Further tags

Εναλλακτική γκόμενα, ντύνεται και συμπεριφέρεται ψιλοχύμα, μέχρι να τα βαρεθεί όλα αυτά και να γίνει κυριλέ. Κατά πάσα βεβαιότητα ψηφίζει Συνασπισμό και διαχωρίζει τη στάση της από το πιο μπιχλοχύμα, τύπου ΕΑΑΚ.

Σωστό αλτέρνι η Φαίδρα, αλλά ώρες-ώρες το παρακάνει με τα χαϊμαλιά.

(από Παπαρίων, 25/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεσβία. Προφανώς προέρχεται από τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό για την φυσική θέση του ανδρικού μορίου στο παντελόνι. Ωσεκτουτού, παραπέμπει κυρίως στις αντρογυναίκες λεσβίες και όχι σε αυτές που παίζουν στις τσόντες. Απαντά επίσης και ως δεξιοκάβαλη, χωρίς να υπάρχει διάκριση/διαστρωμάτωση ανάμεσα στους δύο όρους.

- Πάρε μια αριστεροκάβαλη, ρε!
- Πού πα ρε Σουγκλάκο;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψηλός και άχαρος άνθρωπος.

Κάποτε αγόρασα ένα σετ εργαλείων για το τζάκι και ο καταστηματάρχης είπε στον υπάλληλο: «Φέρε έναν κρεμανταλά από την αποθήκη!» (!)

- Με έσπρωξε ένας κρεμανταλάς στο μπάσκετ και με σακάτεψε!

ο κρεμανταλάς του τζακιού (β παράγραφος) (από GATZMAN, 22/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την λέξη disqualified. Εμφανίζεται συχνά και ως DQ. Υποδηλώνει την απόρριψη προς έναν γκόμενο/γκόμενα όταν αυτός/-ή είτε δεν βλέπεται, είτε μας ξενερώνει.

- Πώς σου φαίνεται αυτή ρε Θανάση; Κορμί θανατηφόρο...
- Άπαπα, δεν βλέπεις τη μύτη πως είναι σαν πιγκουίνος;! D.Q. σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προέρχεται από την ομώνυμη στήλη της εφημερίδας Athens Voice της Μυρτώς Κοντοβά. Πρόσφατα έγινε και τηλεοπτική σειρά.

Εννοεί άγνωστους ανθρώπους, όμορφους και με στυλ, για τους οποίους θα έγραφε κάποιος στην στήλη «Σε είδα»...

Πω πω δες ένα πιπίνι, σκέτο «σε είδα»...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση συνήθως για γυναίκες με μεγάλη περιφέρεια.

Παρομοίωση σχετική με τρακαρισμένα αυτοκίνητα που έχουν ξεχειλώσει οι λαμαρίνες...

- Όμορφη κοπέλα η Πηνελόπη! - Τι όμορφη και κουραφέξαλα, δεν βλέπεις ότι έχει πάρει λίγο στο σασί...

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιμητικό επίθετο για γυναίκα. Πιθανόν προέρχεται από τη φράση «στάχτη και μπούρμπερη» συνδυασμένο ηχητικά με την μάρκα ρούχων Burberry.

Αναφέρεται σε γυναίκες που προσπαθούν να ντυθούν επιδεικτικά με μάρκες (ενίοτε και faux), χωρίς το ντύσιμο να συνάδει με τον πολιτισμό τους, την συμπεριφορά τους και συχνότατα την βαριά προφορά τους.

- Για δες τη βλαχομπούρμπερη την Μαρία, σαν την λατέρνα ντύθηκε πάλι και μας μοστράρει τα φιρμάτα...

- Η Καίτη η βλαχομπούρμπερη, πάει στην λαϊκή να ψωνίσει κολοκυθάκια με την καρό καπαρντίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που μοιάζει να συχνάζει κάθε Σάββατο πρώτο τραπέζι κάλτσα, που φαίνεται να ακούει δηλαδή σκυλάδικα και να έχει ως μόνιμη απασχόληση το να χορεύει τσιφτετέλι πάνω σε τραπέζια σκυλάδικων/ελληνάδικων.

- Κοίτα ρε μαλάκα τη γκόμενα με το λεοπαρδαλέ μίνι! Πώωω, κάτι μπουτάρες...
- Πάρε ένα σκυλί... Ε ρε και να σε βάλω στα τέσσερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει σκυλόφατσα και μοιάζει εντελώς καμμένη/κατεστραμμένη. Πολλές φορές η εν λόγω γκόμενα έχει επιπλέον μπάσα φωνή ή/και μιλάει σαν νταλικέρης.

Παρόλα αυτά τα σκυλιά μπορεί να έχουν ωραίο σώμα, οπότε η πλειοψηφία των ανδρών είναι (όπως πάντα) έτοιμη να παραβλέψει τα ανωτέρω γαβγιστερά χαρακτηριστικά και να ρίξει έναν πούτσο αν του κάτσει κανένα...

  1. (Μιλάει η γκόμενα, με βραχνή μπάσα φωνή, περιγράφωντας κάποιον από το μαγαζί που της αρέσει σε μια φίλη της...)
    - Τι μουνί είναι αυτό ρε;!
    - Σιγά, θα μας πάρουνε χαμπάρι!
    - Στο μπούτσο μου ρε μαλάκα, αφού εγώ τον γουστάρω!

(Σχόλια παρευρισκόμενων ανδρών)

- Ω ρε ένα κοπρόσκυλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ψηλή γυναίκα. Λέγεται και ταβανόσκουπα και καμήλα.

Ξαραχνιάστρα ή ταβανόσκουπα λέγανε τη σκούπα με το μακρύ ξύλινο κοντάρι που της βάζανε κι ένα πανί μπροστά και τη σέρνανε στις ακμές των δωματίων ψηλά για να πάρουν τις αράχνες.

- Να του ζήσει η ξαραχνιάστρα του, να τη χαίρεται. Άργησε αλλά ψώνισε από σβέρκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified