγοι (ξέροντας τί τους περιμένει), μοχθούν ν’ αποδείξουν στην κοινότητα ότι διαθέτουν τουλάχιστον μιαν από τις παραπάνω αρετές επιβίωσης (είτε κραυγάζοντας την ειδίκευσή τους – είτε υποτιμώντας των άλλων). Μερικοί τις καλλιεργούν κιόλας.

Η έκφραση απηχεί την αντίληψη ότι η μαλακία αδυνατίζει και το σώμα και το πνεύμα (το ίδιο κάνει, αλλ’ όχι αντίστροφα).

Η Φύση (και η κοινωνία) ξερνάει τον αδύναμο. Η συμπόνια δεν πασπαλίζει πάντα το ψωμί της ανάγκης.

Πάντως, ο αρχιδεσμοφύλακας ενός ξερονησιού στην Γαλλική Γκυιάνα, πιστός στον Κανονισμό που επιτάσσει ένα minimum ενδιαφέροντος από καθήκον, σύστησε στον Papillon (F.J. Schaffner 1973), να μαλακίζεται όσο το δυνατόν λιγότερο, για να μη ρέψει εντελώς, (δεδομένων των -ούτως ή άλλως- απάνθρωπων συνθηκών) κατά την διάρκεια της διετούς (!) απομόνωσής του, παραβλέποντας ωστόσο, τα καταπραϋντικά ψυχικά ευεργετήματα των κατά μόνας ηδονών...

Βλ. εδώ για την κοινωνικά απαιτούμενη ετοιμότητα και εδώ για τις συνέπειες της έλλειψής της.

  1. - Πάμε το βράδυ στης Νανάς;
    - Πήγαμε!
    - Πάρε και τον Μπάμπη μήπως θέλει να ’ρθει!
    (ο αφηρημένος):
    - Ρε για δεν πάμε καμιά μπουρδελάδα καλύτερα;
    - Από μαλακία έρχεσαι; Τί λέμε τόσην ώρα; Συγκεντρώσου!

  2. - Μην το πειράζεις αυτό, μου το ’φερε ο πατέρας μου απ’ την Αίγυπτο!
    - Κράκ!
    - Ωχ! Σόρρυ μου ’πεσε...
    - Ρε κουλαρία, από μαλακία έρχεσαι; Δεν ακούς που σου μιλάνε;

  3. - Δώσε χέρι ρε ν’ ανέβω στη βάρκα! Δεν μπορώ να κρατηθώ, γλιστράω!
    - Βόηθα τονε ρε μια, να βάλω μπρος!
    - Ωωωωχ! Δε γίνεται ρε, ασήκωτος είναι ο πούστης...
    - Από μαλακία έρχεσαι ρε παράλυτο; Άντε απ’ την άλλη μη μπατάρουμε, θα τονε τραβήξω εγώ...

  4. - Πώς είσαι έτσι ρε, τί μάτια είν’ αυτά; Από μαλακία έρχεσαι;
    - Άσε ρε, ξενύχτησα χτες, έγινα λιώμα και στα ξίδια, γάμησέ τα...
    - Εμένα μου λες; Κόφ’ την πρωϊνή ρεεεεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παταγώδης ανταπόκριση του θηλυκού πληθυσμού για έναν άντρα, προφ για έναν γκραν γαμάω τύπο που σκάει μύτη σε έναν χώρο, ή στην πιάτσα γενικώς. Αλλά και για έναν κοινό θνητό, έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας, που όμως δείχνει στις γκόμενες πως είναι ο άντρακλας α λα Humphrey Bogart, με λίγα λόγια και αντρίκια και βλέμμα που κάνει τα λιοντάρια γατούλες.

Ανάλυση της έκφρασης: Όπως σλανγκικώς έχει καταδειχτεί από το φαινόμενο του γραμματοσήμου και άλλα ηχηρά παρόμοια, το γυναικολογικό επακόλουθο ενός τέτοιου εξ αποστάσεως σεξουαλικού ερεθίσματος είναι το νιμού να σαγηνευτεί και να ετοιμαστεί όλο προσμονή για δράση υγραίνοντας τα σκέλια του, αρκεί να να μην το παρακάνει και τελειώσει εντυπωσιακά ον δε σποτ. Υπερβολικό; Άβυσσος το μουνί της γυναίκας!

Υ.Γ. Να μην συγχέεται με το κατούρημα!

  1. - 'Ασε κολλητέ, η δικιά μου άρχισε να μου κάνει νερά...
    - Ξύνεται το μουνάκι της να σου τα φορέσει;
    - Εκεί πάει το πράγμα. Μου 'χει φάει τ' αυτιά γι' αυτόν τον ζεν πρεμιέ τον Γιάννη από το γραφείο. Και τι συμπαθητικός τύπος είναι, και να βγούμε μια φορά με τα παιδιά από τη δουλειά σου και τέτοιες πίπες. Σε τα μας τώρα το Δεσποινάκι;
    - Πάντως φίλε να την προσέχεις τη φάση, γιατί γι' αυτόν τον τυπά βρέχονται βρακάκια όπου περνάει, έχει μεγάλο σουξέ.

  2. - Καλά ρε μαλάκα, πώς ντύθηκες έτσι; Για ένα καφέ θα πάμε, όχι στα μπουζούκια.
    - Καλός είμαι;
    - Ζαγοραίος! Θα βραχούνε βρακάκια για την πάρτη σου!

  3. - Και που λες, γίνεται του μουνιού το ξέσκισμα, αυτός ο λεχρίτης απειλεί γενικώς για απολύσεις και μαλακίες, εμείς έχουμε μείνει παγωτό, δυο-τρεις γκόμενες κλαίνε...
    - Και μετά;
    - Μετά εμφανίζεται από το πουθενά ένα παλικάρι από άλλο τμήμα, ψύχραιμος κι ωραίος, και του λέει «άνθρωπέ μου, ηρέμησε, άσε τις απειλές γιατί είμαι μάρτυρας και θα σου φέρω εδώ επιθεωρήσεις, δικηγόρους και κανάλια να πάρεις και για το σπίτι». Είχε μια φωνή, ψάρωσαν όλοι. Έκανε τουμπεκί ο ρουμάνος, έβαλε την ουρά κάτω από τα σκέλια κι έφυγε. Οι κοπέλες λιώσανε, βρέξανε βρακάκια, αφού μετά πήγανε να τον βρουν και τον αγκάλιαζαν...

(από patsis, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρή έκφραση της καλιαρντής, που έχει περάσει και στην κλασική αργκό (αφού είναι συγκοινωνούντα δοχεία), για την άσχημη ή φτωχιά ή γριά (ή και τα τρία) χαρμανιασμένη αδερφή, που δεν κατορθώνει να ψήσει για κλαρίνο, ούτε αυτούς που γλίτωσαν απο το Νταχάου.

(Στο πάρκο):

– Φίλε, με συγχωρείς τι ώρα έχεις;
– Δυο και δέκα.
– Κάπου σ' έχω ξαναδεί. Πώς σε λένε;
– Κωστή.
– Από 'δω είσαι;
– Όχι, απ' το Βόλο.
– Ωραίος ο Βόλος, έχω πάει τρείς φορές. Να έρθω να κάτσω εκεί, να τα πούμε;
– Και δεν έρχεσαι; Στην πλάτη μου θα σε πάρω;
– Ωραίααα. Στην Αθήνα πού μένεις;
– Σ' ένα ξάδερφό μου.
– Φοιτητής είσαι;
– Ναι.
– Έχεις φιλενάδα;
– Όχι.
– Θές να κάνω τίποτα εγώ;
– Ά εκεί το πας; – Μόνο του πάει...
– Βρε ίσα μωρή καημόπουτσα, που πα' να με διπλαρώσεις! Εμένα βρήκες; Φύγε τώρα με το κεφάλι γερό, γιατί θα το πάρεις στα χέρια! Τ' άκουσες;
– Καλά-καλά, φεύγω! Άει στο διάολο τσογλάνι, που 'χασα την ώρα μου μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντρικό γενετικό μόριο. Συνήθως λέγεται για να δείξει υπερβολή ώς προς το μέγεθος.

- Πάω τη μαλαπέρδα μου στη γυναίκα σου να απλώσει τις κουβέρτες, ρε καραγκιόζη...

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίγο παρωχημένη λέξη για την πολύ ωραία γυναίκα.

- Φοβερή μουνάρα η Γεωργία!
- Ναι, καλό μουνί!

Shakira, Shakira! (από Vrastaman, 26/08/08):) (από mariahomorfi, 27/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεψωλιάρα γυναίκα με αποκρουστικά καυλωτική εμφάνιση, εκ των μουνί και σκυλί.

- Η Amy Winehouse έχει γαμώ τις φωνές.
- Κατά τα λοιπά είναι σαν την Βασιλειάδου νέα με τατουάζ - μουνόσκυλο του κερατά!

(από Khan, 22/02/15)(από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμμαζεύοντας, ανακεφαλαιώνοντας και προσθέτοντας για να μη μείνει έξω από τη συλλογή ένα λήμμα που ήδη χρησιμοποιείται κάργα στο σάη:

Προέρχεται από τον Πάξαμο, πολυγραφότατο συγγραφέα αρτοποιό και μάγειρα που ζούσε στη Ρώμη τον 1ο μΧ αιώνα.

  1. Πρόκειται για τον δίπυρο (διπλά ψημένο / φουρνισμένο) κομμάτι ψωμιού (εξού και το λατινικό bis coto, απ’ όπου το ιταλικό biscotti και το αγγλικό biscuit και το δικό μας μπισκότο), ώστε να αφυδατωθεί και να γίνει σκληρό, για να διατηρείται περισσότερο.

Αποτελεί βασικό συστατικό του περίφημου Κρητικού ντάκου.

Υπάρχουν και:
α. το παξιμάδιασμα που σημαίνει εκτός από το ψήσιμο του ψωμιού ώστε να γίνει παξιμάδι / το φρυγάνισμα,

β. το αντίστοιχο παξιμαδιάζω που, όταν μιλάμε για άτομα, σημαίνει αδυνατίζω υπερβολικά σε σημείο ασχήμιας και

γ. η παξιμάδα (που ‘ναι –άσχετο- και νησί κοντά στη Σητεία) για το ακόμη πιο χοντρό και μεγάλο παξιμάδι (να μη συγχέεται με το 5).

  1. Η πασίγνωστη (και επικαιρότατη) έκφραση «κάνει το σκατό του παξιμάδι», όπως και η παρόμοια «ξεραίνει το σκατό του», σημαίνουν πως (όπως αφήνουμε το ψωμί να γίνει παξιμάδι για να ‘χουμε κάτι να τρώμε στο μέλλον):

α. επειδή υπάρχει μεγάλη ανευρεία στερούμαστε (αναγκαστικά και χωρίς να το θέλουμε) και τα βασικότερα των αγαθών,

β. κάνουμε υπερβολική οικονομία (στερούμενοι ηθελημένα κάτι που άλλοι –ίσως όχι άδικα- να θεωρούν βασικό), με σκοπό να αποκτήσουμε στο μέλλον κάτι που κοστίζει ακριβά.

  1. Η έκφραση «θέλει βρεγμένο το παξιμάδι» σημαίνει πως ο εν λόγω είναι τόσο τεμπέλης που δε στέργει να ταλαιπωρηθεί ούτε στο ελάχιστο, ακόμη και για να απολαύσει κάτι. Βρεγμένο παξιμάδι τρώνε οι γέροι που ‘ναι φαφούτηδες. Αναφορά και εδώ.

  2. Η ψωλή. Προφανώς από το ξερή (ξερό ψωμί είναι το παξιμάδι). Απ’ εδώ η έκφραση «βουτά το παξιμάδι του στον καφέ / το μέλι» κι άλλα, ανάλογα με την περίπτωση.

  3. Παξιμάδα, παξιμάδω και παξιμαδοκλέφτρα σημαίνει κοκότα, πουτάνα. Αναφορά και εδώ.
    Σύμφωνα με το Ρεμπέτικο φόρουμ, προέρχεται απ’ τις καλντεριμιτζούδες που διπλαρώνανε στους καφενέδες της Ομόνοιας και πέριξ, τους θαμώνες προς άγρα πελάτη ή έστω της αρπαγής του μικρού παξιμαδιού που ήταν στο πιατάκι του καφέ και σερβιριζόταν μαζί.

  4. Το μεταλλικό κινητό περικόχλιο (μικρός τετράγωνος ή εξάγωνος δίσκος) με τρύπα, που έχει εσωτερικό σπείρωμα (βόλτα), για να βιδώνεται μέσα σε αυτό ο κοχλίας (βίδα), οπότε συνδέονται διάφορα αντικείμενα ή εξαρτήματα μηχανισμού μεταξύ τους.

  5. Υπάρχει και η έκφραση «Το στρίβεις το παξιμάδι;»

Τέλος: ποξαμάτι στα Κυπριακά.

  1. Κόντρα παξιμάδι.
    α. «Βιδώνω κόντρα παξιμάδι» στην κυριολεξία. είναι όταν βιδώνοντας κάτι, με το γαλλικό κλειδί, κρατάω και το παξιμάδι κόντρα.

β. Επίσης κυριολεκτικά, το δεύτερο παξιμάδι που κρατώντας κόντρα ενισχύει το πρώτο ακριβώς όπως περιγράφεται εδώ.

γ. Συμπληρώνοντας την εδώ δεύτερη έννοια, σημαίνει το χοντρό δούλεμα. ειδικά όταν συνοδεύει το γνωστό ψιλό γαζί.

δ. Δημοφιλής ξινίζουσα σεξουαλική στάση (αναφορά και εδώ).

  1. Η έκφραση «έχω μείνει παξιμάδι» είναι συνώνυμη των «έχω μείνει μαλάκας / κόκκαλο / κάγκελο / παγωτό / έκπληκτος / άναυδος / στήλη άλατος / με το στόμα ανοιχτό» / καγκελώνω.

  2. Ο στεγνός / αυτός που έχει μείνει ρέστος / ταπί / πανί με πανί / δίχως μία. Ακούγεται όλο και συχνότερα παρέα με το «μένω» (χωρίς να μπερδεύεται με το 9.) αλλά και το «είμαι» τόσο για πρόσωπα όσο και για εταιρείες.

1.β. Ποιος θα γυρίσει να σε κοιτάξει βρε μίζερη, έτσι που παξιμάδιασες; Βάλε και λίγο λάδι στη σαλάτα κι έγινες σαν τον άγι’ Ονούφριο.

2.α. Ξεσκιζόμαστε κι οι δυο σε δυο δουλειές πρωί - βράδυ, έχουμε κάνει το σκατό μας παξιμάδι, ο μήνας βγαίνει με δανεικά κι έχουμε και το χοντρομαλάκα να λέει πως μαζί τα φάγαμε. Τότε γιατί πεινάμε χώρια ρε;

2.β. Για να κάνουν το σπίτι αυτό που βλέπεις, έκαναν το σκατό τους παξιμάδι πάνω από μια δεκαετία.

3. Ποιος βρε, ο Χρήστος; Αυτός θέλει βρεγμένο το παξιμάδι του, σιγά μη κουνηθεί για το λιοχώραφο. Τσιμέντο να γίνουν όλα, μου πέταξε ο ντεμέκ οικολόγος όταν του το ‘φερα απ’ έξω–απ’ έξω.»

4. «…όσο για τους χαμηλόβαθμους ..ε!! όσο μπορούν και τους παίρνει, βουτούν το παξιμάδι τους στον καφέ της χήρας…»

5.****Ήσουνα τι ήσουνα. Το πασίγνωστο παλιό μουρμούρικο. (Οι παραλλαγές είναι ατελείωτες, αντιγράφω τον Ηλία Πετρόπουλο)

Ρε, ήσουνα ξυπόλυτη και γύριζες στους δρόμους
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις ιπποκόμους

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες 'κοσάρια τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις κατοστάρια

Βρε, ήσουνα αδέκαρη και μάζευες ραδίκια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σκουλαρίκια

Βρε, με χίλια χρόνια φυλακή τιμώρησα το Χάρο
Να είσαι πάντα ελεύθερη μαζί σου να γουστάρω

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και τάιζες κοκόρους
τώρα που σε πήρα εγώ ζητάς αεροπόρους

Τα ζάρια μου τα κούνησα και ήρθαν έξι-πέντε Μπάνιζε μπάτσους στη γωνιά τους πάει πέντε-πέντε

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες χορτάρια τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις κατοστάρια

Βρε, ήσουνα δεν ήσουνα μια τσουβαλοπλέχτρα τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα

Βρε, ήσουνα δεν ήσουνα μια παξιμαδοκλεύτρα τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και μάζευες ραδίκια
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις βαντανίκια (κοσμήματα).

Βρε, ήσουνα ξυπόλυτη και πάταγες στις λάσπες
Τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις άσπρες κάλτσες.

Βρε, ήσουνα στη μάνα σου και πότιζες τη γλάστρα
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις (τακτιριτακτα)

8γi) «…Μας δουλεύεις ψιλό γαζί και κόντρα παξιμάδι, μεσιέ; Προϊόντα κατασκευάζει και η κουτσή Μαρίκα... Με τί, όμως, αν δεν έχει πρώτες ύλες;»

8γii) «…Υπόβαθρο είναι οι ευσεβείς πόθοι τού λαού και γνώμονας το συμφέρον αυτού και αυτών που σχεδιάζουν τα πολιτικά συστήματα. Βεβαίως ο λαός έχει πειστεί πως είναι «σοφός» και δεν δέχεται πως τον δουλεύουν ψιλό γαζί και κόντρα παξιμάδι..»

8.δ.i. «…Εμένα πάντα με υποψιάζουν δημόσια πρόσωπα που το παίζουν έντονα κάτι. Αν αυτό είναι πατριωτισμός, σημαίνει ότι την Ελλάδα την έχουν γραμμένη εκεί που την είχαν γράψει και οι άλλοι ”υπερπατριώτες” οι χουνταίοι. Αν το παίζουν αντριλίκι, το γκρόβερ σε κόντρα παξιμάδι είναι δεδομένο. …»

8.δ.ii. «…Αυτά τα rap γκομενίδια μου αρέσουν ΦΟ-ΒΕ-ΡΑ γιατί είναι ρυθμικά, γενικώς και δεν κάνουν τα έξυπνα όπως τα ανάλογα ροκ γκομενίδια που και δεν μεγαλώνουν ποτέ και κάνουν ότι τα ξέρουν κι όταν τους λες “Μωρό, είσαι για ένα βιδωτό κατσαβιδάτο ή τουλάχιστον για κόντρα παξιμάδι και τα ξαναλέμε αργότερα για τον Ντύλαν, στο τσιγάρο”…»

8.δ.iii «….Το φιλί της ήταν βαθύ και με πολύ σάλιο και οι κινήσεις της έδειχναν πως είχε μάθει από καιρό το καμασούτρα, μιας και οι έμεινα έκπληκτος από τις παραλλαγές του all time classic «κόντρα παξιμάδι».

  1. Διάβασα σήμερα και είδα το βίντεο και απλά έμεινα παξιμάδι! Έμεινα παξιμάδι γιατί είδα με τι ψυχραιμία κάποιος συνάνθρωπος μας ήταν ικανός να κάνει τη θυσία του για τα πιστεύω του, χωρίς να προσπαθήσει να κάνει κακό σε κάποιο υπεύθυνο για τη κατάστασή του όπως το βλέπει! Δεν έχω λόγια να πω για αυτόν τον άνθρωπο, πραγματικά ανατρίχιασα βλέποντας τη ψυχραιμία του! Την απελπισία του και με ποιο τρόπο την έδειξε…
    (αναφέρεται στη βουτιά στο κενό απεγνωσμένου Ρουμάνου μέσα στο ρουμανικό κοινοβούλιο πέρσι)

  2. Ήταν που ήταν παξιμάδι του ‘ρθε και το τέλος επιτηδεύματος. (sic)

(όλα αγορασμένα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος.

Και τα δυο καθιερωμένα λεξικά της τρέχουσας καθομιλουμένης καταγράφουν και αυτήν την σημασία της λέξης, πλάι στις άλλες τις κομιλφό – ο πάτος της θάλασσας, οι πάτοι για την πλατυποδία κλπ. Για να την αποδώσουν, χρησιμοποιούν, βέβαια, όρους ουδέτερους ή ευφημιστικούς – π.χ. στον Τριανταφυλλίδη ο πάτος ορίζεται ως ο πρωκτός, ο πισινός και στον Μπαμπινιώτη ως ο πισινός, τα οπίσθια.

Όμως, οι ορισμοί αυτοί δεν πιάνουν τις λεπτές αποχρώσεις της λέξης, τις συνδηλώσεις που εμπεριέχει, ό,τι, δηλαδή, κάνει τον ιθαγενή χρήστη της ελληνικής γλώσσας να ξέρει – έτσι απλά, να ξέρει – πότε πρέπει να πει πάτος και πότε κώλος ή ό,τι άλλο.

Διότι, ασφαλώς, πάτος δεν είναι ο οποιοσδήποτε κώλος. Είναι, συγκεκριμένα:

α. Ο μεγάλος κώλος, που – κακά τα ψέμματα – τον έλληνα τον γκαυλώνει και, μάλιστα, μέχρι σημείου εξαγρίωσης. Απαντάται στις στοκ φράσεις θα σου σκίσω τον πάτο, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου ανοίξω τον πάτο που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την βιαιότητα των προθέσεων του απειλούντος και που, εν δυνάμει, κυριολεκτούν. Άξιον μνείας και το ξεπατώνω, που, γενικά, σημαίνει ξεριζώνω, χαλάω, ρημάζω.

Παρενθετικά, ενδιαφέρον έχει και ότι όπως τον πάτο έτσι και τα βάρδουλα – γνωστά από τις φράσεις θα σου σκίσω τα βάρδουλα και θα σου ξεσκίσω τα κωλοβάρδουλα – τα συναντάμε στην αργκό της υποδηματοποιίας ή τσαγκαρικής, με κοινό σημείο αναφοράς το πετσί, το δέρμα.

Υπερθετικό του πάτου είναι, ως γνωστόν, η πατάρα αλλά και το πιο νεόκοπο πατούρι. Θα έλεγα ότι ενώ η πατάρα (και το πατάρι) τονίζει τον ενθουσιασμό που προκαλεί το θέαμα, ή η ανάμνηση, ενός μεγάλου και γκαβλωτικού κώλου, το πατούρι, κρίνοντας από τις χρήσεις που συναντώ, είναι σαφώς πιο απαξιωτικό – κινείται στο ίδιο κλίμα που περιγράφουν τα λήμματα ξεκωλοπατόμουνο, ξεφτιλίζω τον κώλο και ξεψώλι.

β. Ο ταλαιπωρημένος κώλος. Η σημασία απαντάται κυρίως στην φράση μου έφυγε ο πάτος – ή, μου βγήκε ο πάτος δηλαδή, έχω εξαντληθεί, έχω χτυπήσει μπιέλα. Η χρήση αυτή συνήθως δεν έχει σεξουαλικά υπονοούμενα. Η εξάντληση δεν προέρχεται από γαμήσι αλλά από σκληρή δουλειά, περπάτημα κλπ. – είπαμε, ο έλλην το ζόρι το βιώνει στον κώλο του, δες και αυγό στον κώλο, σφίγγουν οι κώλοι, έγινε ο κώλος μου τάληρο, πήρε φωτιά ο κώλος μου, καίγεται ο κώλος μου και άλλα.

γ. Ο τυχερός κώλος. Εκ της λαϊκής δοξασίας ότι την καλή τύχη τελικά την εξηγεί η διεύρυνση της έδρας. Όπως ο πολύ τυχερός άνθρωπος είναι όχι μόνο κωλόφαρδος αλλά και, απλά, κώλος, έτσι και ο ακόμη πιο τυχερός, ο τυχερός μέχρις αγανακτήσεως, είναι πάτος, ή και πατάρα. Και όπως μπορεί κάποιος να ξεκωλωθεί στο ζάρι, ας πούμε, ή στα τρίποντα, κατά μείζονα λόγο μπορεί και να ξεπατωθεί.

Να μην συγχέονται όλα αυτά με τον φέρελπι επιθετικό της Μίλαν Alexandre Rodrigues da Silva, ευρέως γνωστό ως Πάτο.

  1. Ο Κώστας ήρθε από μπροστά και έμπηξε με μεγάλη δύναμη το κοντάρι του μέσα τις λέγοντάς της «Πάρτα μωρή, θα σου τον βγάλω από το στόμα, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου βάλω και τα αρχίδια μου μέσα σου καύλα... Πουτάνα γυναίκα. (Από το τσοντοσάιτ flock.gr εδώ)

  2. Της βάζει μια τρικλοποδιά και την ξαπλώνει κάτω
    κι απ' την πολύ την καύλα του της ξέσκισε τον πάτο.
    Η Αθηνά εσπάραξε σαν κότα σουβλισμένη
    μα όλο και τον έσπρωχνε γοργά να μπαινοβγαίνει.

(Από την μαθητική μπαλάντα 'Ο Τρωικός Πόλεμος')

  1. Της θειας σου ο πάτος, γαρούφαλα γιομάτος!

  2. Νατος νατος ο κώλος της χρονιάς 2006. Naomi, η νέα Λατίνα με την τρελή πατάρα που βάζει γυαλιά σε όλες τις προηγούμενες με τις επιδόσεις της... (Από εδώ, Black Sugar online sex shop)

  3. Η καλύτερη... Βάλερι (της εσκισα το πατούρι... πολύ κλασάτο... αλλά επείδη το ξεπαατώσανε πριν κανά χρόνο δεν κανονίζουν κάτι για Αθήνα ξανά). (από το escortforumgr.com εδώ)

  4. Πονάω!!!! Το κορμάκι μου δεν το νιώθω. Πονά η μέση μου. Την έκατσα. Σήμερα πάλι μου έφυγε ο πάτος (μα καλά πως εκφράζομαι επιστήμονας άνθρωπος… δεν ντρέπομαι). Νομίζω πως χρειάζομαι διακοπές από την προσαρμογή μου από τις διακοπές. (Από εδώ)

  5. Τρίτο 21 στη σειρά!... Μα τι πάτος είσαι συ, αδερφάκι μου...

  6. Το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να σουτάρετε τρίποντα και να εύχεστε να σας ανοίξει η πατάρα ΜΠΑΣ ΚΑΙ καταλάθως κοντράρετε το μάτς (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified