Further tags

Έκφραση που προσγειώνει σκληρά στην πραγματικότητα κάποιον που δεν διαθέτει την απαραίτητη εγρήγορση (π.χ. κοιμήσης, αργόστροφος κλπ) ή επιδεξιότητα (π.χ. ατσούμπαλος, άγαρμπος κλπ) ή ρώμη (κακαντράκι, φιλάσθενος κλπ) ή εμφάνιση (χλωμός, κουρασμένος κλπ), προκειμένου ν’ ανταποκριθεί επαρκώς στις απαιτήσεις μιας ομάδας ή παρέας.

Οι περισσότεροι αθρώποι, αγωνιούντες μην χαρακτηρισθούν αποσυνάγωγοι (ξέροντας τί τους περιμένει), μοχθούν ν’ αποδείξουν στην κοινότητα ότι διαθέτουν τουλάχιστον μιαν από τις παραπάνω αρετές επιβίωσης (είτε κραυγάζοντας την ειδίκευσή τους – είτε υποτιμώντας των άλλων). Μερικοί τις καλλιεργούν κιόλας.

Η έκφραση απηχεί την αντίληψη ότι η μαλακία αδυνατίζει και το σώμα και το πνεύμα (το ίδιο κάνει, αλλ’ όχι αντίστροφα).

Η Φύση (και η κοινωνία) ξερνάει τον αδύναμο. Η συμπόνια δεν πασπαλίζει πάντα το ψωμί της ανάγκης.

Πάντως, ο αρχιδεσμοφύλακας ενός ξερονησιού στην Γαλλική Γκυιάνα, πιστός στον Κανονισμό που επιτάσσει ένα minimum ενδιαφέροντος από καθήκον, σύστησε στον Papillon (F.J. Schaffner 1973), να μαλακίζεται όσο το δυνατόν λιγότερο, για να μη ρέψει εντελώς, (δεδομένων των -ούτως ή άλλως- απάνθρωπων συνθηκών) κατά την διάρκεια της διετούς (!) απομόνωσής του, παραβλέποντας ωστόσο, τα καταπραϋντικά ψυχικά ευεργετήματα των κατά μόνας ηδονών...

Βλ. εδώ για την κοινωνικά απαιτούμενη ετοιμότητα και εδώ για τις συνέπειες της έλλειψής της.

  1. - Πάμε το βράδυ στης Νανάς;
    - Πήγαμε!
    - Πάρε και τον Μπάμπη μήπως θέλει να ’ρθει!
    (ο αφηρημένος):
    - Ρε για δεν πάμε καμιά μπουρδελάδα καλύτερα;
    - Από μαλακία έρχεσαι; Τί λέμε τόσην ώρα; Συγκεντρώσου!

  2. - Μην το πειράζεις αυτό, μου το ’φερε ο πατέρας μου απ’ την Αίγυπτο!
    - Κράκ!
    - Ωχ! Σόρρυ μου ’πεσε...
    - Ρε κουλαρία, από μαλακία έρχεσαι; Δεν ακούς που σου μιλάνε;

  3. - Δώσε χέρι ρε ν’ ανέβω στη βάρκα! Δεν μπορώ να κρατηθώ, γλιστράω!
    - Βόηθα τονε ρε μια, να βάλω μπρος!
    - Ωωωωχ! Δε γίνεται ρε, ασήκωτος είναι ο πούστης...
    - Από μαλακία έρχεσαι ρε παράλυτο; Άντε απ’ την άλλη μη μπατάρουμε, θα τονε τραβήξω εγώ...

  4. - Πώς είσαι έτσι ρε, τί μάτια είν’ αυτά; Από μαλακία έρχεσαι;
    - Άσε ρε, ξενύχτησα χτες, έγινα λιώμα και στα ξίδια, γάμησέ τα...
    - Εμένα μου λες; Κόφ’ την πρωϊνή ρεεεεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μας ρωτάνε για κάποιον φίλο ή φίλη αν είναι όμορφοι και μεις ξέρουμε ότι δεν είναι, δεν μπορούμε να το πούμε, αλλά λέμε «συμπαθητικός / -ή»...

- Όλο μιλάς για την κολλητή σου, αλλά δεν την έχω δει ποτέ. Δεν κανονίζεις κανα κονέ; Λέει σα γκόμενα;
- Συμπαθητική, έχει τύπο.
- Α κατάλαβα, δε βλέπεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λαϊκή έκφραση, που αξίζει να διασωθεί.

Σήμαινε τον ατσούμπαλο, τον κακοβαλμένο, π.χ. κάποιον που δεν του πάνε τα ρούχα είτε διότι είναι κληρονομιαία, είτε λόγω ανοικονόμητης πατσοκοίλας, είτε γιατί είναι αδύνατος σα λιανοκέρι και «σακκουλιάζουν» ή «κρεμάνε» πάνω του.

Μάλλον από την λέξη σά(κ)κος ( > σα(κ)κούλα/σα(κ)κάκι κλπ, μάλιστα σάκος είναι και η επίσημη ονομασία ενός ιερατικού ενδύματος) και δεν έχει σχέση με την έκφραση σακ(κ)ουλεύομαι ή την σχετική ερώτηση σακκουλετζέμ; < ψαχουλεύω / -ομαι.

Εξ άλλου, όταν κάποιος φορά ένα ετοιματζίδικο κοστούμι, που δεν του πέφτει «γάντι» γιατί δεν ταιριάζει απόλυτα στον σωματότυπό του, λέμε ότι είναι «σα σακκί με πατάτες», ή όταν κάποιος είναι ζαρωμένος απ’ την κακή σίτιση λέμε είναι «σα σακκί με κόκκαλα».

Η παρομοίωση της τσαλακωμένης σακκούλας με τα σταφιδιασμένα γκογκόβια, γίνεται αισθητή στην λαϊκή ρήση τ’ αρχίδια μας κουνιούνται δεξιά κι αριστερά κι εσύ θαρρείς πως είναι σακκούλια με φλουριά.

Σχετικά, επιβιώνει ως παραλλαγμένο επώνυμο μεγάλης φίρμας νομικών εκδόσεων, ενώ την έκφραση αναφέρουν ο Αυλωνίτης σε κάποια παλιά ταινία, ένεκα που του πήγαινε μεγάλο ένα σακκάκι, οι Πλέσσας – Βίρβος στον δίσκο «Πανόραμα» (1971) που αφιερώνουν ένα τραγουδάκι στον λεγόμενο Σακκουλέ, έναν ατσούμπαλο γραφικό τύπο της Αθήνας των αρχών του 20ου αιώνα κι ο Ζαμπέτας στον «Αράπη» (1965):

[...] Γουστάρει κι αγαπάει, το μαύρο, το σκύλο, τον αράπη, το σατράπη, το χασάπη, το μανάβη, το μπακάλη, τον κουρέα, τον Αντρέα, το Σαλέα, το μαλέα, τον Πελέ το χαβαλέ, το λεχρίτη τον Κοπρίτη, τον κοιλιά το φαταούλα, το σακουλέα, το χλαμπαλέα, το Λέων, το Τιμολέων, το Ναπολέων, τον Άρη, το Θεοχάρη, το σαλιάρη, το μαλλιάρη, τον κουταλιάρη, τον Α-άπηηη [...]

Όοοοοοοοοαααααααααααα!!!

- Ρε σακκουλέα, βάλ’ το πουκάμισο μέσα απ’ το παντελόνι, πώς κυκλοφορείς έτσι;
- Μπααα δε βαριέσαι, δε γίνεται τίποτα... Και μέσα απ’ το σώβρακο να το βάλω, θα ξαναβγεί...

Τη σακουλέυτηκε τελικα... δε βρήκε κουκούλεν βρήκε σακούλεν... (από Τσακ εις την μέσην, 26/02/11)

βλ. και σακκουλιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ψυχεδελικές φανέλες έχουν αναπόσπαστα συνδεθεί με τη χίπικη υποκουλτούρα, εξακολουθούν όμως να επιβιώνουν και σήμερα ως ενδυματολογική επιλογή σε διάφορα αλτέρνατιβ περιβάλλοντα. Και μεταλλάδες μπορεί να δεις με ψυχεδελική, και τρανσάδες, και χιπστεράδες, και ανένταχτους αναρχοαριστεροκουλτουριάρηδες παροικούντες το Γκάζι και εσχάτως την πλατεία Καρύτση. Εντούτοις η χρυσή εποχή της ψυχεδελικής έχει περάσει και η ίδια κατατάσσεται στην κατηγορία νοσταλγικό ρετρό - χωρίς ποτέ να αποκλείεται κάποιο αναπάντεχο revival. Η πηγή της ψυχεδελικής φανέλας είναι φυσικά το Μοναστηράκι, όπου κανείς μπορεί να βρει, εκτός από φανέλες, και ψυχεδελικά φούτερ, ψυχεδελικά καμπανιζέ παντελόνια κλπ.

Δεν είναι δύσκολο να φτιάξεις μια ψυχεδελική, ο καθένας μπορεί να το κάνει στη μπανιέρα του με λίγη χλωρίνη. Παίρνεις μια κατά προτίμηση μονοχρωματική φανέλα ή φούτερ και του χύνεις χλωρίνη εκεί όπου θες να ξεβάψει. Το αποτέλεσμα θυμίζει τα λεγόμενα «νερά» του ξύλου ή του μαρμάρου. Βέβαια στις περισσότερες home made ψυχεδελικές το αποτέλεσμα είναι επιεικώς απαράδεκτο και ό,τι να 'ναι, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Για σπέσιαλ σχεδιάκια τύπου «ιστός αράχνης» κλπ, πρέπει να τό 'χεις με το άθλημα, αλλιώς πήγαινε αγόρασε μια έτοιμη απ' το Μοναστήρι να ξεμπερδεύεις.

  1. Λέω να πάρω ένα ολόμαυρο φουτεράκι να το κάνω ψυχεδελικό.

  2. - Λέω να την πέσω σ' εκείνη τη γκόμενα με τη ροζ ψυχεδελική.
    - Αυτή είναι τρίπια ρε μαλάκα, δεν έχει σταματήσει να χορεύει απ' την ώρα που ήρθαμε.

  3. Έτσι, διαμορφώνεται η ροκ σκηνή που στο κλείσιμο της δεκαετίας επισκιάζει την ποπ σκηνή, αντικαθιστώντας τα κοστουμάκια και τις γραβατούλες των συγκροτημάτων με σταμπωτές ψυχεδελικές φανέλες, χαϊμαλιά, τζιν και αμπέχονα. Εδώ

(από Vrastaman, 27/02/11)(από Vrastaman, 27/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως άσχημο πρόσωπο (χωρίς και να αποκλείεται η ομορφιά) του οποίου όμως την ασχήμια ή ομορφιά δεν την εκλαμβάνουμε ως απλή, αλλά ως σημαίνουσα χίλια δυο για το άτομο που φέρει το πρόσωπο αυτό: ξεκωλαριλίκια, πρέζες, γαμημένη ζωή, βίτσια, στέρηση, κατάχρηση, καταπόνηση, τα πάντα όλα. Κάθε ρυτίδα (γιατί δεν μιλάμε για φράπα εννοείται) είναι και μια εμπειρία, συνήθως ερωτικοσεξουαλικής βάσης.

Μπορεί όμως να μην συντρέχει τίποτε απ' όλ' αυτά και να πρόκειται περί κληρονομημένων χαρακτηριστικών.

Λέγεται και για τα δύο φύλα. Προϋποθέτει δε κάποια «ώριμη» ηλικία. Δεν λες εύκολα εκφυλόφατσα κάποιον / -α κάτω των σαράντα.

Επίσης η εκφυλόφατσα μπορεί και να είναι ελκυστική, δεν είναι απαραιτήτως αποτροπαϊκό θέαμα. Εκεί γίνεται το μπέρδεμα και πολλοί νομίζουν ότι εκφυλόφατσα ίσον σκυλί. Αλλά δεν είναι μόνο σκυλί μια εκφυλόφατσα, όπως είπαμε.

Διάσημη και αποδεκτή και πολλά θετικά σημαίνουσα εκφυλόφατσα είναι ο Κλάους Κίνσκι. Άλλη όλος-ο-χρόνος-κλασική, ο κιθαρίτσαρντς. Απλές καθημερινές εκφυλόφατσες μπορεί κανείς να βρει στον αγοραίο έρωτα αλλά και στη γυναίκα / στον άντρα της διπλανής πόρτας.

  1. Έχεις ξαναδεί τέτοια εκφυλόφατσα με τόσο αισθησιακά κ υποσχόμενα χείλη;

  2. Παιδιά στο στρατό είχαμε πιάσει στο δούλεμα ένα παπαδοπαίδι και του είχαμε πουλήσει το σενάριο ότι ένας Κορίνθιος ήτανε φανατικός κτηνοβάτης.Η μεγάλη πλάκα είναι ότι οι περιγραφές του Κορίνθιου ήτανε τόσο πειστικές που σε συνδιασμό με την εκφυλόφατσα την οποία διέθετε,είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι μήπως τελικά δεν ήταν όλα της φαντασίας του.

  3. Ο Ritchards είναι χαλαρά η πιο πρόστυχη εκφυλόφατσα που έχω δει σε άνθρωπο. Μπορώ άνετα να φανταστώ αυτό τον λάγνο γερο-βρυκόλακα ξαπλωμένο σε μπορντό βελούδινα μαξιλάρια με ένα τσούρμο λαγουδάκια του Playboy να του γλύφουν τα κάκαλα και την κωλοτρυπίδα του, ενώ από από τις φλέβες στο καυλί του (δηλαδή τις μοναδικές πάνω στο σώμα του που ακόμα δεν έχει κάψει από τις ηρωίνες) να πίνει 2-3 μονάδες αίματος στην καθισιά του.

όλα από το νέτι.

(από Khan, 09/03/11)(από Khan, 09/03/11)(από PUNKELISD, 09/03/11)

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που έχει μικρό στήθος, και ωσεκτουτού είναι πολύ επίπεδη, δηλαδή απλώστρα ή σιδερώστρα. Συνώνυμα: πλάκα, κόντρα πλακέ.

Τι το θέλει το αβυζαλέο ντεκολτέ το φρόκαλο αφού είναι σανίδα!

Σέξι (;) βρεγμένη σανίδα η Κίρα Νάιτλυ. (από Khan, 15/03/11)ετς? (από MXΣ, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δείχνω αδερφή, αν και, τύποις τουλάχιστον, δεν είμαι. Κάτι όμως, εκεί στο βλέφαρο μάλλον, προδίδει όλη την αλήθεια -την οποία πιθανόν να αγνοώ και γω ο ίδιος και να χαραμίζομαι σε λάθος στόχους.

Συνώνυμο: πουστοφέρνω - ε, και όλα τα σχετικά με το το πνίγει το κουνέλι.

  1. Τι σκατά, πόσα μούσια να αφήσω για να μην αδερφοφέρνω;

  2. Στις 29.12.10 ο κ. Γιακουμάτος πρώην υπουργός εργασίας επί Ν.Δ δήλωσε στις ειδήσεις των 8 του τηλεοπτικού σταθμού Mega για την παραπάνω αρθρογραφία «Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και δεν μοιάζω με ντιντή και τα μαλάκια μου είναι άσπρα, αφού δεν αδερφοφέρνω ας ψάξουν οι άλλοι να βρουν».

(αμφότερα και τα δύο (sic) από το δίχτυ)

(από stratos98, 17/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει κάτι σαν το μιλφ, αλλά ακόμη μεγαλύτερης ηλικίας. Σπασμένη πατρόνα για πολλά σχέδια...

Από την λέξη cougar.

- Πω.πω.πωωωωωωωω!!!! 45 χρονών και είναι θρυλική μουνάρα!!!!!!
- Σωστό κούγκαρ!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για γκόμενες που έχουν στραβά πόδια και όχι μόνο!!!! Αυτές οι γκόμενες συνήθως έχουν και άλλα κουσούρια.

Τάκης: - Ωρέ!!! γαμώ τα μουνιά η σόφι ρε μαν!
Ανδρέας: -Έλα ρε σαβουρογάμη, ρε με το σίχαμα, τη στραβοκάνα!!!!
Τάκης: -Σιγά μωρέ, επειδή είναι λίγο στραβά τα πόδια της;;;;
Ανδρέας: - Και λίγο μπάζο, και λίγο άκωλη, και λίγο ποντικομούρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθαρότατα μή ρατσιστική λέξη αναφερόμενη σε μαύρη γυναίκα. Κατά κανόνα εκφράζει συμπάθεια, αλλά ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί και στο πιο ουδέτερο, όταν απλά θέλουμε να αποφύγουμε την ενδεχομένως άχαρη λέξη «μαύρη». Ακόμα και τότε, όμως, έχει μία θετική χροιά, η οποία, βεβαίως, δεν έχει να κάνει με το αν είναι ωραία γκόμενα ή όχι.

Αντίστοιχο για το αρσενικό είναι το πιο μπανάλ μαυρούλης, όπως και το μαυρούλα για γυναίκες, αλλά δεν χρήζουν λημματογράφησης.

Πάσα: η μαυρούκα στο εστιατόριο του πανεπιστημίου που βάζει τίμιες μερίδες, όχι σαν κάτι άλλους που κάνουν λες και τους τρώμε το φαΐ απ' το πιάτο, και με ένα απίστευτο χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπο.

- Έφεξε, θείο, θα φάμε σαν άνθρωποι σήμερα!
- Έλα ρε, δουλεύει η μαυρούκα; Ρεσπέκ.

Άννα μαυρούκα μου Άννα (από Khan, 05/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified