Selected tags

Further tags

α) Η έχουσα κάτασπρον τον κώλο, σα να έχει καθίσει πάνω στο τσουβάλι με το αλεύρι, δηλώνουσα τον τρυφερό, άσπρο, αδούλευτο, απαίδευτο κώλο, ως εύφημη μνεία και κοπλιμέντο, ενώ β) κατά νεωτέραν θεωρίαν ο όρος αλευροκώλα χρησιμοποιείται αντί του ζυμαροκώλα και προκειμένου να αποφευχθεί συνειρμός με την λέξη κόλλα (ζυμαρόκολλα), οπότε και την χρησιμοποιούν θέλοντας να δηλώσουν την έχουσα μαλακή και πλαδαρίζουσα ωσάν ζυμάρι από αλεύρι κωλάραν, και έχει απαξιωτικόν χαρακτήρα.

  1. Στην παραλία, ενώ δυο φίλοι βλέπουν μια γερμανίδα κουκλάρα με στρινγκ μαγιό να ηλιοθεραπίζεται, λέει ο ένας στον άλλον: «Πω-πω, μια αλευροκώλα... Γάλα η κωλάρα της...»

  2. Οι ίδιοι ως άνω φίλοι παρατηρούντες τα ωσάν τον ζελέ τρεμάμενα οπίσθια μιας παίκτριας τένις: «Ρε συ κοίτα μια αλευροκώλα... Ζελέ ο πάτος της...»

(από Khan, 27/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πρώτα KAWASAKI GPz με τα ολόσωμα φέρια από τα μέσα της δεκαετίας του '80, μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Το συγκεκριμένο μηχανάκι θύμιζε «καρχαρία» για αυτό και το τσούκλι. Βέβαια, με τον καιρό το συγκεκριμένο προσωνύμιο, κόλλησε σε όλα τα GPz, με αποτέλεσμα, λέγοντας τώρα καρχαρία, να αναφερόμαστε σε όλα τα GPz πέντε χρόνια πριν και πέντε χρόνια μετά από την διακοπή παραγωγής του καρχαρία. Αυτά έχουν οι μύθοι.... Απλώνουν...

Α! Για μηχανές (με τα σημερινά στάνταρ για «σκοτώστρες») μιλάμε.... Και συγκεκριμένα για την GPz 550, και την GPz 900. Άφθονο γκάζι, μηδέν φρένα.

-Άκουσα ότι η Kawasaki, θα βγάλει πάλι τον καρχαρία...
-Το άκουσε και ο θείος μου και άρχισε να μας λέει πάλι τις ιστορίες. Το σήκωνε λέει το συγκεκριμένο μηχανάκι στον Άλιμο, και το 'ριχνε στο Σούνιο.
-Καρχαρίας είναι, παραλιακά τον πήγαινε..

(από Μάγιστρος, 25/05/10)(από Μάγιστρος, 25/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O κόντες του λιμού, o αριστοκράτης της πείνας δηλαδή.

Γενικά σήμερα λέγεται υποτιμητικά για ανθρώπους οι οποίοι χωρίς να έχουνε την απαραίτητη οικονομική επιφάνεια, ντύνονται και συμπεριφέρονται επιδεικτικά λες και είναι κόντηδες.

Κυριολεκτικά η λέξη έστεκε εν τη γεννέση της καθώς λιμοκοντόροι λέγονταν οι αριστοκράτες οι οποίοι έχαναν τις περιουσίες τους και έμεναν μόνο με τα ακριβά τους ρούχα χωρίς να έχουν όμως πια την αντίστοιχη οικονομική κατάσταση.

Καμία σχέση με τον λημμοκοντόρο αν και στον ορισμό ο λημματοδότης εξηγεί και τον ορίτζιναλ λιμοκοντόρο.

Ανάλογα μοντέρνα γουαζάς, πουλμούρ, πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.

- Είδες τον Γιάννη τι ωραία που ντύνεται; Υγραίνομαι και μόνο που τον βλέπω!
- Σιγά μαρή τον λιμοκοντόρο. Δεν έχεις δει το zastava που κυκλοφορεί; Άντε να βρεις κανένα άλλο πιο βολεμένο να παντρευτείς και άσε αυτόν τον λούζερ

Got a better definition? Add it!

Published

Το ντύσιμο που περιλαμβάνει μόνο λευκά ή υπόλευκα ρούχα. Κυρίως δε αυτό που είναι φτηνιάρικο και καραλάικα ή νεοπλουτέ, όχι πχ κάνα ιταλιάνικο ακριβό τεντυμπόικο ή στυλ εφοπλιστή ή αποικιακό. Όταν το ντύσιμο αυτό αποτελείται από ακριβά υφάσματα που ντύνουν ακριβό και αριστοκρατικό ή σκαρί, κάπως, πάει στο διάλο, σώζεται το πράμα. Αν όχι, μετατρέπεται αμέσως σε κακομοίρικο και θυμίζει την στολή του παγωτατζή του παλιού καλού καιρού.

Τα τυπάκια τώρα που διαθέτουν δόξα και φήμη και χρήμα αλλά όχι τζάκι, κάτι τραγουδιάρηδες ή ηθοποιοί του διεθνούς τζετ σετ, κάτι μανεκέν κουλουπού, τείνουν προς το παγωτατζίδικο, όσο κι αν πρόθεσή τους είναι το άλλο.

Όπως και να 'χει, πιστεύω ότι σήμερα είναι υπερβολικό τέτοιο ντύσιμο. Προσώπικλυ το γουστάρω περισσότερο σε παρελθοντικές εικόνες, των είκοσιζ ή των τριάνταζ ας πούμε.

Συνοδεύεται πολύ συχνά με λευκά ή υπόλευκα αξεσουάρ: ζώνη, μοκασίνι ή αθλητικό, άσπρη καλτσούλα.

Η έκφραση αφορά το αντρικό ντύσιμο μόνο. Λέγεται και «γαμπριάτικο».

Η πωλήτρια:
— Σας πάει Τέλεια! Είναι και φωτεινό, τονίζει και το μαύρισμά σας... Πολύ ωραίο.
(Η σύζυγος ψιθυριστά στο αυτί του):
Μωρό μου μην ακούς, είναι τελείως παγωτατζίδικο, πάρε κάτι άλλο, να, αυτό.

(από Mr. Cadmus, 27/05/10)(από Mr. Cadmus, 27/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tο σουτιέν. Θήκη των μασταριώνε. Βυζοθήκη, βυζοσακούλα, βυζομπαλοσακούλα, βυζοσυσκευασία, μασταροσυσκευασία.

- Ανανία, το φελέκι σου, που είναι η μασταροθήκη μου;
- Δίπλα στη νουαζέτα χρυσή μου, δίπλα στο ντίλντο μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται στην στυτική ικανότητα των φαλακρών, μεσόκοπων ανδρών, οι οποίοι ισχυρίζονται με αυτόν τον τρόπο ότι τα χρόνια που πέρασαν δεν έχουν επηρεάσει τις σεξουαλικές τους επιδόσεις (λέμε τώρα).

Σημείωση: α) Την συγκεκριμένη έκφραση καπηλεύονται (έτσι, για να αυτοπροβληθούν) και οι υπόλοιποι καράφλες που είναι αρκετά νεότεροι.

β) Το μόριο του διαβόλου ως αρχέτυπο στο συλλογικό λαϊκό ασυνείδητο θα πρέπει να είναι τουλάχιστον [μαλαπέρδα](http://www.slang.gr/lemma/244-malaperda) και να λειτουργεί σαν επαναληπτική καραμπίνα [τουλάστιχον](http://www.slang.gr/definition/5266-toulastixon) (δεν ξέρω μήπως είναι και σπονδυλωτό).

- Κάνε μπάντα ρε παππού που θες και κοκό.
- Κόψε ρε σπόρο που θα μου πεις εμένα... Δεν το ξέρεις το ρητό; Μαλλί καθόλου - ψωλή διαβόλου.
- Σιγά ρε Γκουσγκούνη, μας πήρανε τα φλόκια.

Πρόγονος Γκουσγκουνη (από perkins, 28/05/10)Σεϊζης (από perkins, 28/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό ανδρικό χτένισμα σύμφωνα με το οποίο:

α) Επιβάλλεται χωρίστρα αλφαδιασμένη, κυρίως στο πλάι αλλά και στη μέση του σκαλπ ενίοτε.
β) Το σύνολο του μαλλιού είναι γυαλιστερό και κολλημένο στο κρανίο με τη βοήθεια μπρι(γ)ιόλ, μπριγιαντίνης ή λεμονίτας (με ζάχαρη η σκέτη).

Ο βοϊδογλειμμένος είναι συνήθως γόνος «καλών »οικογενειών, κουστουμάτος ή ντυμένος με πόλο, σορτσάκι και σοσόνια. Πρέπει δε να αναφερθεί ότι η βοϊδογλειψιά ήταν της μόδας κατά καιρούς αρκετές δεκαετίες πριν, αλλά τη σήμερον ημέρα είναι ντεμοντέ.

Επίσης στα σχολεία φοριέται στους σπασίκλες και πάει πακέτο με τα καβλόσπυρα, το σμήγμα και τη γυαλαμπούκα.

- Καλώς τον Λέλο. Πού ήσουνα ρε φίλε, στο μαντρί;
- Όχι, σπίτι.
- Ά, γιατί μου φαίνεσαι σαν να σε έγλειψε γελάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παγωτατζής, δηλαδή αυτός που φορά λευκά ή υπόλευκα ρούχα με αποτυχημένο λαϊκότροπο στυλ.

Βλ. ορισμό της Ιρονίκ και σχόλιο του (καθ' ύλην αρμοδίου) Δεληολάνη.

Ο John Malkovich ήρθε στην Αθήνα να παίξει την Κολασμένη Κωμωδία, αλλά μάλλον έπεαιξε το Ο Γαλατάς θα χτυπήσει τρεις φορές.

Got a better definition? Add it!

Published

Μια σημαντικότατη ιδιότητα που περιλαμβάνεται στο προφίλ του τέλειου άνδρα, του άνδρα του σωστού, μαζί με το αλαβάστρινο απολλώνιο κορμί, το εξαπάκετο, όπου η γκόμενα τρίβει πάνω του το τυρί για την μακαρονάδα, και το θεληματικό πηγούνι.

Πάσα: Χότζας, ένα είναι το σλανγκρ, και ο Χότζας ο προφήτης του!

Γνωρίζεις τον γκόμενο της ζωής σου στο Facebook. Η φωτογραφία τα λέει όλα. Νέος, ωραίος, ψηλός, αρρενωπός, θεληματικό τσουτσούνι, φέτες οι κοιλιακοί. Σου ζητάει το MSN σου για να κάνετε chat. Εσύ μην ξέροντας τι είναι το MSN αναρωτιέσαι αν αυτό είναι το πολυτιμότερο πράγμα που έχεις και αν πρέπει να το δώσεις.

Ρίτα Σακελλαρίου: Νέος, ωραίος, πράσινα μάτια... (από HODJAS, 29/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο από το γαλακτομπούρικο (ή -μπούρεκο) και το μπούτι. Έτσι αποκαλείται κοπελιά με πολύ άσπρα μπούτια (και γενικά ξασπρισμένη), τόσο που να θυμίζουν την ασπρίλα του γάλα(κ)τος.

Συχνό χαρακτηριστικό σε γκομενάκια από ΗΒ / Ιρλανδία / Γαλλία, το οποίο όχι μόνο δε με χαλάει, αλλά με τέρπει όσο ένα... ταψί γαλακτομπούρικο (είμαι λίγο χοντρούλικο, το ατιμούτσικο). Συνοδεύεται συχνά από φακίδες και από πολύ λεπτά χαρακτηριστικά προσώπου. Αν φοράει δε και γυαλιά... βαστάτε με!

Έκφραση που συνοδεύει την ανεύρεση τέτοιας γκομενός: «Γαλατάς ήταν ο πατέρας σου;»

- Λοιπόν, δε μου 'πες. Σ' άρεσε η Bridget;
- Αν μ' άρεσε λέει... Κωλόφαρδε, πάλι γαμώ τα μουνάκια πηδάς!

Αγνό γαλατάκι! (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 29/05/10)Οι Τρεις γαλακτομπούτικες Χάριτες, το αισθητικό ιδεώδες του αλμπινιστή και τοφαλολάγνου Rubens.  (από Khan, 31/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified