Selected tags

Further tags

Περιγράφει την ελαφριά γυναικεία ενδυμασία που αποτελείται μόνο απο εσώρουχα και ένα κομπινεζόν, ή και χωρίς αυτό στις πολλές κάψες.

Συντάσσεται με το ρήμα «είμαι» (όρα παράδειγμα).

- Αχ! μην μπείτε μέσα, είμαι νεγκλιζέ. Μια στιγμή να ρίξω κάτι πάνω μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση σημαίνει απλώς «μουνάρα».

Όσο να 'ναι, δεν ξεκινάνε όλοι οι άνθρωποι στους στίβους της ζωής από την ίδια αφετηρία, και στον κάθε στίβο –όχι μόνο το πανεπιστήμιο, φυσικά, παντού–, το να κάθεσαι στον αφέτη βοηθάει την κατάσταση σου. Μπρος στο νινί deluxe τύφλα να 'χει το bluetooth, κάνεις τη δουλειά σου και μ' αυτό δηλαδή, αλλά καράβι δύσκολα σέρνεις.

Στην Αργεντινή, πάντως, ο συγγραφέας Gonzalo Otalora έχει αρχίσει καμπάνια για τη φορολόγηση της ομορφιάς (βλ. εδώ).

(Η φράση είναι φίλου μου, αλλά νομίζω αξίζει –και για να αποκαταστήσω και μια παράλειψη– να πω ότι ήταν κάποιος φίλος αυτού του φίλου μου που είχε πει τη φράση όλα τα λέιζερ πάνω μου. Είχε χτίσει ως φοιτητής τα κωλόμπαρα της Βουλγαρίας).

- Γεννήθηκε μ' ένα διδακτορικό δικέ μου η Λίλιαν....
- Πάνω σε ποιο θέμα;
- Σ' όλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα πλαίσια σλανγκάζ, ενώ το τσουλί είναι η γκόμενα που ντύνεται προκλητικά με πουτανίστικο τρόπο, δηλαδή σαν τσούλα, το τσόλι είναι η γκόμενα που ντύνεται επιθετικά απλώς για να προκαλέσει και να κάνει αισθητή την παρουσία της, όχι κατ' ανάγκη διεγείροντας σεξουαλικώς.

Επίσης, η γκόμενα που το παίζει τσαμπουκαλού και κυνηγός υιοθετώντας αντρικές συμπεριφορές με τρόπο που δεν της πάει.

Η διαφορά από το τσουλί υπάρχει και στην ετυμολογία, όπου το τσόλι προέρχεται από τουρκική λέξη για το «κουρέλι», ενώ το τσουλί από ιταλική για το κοριτσάκι.

- Τι γίνεται με αυτήν την Λάουρα; Καλά τσουλί πάντοτε ήτανε, αλλά τώρα έχει αρχίσει να γίνεται και τσόλι! Δεν φτάνουν τα ξεκωλτέ με τα τσουλόσημα, που πάντοτε συνήθιζε, τώρα φοράει μαζί και κάτι κόκκινα τακούνια κι ο Θεός βοηθός!

Στο 1:06 η Φτερού ωρύεται... (από HODJAS, 08/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τσόλι ή τσούλι, είναι από την τουρκική λέξη çul, που σημαίνει χαλί από φθαρμένο ύφασμα, κουρελού. Οπότε σημαίνει ένα ξεφτιλισμένο, χαμερπές άτομο, ή με χάλια αισθητική και εμφάνιση.

  2. Κατά τον Μπαμπινιώτη, σημαίνει επίσης τον άνδρα που εκδίδεται. Κατά τον Βραστάνδρα, είναι λέξη της κουλτούρας των ομοφυλοφίλωνε, καθώς και των καβουροσλανγκοσαύρωνε

  3. Κατά την Ιρονίκ, «το τσόλι είναι κακό άτομο, ενώ το τσουλί μπορεί να είναι και χαριτωμένο. Ή τέσπα, όταν λέμε τσόλι το λέμε αποκλειστικά με κακία ενώ το «τσουλί» μπορείς να το πεις και χαριτολογώντας.

Το «τσουλί», παρεμπίπταμπλυ, έχει την εξής ετυμολογία:

τσουλί < τσούλα < ιταλικό ciulla με αποσπασμό από το < fanciulla = κοριτσάκι προεφηβικής ηλικίας (μωρ' σαν δεν ντρέπεστε, ανώμαλοι!) < fancello < fante = μωρό, παιδάκι < λατινικό infans, -antis .

Μυημένος Σλάνγκος: - Πώς έχεις ντυθεί έτσι σαν τσόλι! Και πρόσεξέ με: Λέω τσόλι, όχι τσουλί. Τι; Δεν ξέρεις την διαφορά; Slang it! Στραβάδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρίμα που χαρακτηρίζει τρέντυ εμφάνιση πλην λίγο παρώ. Στην Μεσσηνjία το λένε μαλλjί, γυαλjί και παντελόνjι Ljee.

- Tι το παίζει με το μαλλί, γυαλί και παντελόνι Lee ο μαβλάκας;

Στο 1.15 κ.ε. (από Khan, 24/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Η κακόγουστα και υπερβολικά ντυμένη γυναίκα, που μοιάζει με καρακιτσάτη λαμπάδα της Ανάστασης. Συνώνυμο: λατέρνα

Καλά, τι φόρεσε η λαμπάδα για νά 'ρθει στην Ανάσταση ρε πστ!... Καθρέφτη δεν έχει σπίτι της;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ράστα αποκαλούνται στην Ελλάδα σλανγκιστί οι πλεξίδες (dreadlocks) που αφήνουν για θρησκευτικούς λόγους οι Ρασταφαριανοί, οι φίλοι της μουσικής ρέγγε, αλλά και πολλά τρέντι εθνίκια.

Εκ του Rastafarianism < Ρας Ταφάρι Μακόνεν, το κατά κόσμον όνομα του μακαρίτη Αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ Α' που αποτελεί θεία ενσάρκωση για τους Ρασταφαριανούς.

-Στα ράστα ενός φίλου μου που ήταν πολλά και μακρυά κάνανε φωλιά κατσαρίδες!!

-Ένας φίλος με μακριά Ράστα είχε κρυμμένα μέσα 15g χόρτο και αφού τον σταμάτησε η αστυνομία και έψαξαν παντού (μέχρι και στην πίσω του τρύπα!) δεν το βρήκανε.

(από εδώ)

Η εμφάνιση αυτή πιστεύεται από τους ίδιους πως εναρμονίζεται με το εδάφιο 21:5 από το Λευιτικόν της Παλαιάς Διαθήκης («καὶ φαλάκρωμα οὐ ξυρηθήσεσθε τὴν κεφαλὴν ἐπὶ νεκρῷ καὶ τὴν ὄψιν τοῦ πώγωνος οὐ ξυρήσονται καὶ ἐπὶ τὰς σάρκας αὐτῶν οὐ κατατεμοῦσιν ἐντομίδας») και το εδάφιο 6:5 του Βιβλίου του Αριθμών («πάσας τὰς ἡμέρας τοῦ ἁγνισμοῦ ξυρὸν οὐκ ἐπελεύσεται ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, ἕως ἂν πληρωθῶσιν αἱ ἡμέραι, ὅσας ηὔξατο Κυρίῳ· ἅγιος ἔσται τρέφων κόμην τρίχα κεφαλῆς»), ενώ συχνά συνδέεται και με τη βιβλική αναφορά στις επτά «σειρές» της κεφαλής του Σαμψών (Κριταί, Κεφ. ΙΣΤ'.13).

(Βικούλα)

Dr Alimantado: πραγματικός Ράστα με "ράστα" (από Vrastaman, 22/04/09)Rita & Ziggy Marley στον Λευκό Οίκο :-) (από Vrastaman, 16/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μούφα, η μαϊμού, το ντεμέκ.

Ως γνωστόν οι ονομαζόμενοι Βλάχοι αυτοαποκαλούνται Armani, έτσι λοιπόν στα βλάχικα το λήμμα σημαίνει κυριολεκτικά από το εμπόριο/μαγαζί (τα βλάχικα βρίθουν ελληνικών δανείων) των Βλάχων.

Δεδομένου ότι και ιστορικά πολλοί Βλάχοι διεκρίθησαν ως έμποροι (σε Βιέννη, Τεργέστη, Οδησσό κτλ.) από τον 17ο έως και τον 19ο αιώνα, το λήμμα αποκτά και μία ιστορική υπόσταση.

Τώρα, για το πραγματικό Emporio Armani μην γλείφεστε οι έχοντες, και το Γιωργιό μάλλον θκο μας παιδί ήτανε (ναι, αλλά τίνος;)

Συναφή: Artisti Gargaliani, Χαρμάνι, Μπιτσιάνι

- Εεε ι ααα, α; (=άτσα κουστουμιά ο ανάπηρος!)
- Αρι χαμένε, Emporio d' Armani είν΄δεν το τράς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο gay γυμνιστής που περιφέρεται στην παραλία χαρωπός με το τσουτσούνι έξω. Κατ' επέκταση, τσουτσουνέλους λέμε και αυτούς που ανεξαρτήτα από τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις πετούν ακομπλεξάριστα τον παργαλάτσο τους σε δημόσια θέα όποτε τους δοθεί η ευκαιρία (παράδειγμα 2).

Η λέξη προήλθε προφανώς από το ζουζουνέλος (= ο πολύ τσαχπίνης, σε βαθμό παρεξηγήσεως).

  1. - ...πάμε λοιπόν στα Κουφονήσια σε μια ερημική παραλία και εκεί που νομίζαμε πως ήμασταν μόνοι, ξαφνικά σκάνε δύο τσουτσουνέλοι από κάτι βραχάκια...

  2. - Τον έχεις δει αυτόν τον γέρο που έρχεται στον γυμναστήριο;
    - Αυτόν που τριγυρνάει στα αποδυτήρια με τον πέοντα έξω λες;
    - Ναι, αυτόν τον τσουτσουνέλο!

Τσουτσουνέλοι εισαγωγής. (από Cunning Linguist, 26/04/09)Monty Python - The Penis Song (από Cunning Linguist, 11/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τεράστια κοιλιά.

Πανουσιακή λεξιπλασία από την σύνδεση των λέξεων κοιλιά και μαντζάρε (ιτ. mangiare) = τρώω, με συνειρμική μεταφορά στο όρος Κιλιμάντζαρο της κεντρικής Αφρικής.

Μεγάλε! Τι κοιλιμάντζαρο είναι αυτό που έχτισες μέσα σε έναν χρόνο;

(από baznr, 26/04/09)(από baznr, 26/04/09)Κιλιμάντζαρο. Το σλανγικό χιόνι του είναι το υποδόριο λίπος (επιφανειακό λίπος) (από GATZMAN, 27/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified