Selected tags

Further tags

Ο χοντρός μπουχέσας που είναι όλο φαΐ και σκατό. Σε νεαρές ευαίσθητες ηλικίες, αποτελεί συνηθισμένο εύκολο στόχο της παρέας και όσο για γυναίκες, παλιότερα θα περίμενε να του χαμογελάσει μια και μοναδική φορά ο θεός Έρωτας και να βρει μια καλή κοπέλα που θα τον αγαπήσει επειδή είναι καλό παιδί. Τώρα απλώς είναι τακτικός σε στριπτιτζάδικα, κωλόμπαρα κτλ κτλ.

  1. - Κοίτα ένα γκομενάκι που κυκλοφορεί ο φούσκας!!
    - Έχει λεφτά ο πατέρας του...
    - Ααα... (παύση μη καθορισμένου χρόνου προς αναλογισμό της σύμφυτης με τη ζωή αδικίας και της θέσης μας στο σύμπαν ως ανυπεράσπιστα μικρόβια)

  2. (από γκρουπ στο facebook κάποιων που θέλουν κι αυτοί να σφαλιαρίσουν τον Πάγκαλο...)
    «Τι λες ρε φούσκα... βλέπεις εδώ σε εμάς πόσοι θέλουν να σε μπατσίσουν ;;;; Δεν σε ενδιαφέρει αυτό;;; »

Βλ. και εύχοντρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τσιγγάνος, εις την ρατσιστικήν. Στον πληθυντικό: βρομά.

Ελεεινό λολοπαίγνιο του ονόματος Ρομ.

- «Βαποράκι» 10 ετών με εντολή του… μπαμπά! (Βρομ φυσικά). Ο «στοργικός» πα-τέρας είναι ένας 33χρονος τσιγγάνος που περιδιάβαινε τα στέκια τοξικομανών στον Πύργο, κρατώντας από το χέρι τον 10χρονο γιο του σαν καλός μπαμπάς!
(εδώ)

- Οι Βρωμ το ξέρουν ότι είναι ελληναράδες;
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μποντιμπιλντεράδικο συμφραζόμενο, κρέας είναι η καθαρή, άπαχη μυική μάζα, απόλυτο ιδανικό των πιστών του αθλήματος.

Να σημειωθεί, καταρχήν, η θετική εν προκειμένω σημασιοδότηση του κρέατος, εν αντιθέσει προς τους τρεις εκ των συνολικά τεσσάρων λοιπών ορισμών του.

- Μ' αυτό το φαρμάκι σ' το υπογράφω ότι θα βάλεις τρία κιλά κρέας πάνω σου σε δυο μηνάκια.

Σε αντίθεση προς τον τοις πάσι γνωστό όγκο, το κρέας είναι εξ ορισμού καθαρό, η πεμπτουσία της «ποιότητας». Ο «όγκος» περιέχει, εκτός από καθαρή μυικότητα, λίπος και υγρά, απαραίτητα κατά τα άλλα σε ένα δόκιμο πρόγραμμα σωματοδόμησης. Συνώνυμο του κρέατος είναι μάλλον η (μυική) «μάζα», όρος που συχνά εκφέρεται στον πληθυντικό ως επιφώνημα («μάζες!») ως δηλωτικό οικειότητας και αναγνώρισης μεταξύ μπιλντεριών.

Στόχος του παρόντος δεν είναι να αποτελέσει πηγή πραγματολογικού υλικού περί των τρόπων κτήσεων καθαρού κρέατος / μάζας, να σημειωθεί εντούτοις συνοπτικά ότι η χημική υποβοήθηση αποτελεί, από ένα σημείο και έπειτα, απαραίτητη προϋπόθεση χτισίματος «νέων» μαζών. Σε αντίθετη περίπτωση, η απλή χρήση παραδοσιακών μεθόδων (τακτική γυμναστική και προσεγμένη διατροφή) καθίσταται αργά ή γρήγορα ατελέσφορη, εξαιτίας της ομοιοστατικής λειτουργίας του ανθρώπινου οργανισμού ο οποίος μοιάζει να «αντιστέκεται» στις προσπάθειες διαταραχής των αναλογιών μεταξύ μυικού και λιπώδους ιστού.

Να σημειωθεί, τέλος, η συγγένεια του προκείμενου ορισμού του κρέατος με εκείνον που ορίζει το κρέας ως το πέος, το ανδρικό μόριο. Και στις δύο περιπτώσεις τονίζεται το στοιχείο της καθαρότητας, του αμιγούς αλλά και το ευαίσθητο και άρα άξιο ενδελεχούς προστασίας, ως κόρην οφθαλμού, του εν λόγω κρέατος.

- Μήτσο είσαι στα καλύτερά σου ρε φίλε, με τόσο κρέας απάνω σου δε σ' έχω ξαναδεί. Ποιοτικός κάργα, μπράβο. Έπαιξες γουινάκι;*

*winstrol, εμπορική ονομασία της ουσίας στανοζολόλη

Βούβαλο τ. Belgian Blue (από Vrastaman, 05/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μποντιμπιλντεράδικο συμπεριέχον, ποιοτικός είναι αθλητής με χαμηλά ποσοστά σωματικού λίπους και, αντιστοίχως, υψηλά ποσοστά καθαρού κρέατος.

Η χρήση του ποιοτικός, εν αντιθέσει προς τα τετριμμένα φέτας, κομμάτιας, κλπ, ή προς τα «λαϊκότροπα» και ολίγον τι vulgar φιτίλιας, σφαγμένος, κλπ, αποκλείει ενδεχόμενη ειρωνεία ενώ προσδίδει επίφαση επιστημονικότητας και επομένως αυξημένο κύρος στο λόγο του ομιλούντος μπιλντεροϋποκειμένου.

- Πώς τον κόβεις το Μήτσο;
- Πολύ πιο ποιοτικός από πέρσι. Δε βλέπεις φλεβίδι που έχει πετάξει; Καλώδια κανονικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν επί χρήμασι κορασίδες παρατάσσονται με ελλιπή ενδυμασία προκειμένου να τις δει ο πελάτης και αργά ή γρήγορα να επιλέξει.

Μπορεί να συμβεί λ.χ. σε πιάτσες, στο εξωτερικό και σε πραγματικές βιτρίνες (!), σε καναπέδες στριπτιτζάδικου νωρίς, αλλά πλέον κυρίως στο Ίντερνετ. Έχω την εντύπωση ότι η (μη βίρτουαλ) κρεαταγορά αυτή συμβαίνει πολύ λιγότερο στην Ελλάδα σε σύγκριση με το εξωτερικό.

- Χτες πήγα νωρίς στο Μπέιμπι Ωχ και πρόλαβα και την κρεαταγορά πριν βγουν στην γύρα για πουτό-χουρό.

Τα αρνητικά της κρεαταγοράς. (από joe909, 13/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαύρισμα από τον ήλιο που απαντάται σε φαντάρους και σχηματίζεται τριγωνικό στο σημείο του λαιμού και του πάνω μέρους του στέρνου λόγω του σχήματος του χιτωνίου που αφήνει ακάλυπτη την περιοχή αυτή. Λόγω της τριγωνικότητας αυτής αποκαλείται χαϊδευτικά μουνάκι.

Πάσα: Punkelisd.

Τι ήτανε να απολυθείς μες στο κατακαλόκαιρο. Πρέπει τώρα να κάνεις μπόλικη ηλιοθεραπεία να φύγει το μουνάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα πανέμορφη, ρομαντικά απρόσιτη, και αιθέρια έως εύθραυστη, που αν το καμάκι είχε πίστες, αυτή θα ήταν άνετα η τελική μάνα. Λέγεται συνήθως με ένα τσικ ειρωνείας.

Ο όρος οφείλεται ίσως στην Κατερίνα Γώγου, η οποία τον χρησιμοποίησε σ' έναν στίχο στο «Ιδιώνυμο» (1980), και είναι η παλιότερη καταγραφή του που κατάφερα να βρω. Σε κάθε περίπτωση, χάρη σ' αυτόν το στίχο είναι που έχει διαδοθεί όσο έχει διαδοθεί, αν και με μάλλον απλοποιημένη και πιο συγκεκριμένη σημασία σε σχέση με τη χρήση του στο ποίημα.

Σύγκρινε: θεά / θεογκόμενα, λίλιαν, μπιμπελό, πλάσμα

  1. Η μοναξιά...
    δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια
    της συννεφένιας γκόμενας.
    Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
    κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
    και στα παγωμένα μουσεία.
    Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλιών «καλών» καιρών
    και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
    μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
    Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
    βοϊδίσιο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς
    κι ασορτί εσώρουχα.

(Κατερίνα Γώγου, «Ιδιώνυμο» 24, διατηρημένη ορθογραφία)

  1. Η Θάλεια πήρε τα απάνω της, όπως πάντα σαν ελατήριο και λάμποντας μεταμορφώθηκε από 60άρα γκρίζα ενός γλυκού μουντού φθινοπώρου στην συννεφένια γκόμενα, ξανθιά, που ήταν πάντοτε, φωνάζοντας: «Ο». (από ιστολόι)

  2. — Λες, δηλαδή, ότι οι ρόλοι των δύο φύλων πρέπει να είναι διακριτοί.
    — Nαι, χωρίς όμως αυτό να εμποδίζει τον άντρα ν' ανακαλύψει τις «θηλυκές» του πλευρές –την ευαισθησία, την τρυφερότητα, την κατανόηση, ας πούμε–, ούτε και τη γυναίκα ν' αναπτύξει χαρίσματα που θεωρούνται αρσενικά, όπως ο δυναμισμός και η αποφασιστικότητα. O «πολλά βαρύς» άντρας και η «συννεφένια γκόμενα» δεν πολυφοριούνται πια ως μοντέλα. Nομίζω ότι και τα δύο φύλα είναι αρκετά ώριμα γι' αυτή την υπέρβαση. (από συνέντευξη του Μαρκουλάκη εκεί)

  3. γουστάρω να σε βλέπω να σε γονατίζει έτσι η ζωή που πας να απαρνηθείς σαν την πρώτη συννεφένια γκόμενα με καυτό σορτσάκι :-) (από ιστολόι)

  4. Στα φοιτητικά χρόνια, συνέχισα σταδιακά να παχαίνω. Γύρω στα 20 χρόνια μου είχα φτάσει τα 125 κιλά ενώ κάπνιζα δυο πακέτα τσιγάρα την ημέρα και έπινα πάρα πολύ αλκοόλ όπως κάθε φοιτητής στη Θεσσαλονίκη που σέβεται τον εαυτό του! Τα προβλήματα είχαν ξεκινήσει. Π.χ. όλη η παρέα γελούσε μαζί μου γιατί πάντα τους τραβολογούσα σε απόμερες παραλίες το καλοκαίρι. [...] Όμως και πάλι σε γενικές γραμμές, περνούσα μια χαρά. Προφανώς είχα καταλάβει πως δεν με κοιτάνε οι συννεφένιες γκόμενες της σχολής ή ότι δεν μπορώ να κάνω «καμάκι» μέσα σε ένα μπαράκι με μεγάλες πιθανότητες, όμως και δεν είχα μεγάλο πρόβλημα γιατί τύχαινε πάντοτε να έχω μεγάλες και σταθερές σχέσεις. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα από αστεϊσμό 2 ταχυτήτων που αυτονομήθηκε και πλέον λειτουργεί ως χαρακτηρισμός του συνηθισμένου καλουπιού της Ελλεεινίδας, δείγμα της οποίας μπορείτε να βρείτε οπουδήποτε σερβίρονται μοχίτα.

Η ορίτζιναλ στιχομυθία ξεδιπλώνεται κάπως έτσι:

[I]- Πω ρε φίλε, τι παστάκι είναι αυτό απέναντι;
- Δε λέω, καλούλα είναι αλλά μου φαίνεται πως είναι σαν το ΙΕΚ.
- Τί ΙΕΚ ρε τρόμπα;
- Ξινή.[/I]

Αφού η στιχομυθία έχει ξεδιπλωθεί και λιάζεται είναι τουλάστιχον ακατόρθωτο να την ξαναδιπλώσεις και να την ξαναξεδιπλώσεις στο ίδιο άτομο οπότε η ατάκα «του ΙΕΚ», ακολουθώντας τον δαρβίνειο μονόδρομο, εξελίσσεται μοναχή της. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την ανοργασμική, μονίμως με περίοδο γκόμενα που τίποτε σε όλον τον κόσμο τούτο δεν είναι αρκετό γι' αυτήν. Την ξινή.

Η στιχομυθία έχει διαμορφωθεί κατάλληλα για τον εξυπνάκια του τουίτερ (134 χαρακτήρες, αν φύγουν οι παύλες χωράει και το @όνομαέλληνα/ελληνίδαςσόουμπιζάκια).

Σε μπαρ:

- Ρε, νομίζω αυτή με κοιτάει! Χώνομαι, μαλάκα, χώνομαι! Μισό λεπτό αργότερα
- Τη μαλακισμένη. Του ΙΕΚ ήταν... Αλλά εκείνη δίπλα της; Εκείνη σίγουρα ψήνεται! Μισό λεπτό αργότερα
- Άλλη ψωνάρα του ΙΕΚ από 'κει... Για δες εκείνο το μελαχρινό; Χοσέ; Μισό λεπτό αργότερα
- Τι διάολο ρε μαλάκα, εκδρομή από το ΙΕΚ ήρθαν όλες;

Σε νήμα στο φόρουμ του κοσμοπόλιταν:

02:36:12 η χρήστρια CryCtalitCa έγραψε:
Δεν μπορώ να καταλάβω που πήγαν οι άντρες. Πως έρχεσαι άνθρωπέ μου να μου μιλήσεις χωρίς να φαίνεται αν το εσώρουχό σου είναι Calvin; Γι' αυτό υπάρχουν τα χαμηλοκάβαλα παντελόνια ρε βλάχοι LMFAO!

02:36:42 η χρήστρια elenAAyapaWAle3h έγραψε:
- Ούτε κι εγώ καλή μου δεν ξέρω που κρύφτηκαν. Εμένα ήρθε να μου μιλήσει ένας τυπάκος που μόλις είχε φάει άκυρο από μια διπλανή μου. Αν δεν είσαι καλός γι' αυτήν θα είσαι για μένα;

02:37:12 η χρήστρια cOfOuLiNi K c OpOiOn ArEcw έγραψε: - Αχ, που θα πάει κορίτσια, θα τους βρούμε! Εμένα μου την έπεσε ένας που σε όλο το μαγαζί ήξερε μόνο το φίλο του και 2 άλλες κοπέλες! Που πας ρε καημένε χωρίς γνωριμίες, χωρίς ένα στάτους;

Του ΙΕΚ με την καυλή έννοια (από Khan, 02/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραβώ το πουκάμισο ή το T-shirt που φοριέται μέσα στο παντελόνι ώστε να κρεμάσει λιγάκι και να μοιάζει με μπουφάν παλαιάς κοπής (βλ. εϊτίλα).

Κοινή έκφραση σε παλαιότερες εποχές που τα εν λόγω ρούχα φοριόταν μέσα στο τζιν (ει δυνατόν σωλήνας) ή στο υφασμάτινο παντελόνι με τις πιέτες.

- Πώς σου φαίνομαι; Σένιος, ε;
- Βρε, μπουφάνιασε το πουκάμισο! Σου κάνει μια κοιλιά να!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Faux γαλλιά που σημαίνει διανοουμενίστικος.

Κτγμ η γαλλιά οφείλεται αφενός στο ότι το διανοουμενίστικος είναι δύσχρηστο ως υπερβολικά μακρόσυρτο και αφεδύο στο ότι έχουμε συνδέσει την γαλλική κουλτούρα με φαινόμενα υπερκουλτουρίασης, επίτηδες δυσνόητων κειμένων κ.τ.ό. σε αντίθετα με την αγγλοσαξονική τάση να δίνονται όλα ως μασημένη τροφή με εύκολα παραδείγματα που να ευτελίζουν σαδιστικά την όποια βαθύτητα σκέψης κτλ.

Η έκφραση λέγεται τόσο για κείμενα ή καλλιτεχνικά έργα όσο και για στυλ εμφάνισης. Πολλοί αποκτούν το διανοουμενέ υφάκι σε όψιμη ηλικία στην λογική του αυτά μας τα 'πανε πολλοί, μας τα 'πε κι ένας Γάλλος, αν δεν διανοουμενίστηκες μικρός, θα διανοουμενιστείς μεγάλος.

  1. Το βιβλίο της Κρίστεβα μπορεί να θεωρηθεί δύσκολο, διανοουμενέ, χιλιοψαγμένο, αλλά ο αναγνώστης με λίγη επιμονή και καλή διάθεση δεν χάνει το νήμα.

  2. Έχει αλλάξει στυλάκι και, τώρα, με τα κοκάλινα γυαλιά προσπαθεί να προωθήσει ένα πιο διανοουμενέ λουκ.

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified