Selected tags

Further tags

Έαρ ή θέρος και η πλάση φοράει τα καλά της. Ιδιοκτήτης πιστιάρας μηχανής φοράει το μαϊμού δερμάτινό του παντελόνι και φορτώνει την πατσοκοιλιασμένη, συνήθως, γκόμενα στο μοτόρι και ξεχύνονται στας εξοχάς να πιάσουν το μάη ή στη χειρότερη κανα παιδί. Η συνοδηγός ευτυχής για την τσάρκα και για να εντυπωσιάσει - καρακαυλώσει τον Ρόσι της, φοράει τα καλά της ή, σε απλά ελληνικά, τα ξέκωλά της. Χαμηλοκάβαλο τζιν-μπλουζάκι αφαλοκόφτικο.

Η χαραδροκώλα, λοιπόν, γυνή, είναι αυτή που μόλις καθίσει στη σέλα προσφέρει άπλετο θέαμα στους οπισθοπορευόμενους. Το θέαμα είναι αμφιβόλου κάλλους, μια και η ανατομική λεπτομέρεια διαχωρισμού των κωλομερίων είναι ευμεγέθης και αρκετά μακριά, καταλήγουσα ενίοτε λίγο κάτω από τον σβέρκο της. Σε αμερικανοτραφέντα οδηγό κορβέτ -ας θα θυμίσει τον γκραν κάνυον στον ζωνιανίτη οδηγό δικάμπινου αγροτικού με χρωμιωμένη μάσκα και κρυφά ούζι στον προφυλακτήρα, θα θυμίσει το φαράγγι της Σαμαριάς, εξ ου και ο γενικευθείς ορισμός. Απαραίτητο αξεσουάρ της αμφίεσής της οι πουτανόγοβες, από 10ποντα και άνω, κάνοντας την θέα της χαράδρας ακόμη αβυσσαλεότερη, προσπαθώντας να πατήσει στα σταντ της μηχανής.

Όλοι μας σε μποτιλιάρισμα οδεύοντας προς λαοφιλή πλαζ έχουμε συναντήσει καλλίκωλες ή χαραδροκώλες συνεπιβάτισσες σε μηχανή χιλιάρα και άνω, οπότε επικαλούμαι το μνημονικό των αναγνωστών του λήμματος για παράδειγμα γλαφυρότερον ενός εικαζομένου προκατ εξάμπλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλοσχισμή που ξεπροβάλλει καθώς το παντελόνι μαζί με το σώβρακο υποχωρούν προς τα κάτω. Λέγεται έτσι λόγω ομοιότητας με τους κερματοδέκτες των αυτόματων πωλητών και των πάλαι ποτέ «ούφο» ηλεκτρονικών παιχνιδιών.

Ο κερματοδέκτης συναντάται πολύ σε υδραυλικούς και σε μάστορες βουλκανιζατέρ.

- Μαλάκα έχεις ψιλά;
- Γιατί, θα δώσεις πουρμπουάρ στον παραγιό του μάστορα;
- Όχι ρε μαλάκα ... δεν βλέπεις πώς σκύβει; Βγήκε ο κερματοδέκτης!

Βλ. και ξεκωλτέ. Αγγλικανιστί: butt crack, plumber's butt.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χτυπητά ξανθιά (φυσική και μη) γυναίκα με υπερβολικά φουντωτό μαλλί, που μοιάζει με τον ομώνυμο ήρωα της Ντίσνεϋ (The Lion King).

- Πώς σου φαίνεται το μαλλάκι που μου έφτιαξε ο Τρύφωνας; Πρώτο, ε;
- Καλέ εσύ είσαι σαν τον Λάιον Κίνγκ! Πώς έγινες έτσι;!

Bonnie Tyler (από Jonas, 05/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αδύνατος, ο κοκαλιάρης, που δεν έχει ίχνος μυ πάνω του.

Χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στα γυμναστήρια από τους πολύ γυμνασμένους (τούμπανα) για να χαρακτηρίσουν τους κακομοίρηδες αδύνατους, που σηκώνουν λίγα κιλά και οι οποίοι τους χαλάνε την αισθητική.

- Κοίτα τον ρε πώς είναι, τον καχεξία. Ούτε 20 κιλά δε βάζει στη μπάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθαρότατα μή ρατσιστική λέξη αναφερόμενη σε μαύρη γυναίκα. Κατά κανόνα εκφράζει συμπάθεια, αλλά ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί και στο πιο ουδέτερο, όταν απλά θέλουμε να αποφύγουμε την ενδεχομένως άχαρη λέξη «μαύρη». Ακόμα και τότε, όμως, έχει μία θετική χροιά, η οποία, βεβαίως, δεν έχει να κάνει με το αν είναι ωραία γκόμενα ή όχι.

Αντίστοιχο για το αρσενικό είναι το πιο μπανάλ μαυρούλης, όπως και το μαυρούλα για γυναίκες, αλλά δεν χρήζουν λημματογράφησης.

Πάσα: η μαυρούκα στο εστιατόριο του πανεπιστημίου που βάζει τίμιες μερίδες, όχι σαν κάτι άλλους που κάνουν λες και τους τρώμε το φαΐ απ' το πιάτο, και με ένα απίστευτο χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπο.

- Έφεξε, θείο, θα φάμε σαν άνθρωποι σήμερα!
- Έλα ρε, δουλεύει η μαυρούκα; Ρεσπέκ.

Άννα μαυρούκα μου Άννα (από Khan, 05/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας με την όψη ημιάγριου, αυτός που μοιάζει με Νεάντερταλ.

Συνήθως φέρει γένια και έχει σκούρο χρώμα δέρματος και είναι βρώμικος ή απεριποίητος.

- Ρε συ έπαθα πλάκα σήμερα! Πέρασα μια βόλτα από το Πολυτεχνείο και από παντού ξεφύτρωναν ταρζάν!
- Ναι το ξέρω... Οι περισσότεροι είναι λες και βγήκαν από καμιά σπηλιά...

(από juve90, 04/10/11)(από juve90, 04/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ τριχωτός άντρας. Λέγεται και για γυναίκες.

Δεν λέμε «μαϊμού» , λέξη η οποία παραπέμπει σε πονηριά, τσαχπινιά ή σε ασχήμια προσώπου, ούτε λέμε «χιμπαντζής», που παραπέμπει σε χοντροκοπιά και νεαντερτάλια συμπεριφορά. Ο μπαμπουίνος είναι η ειδική λέξη για την τρίχα.

  1. - Χθες έλιωσα στο γέλιο, πήγαμε για μπάνιο στο Καβούρι και με το που βγάζει ο Νώντας τα ρούχα του, ΣΟΚ! ούτε μία τρίχα!
    - Με δουλεύεις! Έκανε αποτρίχωση ο μπαμπουίνος;!

  2. Και πού 'σαι, αυτή τη φορά να φέρεις κανα νόστομο γκομενάκι, όχι πάλι κανα μπαμπουίνο όπως τις προάλλες, ε;

(από Vrastaman, 10/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Χοντραίνω στην περιφέρεια.

  2. Ισχύει και για τα αυτοκίνητα όταν δεν έχουν καλά κρατήματα στις στροφές. Τότε λέμε ότι το αμάξι ''πετάει κώλο''.

- Ρε μωράκι λύσε μου μια απορία. Πώς καταφέρνεις και πετάς κώλο περπατώντας στην ευθεία;
- Τι εννοείς;;
- Τίποτα μωρέ. Σκεφτόμουν ότι πρέπει να κάνω σέρβις στ' αμάξι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικός τύπος αλωπεκίας, που εμφανίζεται στο πίσω μέρος προς την κορυφή του κεφαλιού, της οποίας το σχήμα και το μέγεθος θυμίζει το γνωστό έδεσμα.

Οι κρίσιμες ηλικίες για την εμφάνισή της είναι αυτές μεταξύ των τριάντα και των πενήντα. Συναντάται αποκλειστικά σε άντρες, οι οποίοι ως γνωστών συνηθίζουν να αφήνουν καράφλα, ενώ έχει ύπουλη δράση καθώς δεν είναι εύκολα ορατή από τον κάτοχό της, με αποτέλεσμα να δημιουργεί την ψευδαίσθηση πως ακόμα διατηρεί αγέρωχη την κόμη του.

Συνήθως παρουσιάζεται στα πρώτα στάδια της δημιουργίας μιας αυτοκρατορικής καράφλας (δηλ. τ. Θανάση Βέγγου), υπάρχουν όμως πάμπολλες περιπτώσεις όπου η επιφάνειά της δεν μεταβάλλεται στο πέρασμα του χρόνου. Όπως και να 'χει πάντως δείχνει πάντα πιο ισχνή και είναι σίγουρα υποδεέστερη από οποιονδήποτε άλλο τύπο καράφλας.

Σημείωση: η καράφλα του μπιφτέκα δεν μοιάζει απαραίτητα με αυτή του λήμματος.

- Μα είδες ο άτιμος μαλλί που το 'χει;!
- Ποιος πέθανε; Δεν τον έχεις δει καλά μου φαίνεται! Για φέρ' τον μια βόλτα και θα καταλάβεις...
- Λες ε;
- Παιδί μου, έχει ένα μπιφτέκι να! μετά συγχωρήσεως.

Ακριβώς αυτό. (από PUNKELISD, 11/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποδίδεται σε άτομα που δώσανε ό,τι είχανε και είναι πλέον άχρηστοι. Τα άτομα αυτά θέλουν αντικατάσταση, όπως ακριβώς τα χρησιμοποιημένα λάστιχα ενός αυτοκινήτου. Ο όρος αναφέρεται συνήθως σε γυναίκες, ποδοσφαιριστές, κτλ.

  1. Άσε την Πόπη και βρες καμία πιτσιρίκα. Αυτή είναι καμένο λάστιχο.

  2. Στο μαγαζί σου να προσλάβεις πωλήτριες με προσόντα και προπάντων να είναι μικρές σε ηλικία. Μην προσλάβεις καμία 50άρα... Αυτή είναι καμένο λάστιχο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified