Η κακόγουστα και υπερβολικά ντυμένη γυναίκα, που μοιάζει με καρακιτσάτη λαμπάδα της Ανάστασης. Συνώνυμο: λατέρνα
Καλά, τι φόρεσε η λαμπάδα για νά 'ρθει στην Ανάσταση ρε πστ!... Καθρέφτη δεν έχει σπίτι της;
Η κακόγουστα και υπερβολικά ντυμένη γυναίκα, που μοιάζει με καρακιτσάτη λαμπάδα της Ανάστασης. Συνώνυμο: λατέρνα
Καλά, τι φόρεσε η λαμπάδα για νά 'ρθει στην Ανάσταση ρε πστ!... Καθρέφτη δεν έχει σπίτι της;
Got a better definition? Add it!
Ρίμα που χαρακτηρίζει τρέντυ εμφάνιση πλην λίγο παρώ. Στην Μεσσηνjία το λένε μαλλjί, γυαλjί και παντελόνjι Ljee.
- Tι το παίζει με το μαλλί, γυαλί και παντελόνι Lee ο μαβλάκας;
Got a better definition? Add it!
Published
Τσόλι ή τσούλι, είναι από την τουρκική λέξη çul, που σημαίνει χαλί από φθαρμένο ύφασμα, κουρελού. Οπότε σημαίνει ένα ξεφτιλισμένο, χαμερπές άτομο, ή με χάλια αισθητική και εμφάνιση.
Κατά τον Μπαμπινιώτη, σημαίνει επίσης τον άνδρα που εκδίδεται. Κατά τον Βραστάνδρα, είναι λέξη της κουλτούρας των ομοφυλοφίλωνε, καθώς και των καβουροσλανγκοσαύρωνε
Κατά την Ιρονίκ, «το τσόλι είναι κακό άτομο, ενώ το τσουλί μπορεί να είναι και χαριτωμένο. Ή τέσπα, όταν λέμε τσόλι το λέμε αποκλειστικά με κακία ενώ το «τσουλί» μπορείς να το πεις και χαριτολογώντας.
Το «τσουλί», παρεμπίπταμπλυ, έχει την εξής ετυμολογία:
τσουλί < τσούλα < ιταλικό ciulla με αποσπασμό από το < fanciulla = κοριτσάκι προεφηβικής ηλικίας (μωρ' σαν δεν ντρέπεστε, ανώμαλοι!) < fancello < fante = μωρό, παιδάκι < λατινικό infans, -antis .
Μυημένος Σλάνγκος: - Πώς έχεις ντυθεί έτσι σαν τσόλι! Και πρόσεξέ με: Λέω τσόλι, όχι τσουλί. Τι; Δεν ξέρεις την διαφορά; Slang it! Στραβάδι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στα πλαίσια σλανγκάζ, ενώ το τσουλί είναι η γκόμενα που ντύνεται προκλητικά με πουτανίστικο τρόπο, δηλαδή σαν τσούλα, το τσόλι είναι η γκόμενα που ντύνεται επιθετικά απλώς για να προκαλέσει και να κάνει αισθητή την παρουσία της, όχι κατ' ανάγκη διεγείροντας σεξουαλικώς.
Επίσης, η γκόμενα που το παίζει τσαμπουκαλού και κυνηγός υιοθετώντας αντρικές συμπεριφορές με τρόπο που δεν της πάει.
Η διαφορά από το τσουλί υπάρχει και στην ετυμολογία, όπου το τσόλι προέρχεται από τουρκική λέξη για το «κουρέλι», ενώ το τσουλί από ιταλική για το κοριτσάκι.
- Τι γίνεται με αυτήν την Λάουρα; Καλά τσουλί πάντοτε ήτανε, αλλά τώρα έχει αρχίσει να γίνεται και τσόλι! Δεν φτάνουν τα ξεκωλτέ με τα τσουλόσημα, που πάντοτε συνήθιζε, τώρα φοράει μαζί και κάτι κόκκινα τακούνια κι ο Θεός βοηθός!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η φράση σημαίνει απλώς «μουνάρα».
Όσο να 'ναι, δεν ξεκινάνε όλοι οι άνθρωποι στους στίβους της ζωής από την ίδια αφετηρία, και στον κάθε στίβο –όχι μόνο το πανεπιστήμιο, φυσικά, παντού–, το να κάθεσαι στον αφέτη βοηθάει την κατάσταση σου. Μπρος στο νινί deluxe τύφλα να 'χει το bluetooth, κάνεις τη δουλειά σου και μ' αυτό δηλαδή, αλλά καράβι δύσκολα σέρνεις.
Στην Αργεντινή, πάντως, ο συγγραφέας Gonzalo Otalora έχει αρχίσει καμπάνια για τη φορολόγηση της ομορφιάς (βλ. εδώ).
(Η φράση είναι φίλου μου, αλλά νομίζω αξίζει –και για να αποκαταστήσω και μια παράλειψη– να πω ότι ήταν κάποιος φίλος αυτού του φίλου μου που είχε πει τη φράση όλα τα λέιζερ πάνω μου. Είχε χτίσει ως φοιτητής τα κωλόμπαρα της Βουλγαρίας).
- Γεννήθηκε μ' ένα διδακτορικό δικέ μου η Λίλιαν....
- Πάνω σε ποιο θέμα;
- Σ' όλα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Περιγράφει την ελαφριά γυναικεία ενδυμασία που αποτελείται μόνο απο εσώρουχα και ένα κομπινεζόν, ή και χωρίς αυτό στις πολλές κάψες.
Συντάσσεται με το ρήμα «είμαι» (όρα παράδειγμα).
- Αχ! μην μπείτε μέσα, είμαι νεγκλιζέ. Μια στιγμή να ρίξω κάτι πάνω μου.
Got a better definition? Add it!
Η πληθωρική και ζουμερή (μα σε καμία περίπτωση χοντρή) κωλάρα.
Προέλευση: Συμπαρασύρθηκε από την λέξη μπούτια δίπλα στην οποία συναντάται.
Προσοχή! Ποτέ μόνη της, παρά μόνο μαζί με τη λέξη μπούτια. Eξαίρεση: Στη φράση «Και γαμώ τα κώλια» μπορεί να σταθεί ως ανεξάρτητη.
- Φίλε, σ' άρεσε το Μαρινάκι;
- Αν μ' άρεσε λέει; Τι σωματάρα ήταν αυτή! Μπούτια, κώλια... τα πάντα όλα!
- Καλά, ηρέμησε, σου βγήκε από τον γιακά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο έχων μέγεθος κουκουναριού. Κυρίως αναφέρεται για να δηλώσει το υπερμεγέθες ζωυφίων όπως ψειρών, μουνόψειρων, ακάρεων κ.τ.λ.
Ε, και τι όμορφο πούναι να κάθεσαι σε μια άσπρη πόλη που τη λένε Τλαξκάλα, να λιάζεσαι στον ήλιο του Οκτώβρη, να κοπανάς τις μάσες σου τις τρελές, να βγάζεις την κουκουναράτη ψείρα από το σώβρακό σου, να σου κουβαλάνε τα θηλυκούλια, τα τραγανά φρούτα και τις μελόπιτες, να σ'έχουνε για ημίθεο και για ήρωα και να την βολεύεις τα βραδάκι, σαν πέφτει ο ηλιος μέσα στην μεξικάνικη ουράνια χρυσόσκονη, πίσω από τους φράχτες, με τα παραμύθια που λες στις πιτσιρίκες. (Aπό το Ρεμάλια Ήρωες του Νίκου Τσιφόρου)
Got a better definition? Add it!
Το σημάδι που αφήνει στο πόδι η πολύ σφιχτή κάλτσα. Λέγεται έτσι λόγω της μορφολογίας του καλτσολάστιχου που μετατρέπει το κρέας στην περιοχή πάνω από την πατούσα σε κάτι που παρομοιάζεται με ράγες τρένου. Αν και ο κανονικός σιδηρόδρομος ενώνει, ο άλλος διαχωρίζει το πέλμα με το υπόλοιπο σώμα μιας και δεν επιτρέπει στο αίμα να περάσει. Άμεσο επακόλουθο η αλλαγή χρώματος του πέλματος σε άσπρο, γκρι ή εκρού του νεκρού. Μετά δε από πολύχρονη χρήση, επέρχεται σάπισμα των δαχτύλων, φλύκταινες, αλτσχάιμερ και αυχενικό.
Η λύση για αυτό το ντεγκαβλέ σημάδι είναι να πέσει βόμβα στα εργοστάσια παραγωγής άσπρων καλτσών-πετσετέ γιατί οι καταναλωτές των συγκεκριμένων για κάποιο λόγο συνεχίζουν να τις προτιμούν, οπότε κάποιος άλλος πρέπει να τους προστατέψει. Επίσης και εκείνα τα κοντά καλτσάκια που αφήνουν τον κρύο αέρα να περνάει μέσα στο παντελόνι και να κάνει τις τρίχες να σηκώνονται.
- Και πάμε Σούλα μου στην Μπαρμπαρέλα και να φωσφορίζει η άσπρη η κάλτσα η πετσετέ του Μάκη. Μαλλιά κουβάρια γίναμε. «Καλά ρε...», του λέω, «δεν ντρέπεσαι να φοράς ακόμη τέτοιες; Κι άντε δε ντρέπεσαι, τους σιδηρόδρομους δεν τους φοβάσαι; Σε λίγο καιρό θα σου κόψουν το πόδι και θα περπατάς σαν τον καλόγερο τον Ρώσο, τον τέτοιονα μωρέ».
- Και τι σε είπε;
- «Ποιον λες; Τον Ρα-Ρα-Ράσπουτιν;»
Got a better definition? Add it!
Η Ακρόπολη δημιουργήθηκε τον 5ο αι. π.Χ. υπό την επίβλεψη του Φειδία (project manager...του εν λόγω πρότζεκτ. Λέμε τώρα!).
Οταν αναφέρουμε τον όρο, δείχνουμε δια της υπερβολής, πόσο μεγάλη είναι κάποια γριέντζω, κάποια που ζει και καλάαπό τότε που βγήκαν οι λάσπες, κάποια που της έχουν παρμένες τις πινακίδες και που κουβαλάει του χάρου νερό.
Πολλές φορές η φράση λέγεται εμφατικά σε κάποιους, που βλέποντας κάποιο γρίντζελο, να έχει κάνει ρεκτιφιέ στη μάπα της και στο υπόλοιπο σασί της (που έχει καταντήσει σαν ετοιμόρροπο γαλλικό σίγμα), να νεανίζει, κλπ. Αυτή προσπαθεί έτσι να κρύψει τα σημάδια από το ορμητικό καταστροφικό διάβα του χρόνου. Αυτοί ξεγελιούνται θεωρώντας πως είναι αρκετά νεότερη απ' όσο δείχνει και έτσι εκφέρουν τον συγκεκριμένο όρο.
- Η κυρα Μαρία είναι πιο μεγάλη κι απ' την Ακρόπολη. Πρέπει να κουβαλάει δυο παλάμες δεκάδων Μαΐων πάνω της. - Ε ....κόψε κάτι. Έχει πατήσει πάντως τα τελευταία ήντα εδώ και λίγα χρόνια.
- Η κυρά Γιωργία δε φαίνεται και πολύ μεγάλη. - Α ρε γκαβούλιακα. Έχει κάνει τις...πλαστικές, αλλά ένα έμπειρο μάτι διακρίνει πώς είναι πιο μεγάλη κι απ' την Ακρόπολη.
Got a better definition? Add it!