Selected tags

Further tags

Το πιπίνιασμα θα το λέγαμε αλλιώς η αντιστροφή της ηλικίας. Είναι το πώς μια θείτσα ή μια κατίνα ξαφνικά παίρνει στροφές και εξελίσσεται σε πιπινόγρια και milf.

Η εξέλιξη αυτή μπορει να συγκριθεί με τις φωτογραφίες πριν / μετά στις διαφημίσεις κέντρων αδυνατίσματος και αισθητικής.

Το φαινόμενο είναι ίσως εξαιρετικά σπάνιο και απαντάται κυρίως σε επώνυμες που ανανεώνουν την εμφάνισή τους.

- Ρε μαλάκα αυτή η μιλφού δε φέρνει λίγο στη γειτόνισσά σου τη κυρα-Βασίλω;
- Όχι Βασίλω, Βάσια πλέον. Είδες πως πιπίνιασε μόλις της έφυγε ο άντρας της;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτολογώντας, το καυλάκι, δηλαδή αυτός /-ή που αξίζει να περιέλθει κανείς εις συνουσία μαζί του/της.

- Πολύ όμορφη και τσαχπινογαργαλιάρα η Μαρία...
- Ναι όντως, είναι ευγάμητη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μακρυμάλλης ή ο κοτσίδας ή γενικά ο άντρας με μη κοντοκουρεμένο μαλλί.

(στην πόρτα του ψωνιοκλάμπ Ροκενρόλ, αληθινή ιστορία του 1995:)
- Φίλε, δεν μπορείς να μπεις...
- Γιατί;
- Δεν σερβίρουμε μαλλιάδες.
- Α, καλά που μου τό' πες γιατί και γω δεν τους τρώω.
(ακολουθεί τσαμπουκάς)

(από patsis, 31/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Σκωπτικό): Υπέρβαρος κοιλαράς τύπος, ο οποίος δίνει την εντύπωση πως θα σκάσει ώρα την ώρα. Οι πληθωρικές πρησμένες σάρκες του, που ξεχειλίζουν από παντού, δεν είναι προϊόν ασθενείας αλλά μάλλον έρωτος με το φαΐ. Λέγεται και μεταξύ παιδιών, που σχολιάζουν ανελέητα τυχόν σωματικά κουσούρια.

Κλασσικά κινηματογραφικά παραδείγματα είναι ο Μιχαλάκης (που τον έφαγε τελικά το αρνί στο «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα»), ο φαγανός monsieur Creosote, (στο «The meaning of life» των Monty Python) κ.α. Στην «Ωραία των Αθηνών», εμφανίζεται ο χοντρούλης μαίτρ (sic) της ταβέρνας και, αφού παίρνει παραγγελία, ο Σταυρίδης κάνει με νόημα στους Φωτόπουλο, Βρανά και Γιούλη, το λογοπαίγνιο: «Μπα! Ο φούσκας!»

Συνώνυμα: πεπόνιας, χλαπάτσας, κοιλαράς, σεκιουριτόπαιδο (= χοντρό παιδί που μοιάζει με φουσκωτό σεκιουριτά), φουσκωτός, μινιόν (ειρωνικά), απόψε κάνεις μπάμ! κτλ

Αγγλιστί: fatso, blob κ.α.

Παρήγορον για το είδος των, η ιταλική ρήσις: Uomo di panza = uomo di sostanza (δηλ. άνδρας με κοιλιά = άνδρας με υπόσταση, βλ. αντίστοιχο στην ελληνική: τα πάχη μου τα κάλλη μου), που απηχεί παλαιά εποχή, όταν χοντροί ήταν μόνον οι πλούσιοι και ισχυροί. Άλλωστε ο Edmond About και πλείστοι ευρωπαίοι περιηγητές, είχαν εκπλαγεί από τον αδύνατο, κοντό και μυώδη σωματότυπο των προεπαναστατικών Ελλήνων. Οι λιμασμένες έφοδοι στις μπριτζόλες είναι νεότατο φαινόμενο.

- Σιγά ρε μπαφούσκα, που τρως με σαράντα μασέλες, θα σκάσεις ρε ! Πες και κάνα «γεια μας», σε τραπέζι είσαι!
- Γιατί, ενοχλώ κανένανε; (μπουκωμένος)

(από Hank, 04/07/09)Παν-κάλος (από baznr, 04/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικός χαρακτηρισμός παλιομοδίτικων (50'ς-60'ς) γυαλιών ηλίου ή οράσεως, με βαρύ κοκάλινο σκελετό, σκούρου χρώματος, τα οποία μέχρι πρότινος φορούσαν οι μπαρμπάδες αλλά (φεύ!) ξανάρθανε στη μόδα.

Τα φορούσαν πλείστοι κομπάρσοι του παλιού ελληνικού σινεμά, κυρίως σε ρόλους δικαστικών, πρακτόρων ή γιατρών.

Κλασσικό παράδειγμα, τα γυαλιά του στρατηγού της χούντας Φαίδωνος Γκιζίκη, που όρκισε τον Καραμανλή, όταν επέστρεψε το '74.

- Κοίτα ένα μωρό! Αμάν τσολιά μου!
- Ποιά, αυτή με το χουντικό γυαλί; Σε λίγο θα πεταχτεί από καμιά γωνιά κι ο Κούρκουλος να λύσει το μυστήριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός θαυμασμού ή σκώμματος περί ατόμου χαμογελαστού, πεντακάθαρου, προσηνούς και ευπροσήγορου, φέροντος άψογο ντύσιμο και μαλλί, συνήθως με επίσης άψογη χωρίστρα, το οποίον είναι τόσο στατικά τακτοποιημένο, που νομίζει κανείς ότι μπορεί να του αφαιρέσει τεμάχια (π.χ. μαλλιά, ρούχα κ.α.) και να τα αντικαταστήσει με άλλα της αρεσκείας του, όπως στα γνωστά γερμανικά κουτσούνια.

Δεν ιδρώνει, δεν σκονίζεται, δεν τσαλακώνεται και συνήθως τα καταφέρνει καλά και στα μαθήματα / εργασία και στα σπορ, δηλαδή είναι το παιδί που θέλει να' χει κάθε γονιός και που ζηλεύει κάθε άλλος γονιός, κατηγορώντας το δικό του, που δεν είναι «σαν το Λάκη».

Θυμίζει τον πρωταγωνιστή της ιστορίας «το καλό παιδί» στην παλιά βαβούρα. Δίχως να είναι απαραίτητα φλώρος, εν τούτοις έχει μια εξωπραγματικά γυαλιστερή τελειότητα στην εμφάνιση και την συμπεριφορά.

Οι φαρμακόγλωσσες πιστεύουν ότι κάτι κακό κρύβει, όπως λέγανε και για τον Αβραμόπουλο…

- Πώς είσ' έτσι ρε πλέιμομπιλ ; Τι μου στολίστηκες σαν επιτάφιος ;
- Άσε, θα πάω σ' ένα γάμο μετά τη δουλειά κι είπα να μην ξανατρέχω σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ δεν πρόκειται για αποσαθρωμένα φρούτα ή λαχανικά.

Ο Παναγάκος Γιώργος υποστηρίζει οτι ο όρος σάπια υποδηλώνει τη ψιλοπατσαβουρίτσα γκόμενα, αυτή που με γεμάτα κυτταρίτιδα μπούτια αρέσκεται στο να φοράει κοντά σορτσάκια ή μίνι φουστίτσες, αδιαφορώντας για την αηδία και τα εμετικά συναισθήματα που προκαλεί στους δυστυχείς διαβάτες, οι οποίοι έτυχε να περάσουν δίπλα της ή κοντά της, ή εν πάσει περιπτώσει έτυχε να την έχουν στο οπτικό τους πεδίο.

Τις περισσότερες φορές η σάπια πιστεύει ότι είναι μουνάρα κι ότι την γουστάρουν όλοι. Η σάπια συνατάται σε πλατείες, σε μέσα μεταφοράς, ακόμα και σε παραλίες επιδεικνύοντας τα κάλλη της. Η σάπια έχει πολύ συχνά επιτυχίες στις ώρες 5 έως 7 το πρωί κατόπιν κατανάλωσης δυο φιαλών μπομπάτου ουίσκυ.

Παρεμφερή όρο αποτελεί η φλόμπα.

Ρε κοίτα την Τζώρτζια. Φοβερό μουνί.
– Ίσα ρε την σάπια. Άμα βγάλει την φούστα και το μπαζοκρύφτη απο την μούρη της δεν τη γαμάς ούτε με μια μπουκάλα ουίσκυ.

(από Galadriel, 13/12/12)

Δες και μπάζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ένα πολύ χρήσιμο αξεσουάρ. Το φέρουν κατά την διάρκεια της ημέρας όλες οι γυναίκες, ανεξαρτήτως ηλικίας, όχι μόνο για να προστατευθούν από τις βλαβερές ακτίνες του ηλίου, αλλά για να μας εμποδίσουν να ξεχωρίσουμε την φύρα απο το σιτάρι. Κατά Παπαζέκα, μπαζοκρύφτης είναι τα μεγάλα γυαλιά που κρύβουν το πρόσωπο σάπιας γκόμενας.

Ρε συ, ωραίο γκομενάκι αυτό εε;
– Ναι, κάτσε μη βγάλει τον μπαζοκρύφτη και τρομάξουμε.

Τι έχει να πει ο Παπαζέκας;  (από poniroskylo, 01/08/09)

Από το μπάζο και κρύβω.

βλ. και μυγόφτυμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτιμητικός χαρακτηρισμός ατόμου, συνήθως άρρενος, ηλικίας πενήντα φεύγα και άνω.

Απαραίτητη προϋπόθεση, κιλά και μπόι ύπερθεν του κανονικού. Χρώμα δέρματος προς το χωματί, ένεκα καταχρήσεων ουσιώνε, κυρίως αλκοόλ (το φτηνότερο και το καλύτερο) και τσιγάρου, εξ ου δείκτης παράμεσος ενός χεριού επιχρωματισμένοι προς τσιρλί και μύτη μελιτζάνα. Μάτια θολά με το ασπράδι κιτρινίζον. Από τη μύτη ρέει υγρό υψηλού ιξώδους, υποπράσινο, σε κατάσταση αμφιταλάντευσης (να πέσω να μην πέσω). Χείλη οιδηματώδη, μπλαβιά στις γωνίες τους, παρατηρούνται κομματάκια άσπρα (σάλιο πηγμένο) στο κέντρο, βλέννα διάφανη (σάλιο άπηχτο). Βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση ημιμέθης.

Ενδυμασία: σακκάκι παλιοκαιρισμένο, μανίκια με «αγκώνες» και γυαλάδα, έχει σχήμα κρεμάστρας καφενείου. Πουκάμισο κάποτε άσπρο, το μισό απέξω (βγήκε μετά το τελευταίο κάτουρο, δεν το πήρε χαμπάρι). Ζώνη, απαραίτητο αξέσορυ του adra, σχόλιο ουδέν. Παντελόνι «μελεκέ», αναλόγως των πολιτικών πεποιθήσεων ο λεκές δεξιά ή αριστερά, γιατί η διαρκής μπυρο-κρασο-ουζο τσιπουροκατάνυξη ανοίγει τα νεφρά και γιατί όσο και να την τινάζεις η τελευταία σταγόνα μένει στο σώβρακο. Παπούτσια χιλιοπατήμενα και σαβουριασμένα, τόσο που διαγράφεται το σχήμα του έσωθεν ποδαριού καταλεπτώς.

Οσμή: έντονη αποφορά νηστείας και υπογλυκαιμίας, ανάκατη με ξινίλα. Κάτι σαν σκατίλα απ' το στόμα ένα πράμα. Αυτό και η κοιλιά σωσίβιο, μου βγάζει το εσάνς του λήμματος.

- Κοίτα ρε, ποιος κάθεται στη γωνία...
- Ωμπωωωω, ο Χεσταίας ... η σκατοσακούλα... παναφύ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιλίκος εστί ο τσιλιβήθρας, κοινώς ο πολύ λεπτός άντρας.

Χρησιμοποιείται συνήθως όταν κάποιος έχει πολύ καιρό να δει αυτόν που χαιρετάει.

Πού 'σαι ρε λιλίκο; Πώς αδυνάτισες έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified