Αυτό το πρασινωπό που βάζουμε στα σούσι, αλλά και ο γουαζάς στον Υπερθετικό.
Πηγή: notheitis.
Κοίτα τον γουαζάμπι με το Φεραρικό!
Αυτό το πρασινωπό που βάζουμε στα σούσι, αλλά και ο γουαζάς στον Υπερθετικό.
Πηγή: notheitis.
Κοίτα τον γουαζάμπι με το Φεραρικό!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αφού έχουμε λημματογραφήσει ο,τιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς σε φραπέ, είπα να το γυρίσουμε και στη σοκολάτα βιενουά. Να πρωτοτυπήσουμε βρε αδερφέ, όχι όλο τα ίδια και τα ίδια.
Σοκολάτα βιενουά, λοιπόν, είναι ο εκτεταμένος τύπος του σοκολάτα που σημαίνει τους λεγομένους «έγχρωμους», αυτούς με κάπως καφετί δέρμα. Το έχω ακούσει κυρίως από γυναίκες για μαυρούκους άντρες, αλλά δεν αποκλείω να το πει και άντρας για Αφροξυλάνθη, κοινώς μουνί (τ)σοκολάτα.
Απ' όταν γνώρισε τον Πιερ ο Πέρι άφησε το φραπέ λούγκο κι άρχισε την σοκολάτα βιενουά.
Got a better definition? Add it!
Ανοιχτό πουκάμισο, καδένα ή χαϊμαλί να ξεχωρίζουν, ελαφρώς γυρισμένα τα μανίκια να φαίνεται η ρολογιά, υπερσιδερωμένο τζηνοειδές, μοκασίνι απαραιτήτως, χωρίς κάλτσα, άρωμα σε σκίζω μωρό μου, καγκουράμαξο, μπάτσικο κούρεμα με τζελ, υπέρ το δέον περιποιημένος γενικά. Πηδάει λαϊκά πινεζοπαστάκια ή ψηλά μπουζουκομούνια. Με τη μάνα όλα ωραία, είναι το παλικάρι της. Δεν είναι κακό παιδί, ούτε άσχημο, αλλά δεν έχει δική του προσωπικότητα. Επίσης δεν γαμάει καλά.
Ο λαϊκογάμητος από τον λαϊκό, διαφέρουν ως προς το ότι ο δεύτερος είναι ωθέντικ, ενώ ο πρώτος είναι απλώς μια εκφυλισμένη κόπια του. Και πιστεύω πως είναι λάθος το ότι η λέξη λαϊκός έχει καταλήξει να χαρακτηρίζει τον λαϊκογάμητο.
- Μα γιατί δεν σου αρέσει ο Στέλιος;
- Καλό παιδί μωρέ, αλλά λίγο λαϊκογάμητος...
Βλ. και λαϊκάτζα(ς), λάικα, η, καραλάικα, λαϊκουριά
Got a better definition? Add it!
Ανθεί η σλανγκ γύρω από τα εξανθήματα! (pun intended ο πούστης!).
Όπως κατεδείχθη πρόσφατα, υπάρχει η έκφραση βγάζω σπιθουράκια με, που μπορεί να ειπωθεί και ως: βγάζω μπιμπίκια, βγάζω σπυριά, βγάζω σπυράκια, βγάζω φλύκταινες, παθαίνω αναφυλαξία. Έχουν ενδιαφέρον οι ετυμολογίες όλων αυτών των σιχαμερώνε πραγμάτωνε. Ετυμολογίες:
σπυράκι < σπυρί < σπυρίον, υποκοριστικό του αρχαίου < σπυρός, με ανάπτυξη προθεματικού σίγμα (όπως σβώλος- βώλος) από < πυρός = κόκκος σιταριού.
φλύκταινα < φλύω = είμαι χυμώδης, ανθηρός/ βράζω, κοχλάζω/ κάνω εμετό/ φλυαρώ. Ομόρριζα τα φλοίσβος, φλοιός, φλούδι, λατινικό fluere αγγλικό fluently κ.ά.
αναφυλαξία, αντιδάνειο από το αγγλικό < anaphylaxis < αρχαίο ελληνικό φύλαξις.
σπιθουράκι < σπιθούρι < σπίθα + ούρι (πρβλ μνήμα- μνημούρι).
μπιμπίκι, υποκοριστικό του < μπίμπικας < αρχαίο ελληνικό βέμβιξ = σβούρα, ρόμβος. Ή < ιταλικό bimbo = μωρό. Πρβλ. bimbo.
Και ερχόμαστε στο θέμα, όπου η σλανγκολογία σηκώνει τα πόδια ψηλά! Υπάρχει λέξη μπισμπίκι; Και αν ναι, από που προέρχεται; Ο Μπάμπης δεν έχει λήμμα μπισμπίκι στο Λεξικό του, αλλά ως γνωστόν, λήμμα, ο απεδοκίμασεν ο Μπαμπινιώτης, τούτο εγενήθη εις κεφαλήν της σλανγκ. Αποφάσισα αντ' αυτού να ζητήσω την βοήθεια του Πονηρόσκυλου και αφού έδωσε τα φώτα του καταλήξαμε στα εξής.
Αφενός, υπάρχει το μπιμπίκι, για το οποίο ο Μπάμπης δίνει το βέμβιξ = σβούρα, αλλά κρατάει και μια πισινή με το ιταλικό bimbo. Αφετέρου, υπάρχει ο γερομπισμπίκης, δηλαδή ο πορνόγερος που θυμίζει πατέρα Καραμάζοφ, και στον οποίο ενδέχεται το λαγνογλοιώδες βλέμμα να συνδυάζεται με πολλά γέρικα μπιμπίκια και παραμορφώσεις του δέρματος λόγω του γήρατος μάλλον ή της εφηβείας.
Μπισμπίκι σκέτο υπάρχει, όθεν το γερομπισμπίκης;
Το Πονηρόσκυλο μου επέστησε την προσοχή σε ετυμολογία του γερομπισμπίκη από το τούρκικο beşbıyik, το οποίο σημαίνει μούσμουλο. «Φαίνεται να υπάρχει ομοιότητα ανάμεσα στο beşbıyık και το μπισμπίκι - με μια δόση υπερβολής, μπορεί να φανταστεί κανείς ένα μεγάλο, σάπιο μούσμουλο, μαυρισμένο να παρομοιάζεται με μπιμπίκι - ή, έστω, με μπισμπίκι, αν έτσι το πούμε» οσφράνθηκε το Πονηρόσκυλο. Προσωπικά, έχω ακούσει πολλές φορές την λέξη μπισμπίκι και μου φαίνεται πιθανή η ετυμολόγηση αυτή. Στο κάτω κάτω τι καλύτερο έχουν από τα μούσμουλα οι σβούρες, οι κόκκοι σιταριού, οι σπίθες, τα μωρά και οι φλοίσβοι;
Τατιάνα, η γνωστή (αν μιλούσε σλανγκ): Ήταν πραγματικά φρικτό! Ήρθε ένας γερομπισμπίκης, γεμάτος μπισμπίκια, φλύκταινες, μπιμπίκια, αναφυλαξίες, σπυριά, σπιθουράκια, και ήθελε και φραπέ ο απεόφοβος! Είχε δει τη μούρη του στο facebook; Και το χειρότερο: Δεν είχε άνεση στις τετάρτες- πέμπτες και βγάλανε μπισμπίκια τα χέρια και τα πόδια μου ως να τον παρηγορήσω.
Got a better definition? Add it!
Κακάσχημος, μπάζο, κοντόχοντρος, ενίοτε και τριχωτός.
- Κοίτα τεφαρίκι που χτύπησε ο μπάκακας!
- Ε, άμα είχα κι εγώ κάμπριο, θα σου λεγα.
Got a better definition? Add it!
Το προσωρινό αιμάτωμα που προκαλείται στο δέρμα από ρουφηχτό φιλί σε συνδυασμό πιθανώς με δάγκωμα –αποτέλεσμα συνεπώς κυριολεκτικής ρουφοδάγκας–, κατά τη διάρκεια ερωτικής περίπτυξης.
Σε εμφανή μέρη (λαιμός, χέρια) για τις εφηβικές ηλικίες και σε πιο απόκρυφα για τις μετεφηβικές, πρόκειται τόσο για παραδοσιακό τρόπο μαρκαρίσματος του άλλου μισού όσο και για υποδειγματική αφορμή παρεΐστικου κουτσομπολιού και καζούρας.
Λέγεται και ρούφηγμα.
ΒΙΚΤΩΡΑΣ: Χφ! Ο τέτοιος είναι πάλι; Ο γκόμενός σου;
ΕΥΑ: Μισό να απαντήσω...
ΒΙΚΤΩΡΑΣ: Του έχεις πεί οτι είσαι εδώ;
ΕΥΑ: Σου εξήγησα, δέν έχουμε μυστικά μεταξύ μας. Αλλα εφόσον δέν αλλάζουν τα συναισθήματά μου προς αυτόν έχω την άδειά του να...
ΒΙΚΤΩΡΑΣ: Τέλος πάντων. Σόρι αλλα δέν μπορώ να τ' ακούω.
ΕΥΑ: Μωράκι; Είσαι οκέι;
ΒΙΚΤΩΡΑΣ: Απόψε είσαι όλη δικιά μου. Μόνο αυτό με νοιάζει...
[σ.ς.: Μετά 'πο αρκετή ώρα...]
ΒΙΚΤΩΡΑΣ: Έλα εδώ, καυτή γκομενίτσα...
ΕΥΑ: Άχ... Εμ... Μόνο... Μή μου αφήσεις πιπιλιά, έ;
(Η. Κυριαζής, «Manifesto Δύο»)
Περί φιλιού: γαλλικό φιλί, γλωσσίδι, γλωσσόφιλο, κυνοδοντόφιλο, μάκια, μάτσα μούτσα, μουτς, μπαγαποντολειχία, πιπιλιά, τριπλογλώσσι, φάκια, φιδάκια, φιλάκι;, φιλάκια φιλικωτά, φιλάκιας, φιλί της ζωής, Φιλοπίππου, φιλώ, χυσόφιλο, χχχ.
Σε άλλες γλώσσες: hickey (αγγλικά), Knutschfleck (γερμανικά)
Got a better definition? Add it!
Η λέξη νταγλαράς, ή νταγκλαράς, ετυμολογείται από την τούρκικη λέξη dοgli (ορεσείβιος), που προέρχεται από την επίσης τούρκικη λέξη dag (βουνό).
Η λέξη dag (βουνό), παραπέμπει σε πολύ ψηλό και άχαρο άνθρωπο (ταβανόσκουπα), ενώ η λέξη dogli (ορεσίβιος), παραπέμπει σε κάποιον που, ενώ μπορεί να ζει στην πόλη, εντούτοις άγεται και φέρεται λες και ζει στα βουνά, σαν ορεσίβιος (φέρεται άγαρμπα, άκομψα, ατσούμπαλα, δεν έχει λεπτούς τρόπους, κλπ).
Εκφέροντας λοιπόν τον όρο, αναφερόμαστε σε έναν πολύ ψηλό και άχαρο άνθρωπο, σε έναν κρεμανταλά.
Ο όρος, έχει αντίστοιχη σημασία με τη λέξη μαγκλαράς.
Τα σπεκια στον φίλο Hank που το ανέβασε στο Δ.Π. αλλά και στον φίλο baznr, που μου το είχε προτείνει τις προάλλες, εδώ.
Got a better definition? Add it!
Φράση που χρησιμοποιείται για να τονίσει κάποιο ταλέντο ανθρώπου μικρόσωμου/κοντού. Αντίστοιχο του μικρός στο μάτι....
«Μην τόνε βλέπεις έτσι τούτο τον κοντό, το μπόι που του λείπει το 'χει σε μυαλό...»
(Ρίτα Σακελλαρίου, Ο κοντός με τη γραβάτα)
Got a better definition? Add it!
Από παλιά διαφήμιση της γνωστής οδοντόκρεμας.
Το συγκεκριμένο σλόγκαν καθιερώθηκε και στο σλανγκικό σύμπαν. Χρησιμοποιείται με μπόλικη δόση ειρωνείας, όταν θέλουμε να καταδείξουμε ένα αντιπαθητικό άτομο που:
φαίνεται να έχει καλούς τρόπους και χαμογελάει συνέχεια επιδεικνύοντας την κατάλευκή του οδοντοστοιχία για να κάνει δημόσιες σχέσεις (ενώ εμείς γνωρίζουμε πως πρόκειται για φίδι), ή
είναι κακάσχημος, υποφέρει από τερηδόνα, ουλίτιδα, του λείπουν αρκετά δόντια και το χαμόγελο τον χαλάει ακόμα πιο πολύ, ή απλά,
είναι αυτό που ο σοφός λαός ονομάζει «χαζό παιδί χαρά γεμάτο».
- Τσέκαρε τον Λάκη, ρε... από τότε που πολιτεύτηκε απέκτησε και το χαμόγελο της Colgate, κανονικά όμως...
Βλ. μήδι νο 1
Got a better definition? Add it!
Ακούστηκε από αγανακτισμένο τσοντοθεατή στο «Εσπέρια» όταν στην οθόνη αποκαλύφθηκε το δασύτριχο και μελανό αιδοίο της «πρωταγωνίστριας» (φυσικά τα κωκ απογειώθηκαν με μιας και όλοι εμείς τρέχαμε να κρυφτούμε κάτω από τον εξώστη... Ωραίες και αξέχαστες εποχές για όσους τις έζησαν).
(Δεν υπάρχουν πια αξύριστες γκόμενες στις τσόντες) χαχαχα !
Got a better definition? Add it!