Selected tags

Further tags

Χαρακτηριστική έκφραση ενδυματολογικής κριτικής που απευθύνουμε σε άτομα που, είτε πάσχουν απο αχρωματοψία εκ γενετής και προσβάλουν τη δημόσια αιδώ με τον συνδυασμό χρωμάτων που επιλέγουν, είτε είναι λόρδοι/κυρίες επι των τιμών στην αυλή του βασιλιά του κακού γούστου.

Η αναφορά στην πόλη της Λομβαρδίας γίνεται έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα δίπολο ανάμεσα στο συγκεκριμένο άτομο και την ιταλική πρωτεύουσα της μόδας με σκοπό να απομυθοποιηθεί και να αντιμετωπιστεί με χιούμορ ο εξεζητημένος και σουργελοειδής τρόπος ντυσίματος και να αποφευχθούν η αναγούλα και η προσωρινή τύφλωση που μπορεί να προκληθούν.

- Είδες την Σούλα Μπούλα; Εγω πιστεύω οτι συνδύασε πολύ έξυπνα την φούξια ελεκτρίκ τσάντα με τα λαχανί βελούδινα πέδιλα που μόλις αγόρασε. 'Αλλωστε, ταιριάζουν απόλυτα και με το Lebron James καπελάκι που φοράει πάντα.
- Βέβαια!!! Πενθεί το Μιλάνο.

Σχετικό λήμμα: γουστέλλειψη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε σε ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ΄60 για τους ομοφυλόφιλους. Στην εποχή μας το λήμμα έχει αποκτήσει την έννοια του φλώρος, φλωρούμπας.

Παρόλα αυτά, η έννοια του είναι ευρύτερη, καθώς πλέον περιλαμβάνει ενδυματολογική κριτική, υφέρποντα φθόνο και λανθάνουσα ταξικότητα. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι, ο όρος χρησιμοποιείται face to face και ΜΟΝΟ σε άτομα τα οποία είναι πια αδύναμα από εμάς για ευνόητους λόγους.

-Πώς είσαι έτσι ρε Ριρή;;; Κοίτα πως είναι ο τριμάλακας!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα άκομψος χαρακτηρισμός για γυναίκα, που υποδηλώνει:

  • Παρηκμασμένη πόρνη του ξεσχίστου είδους, ή/και
  • Κακάσχημη, μπάζο, ή/και
  • Στριμμένη, μέγαιρα.

    Η εν λόγω φιλοφρόνηση συνήθως αποδίδεται ως «άντε μωρή ψαροκασέλα».

  1. «Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά για πολύ καιρό, που είδα την πεθερά μου. Έκτοτε, χεστήκαμε δυο-τρεις φορές στο τηλέφωνο που έπαιρνε και ζητούσε το γιο της, σε στυλ 'δως μου τον Κώστα' -ούτε γεια ούτε μαγιά- και της έλεγα 'λάθος κάνετε', ή 'πέθανε' και της το ‘κλεινα, ώσπου μια μέρα τόλμησε να μου την πει και την αρχίζω τα μπινελίκια 'μωρή κλινάμαξα άμα θέλεις το γιόκα σου να τον παίρνεις στο κινητό, παλιομαούνα με το κεφάλι πάπιας στο μπαστούνι, που κρίμα στην πάπια κρίμα και στο μπαστούνι, ψαροκασέλα ξεμεντεσωμένη, αν ξανατηλεφωνήσεις εδώ, θα σου κάνω βουντού να γίνεις κομοδίνο!'»
    (από βλόγιο)

  2. «(η Τζούλια Αλεξανδράτου) είναι πολυ ωραια κοπελα αλλα μεχρι εκει ο χαρακτηρας της την κανει να μοιαζει σαν ψαροκασελα» (από βλόγιο)

  3. Μια παλιά ψαροκασέλα
    με γοβάκια και ομπρέλα
    τα σκαλάκια στην πλατεία
    τ`ανεβαίνει τρία τρία.

(Η μπαλάντα των σκουπιδιών, Στίχοι: Σταμάτης Δαγδελένης, Μουσική: Νίκος Κυπουργός, Πρώτη εκτέλεση: Έλλη Πασπαλά)

  1. «Κοίτα που τείνει να καταστεί άνευ αντικειμένου και μάλλον ρομαντικό απομεινάρι μιας άλλης εποχής η διόλου κατά τα άλλα κομψή ύβρις «άντε μωρή ψαροκασέλα». Διαβάζω ότι οι γραφικές και παραδοσιακές ξύλινες ψαροκασέλες αντικαθίστανται από του χρόνου με τις πλέον ευπαρουσίαστες πλαστικές» (Καθημερινή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για γερόντια που διατηρούν την κορμοστασιά τους και τη λεβεντιά τους, στη Θεσσαλία, αλλά και αλλού. Αυτός, γέρος κυρίως, που έχει σωματική και ηθική αντοχή, ο ακμαίος, δυνατός.

Ετυμολογία: Κοτσονάτος με προχωρητική αφομοίωση < κοτσανάτος < κοτσάνι < **κοψάνιον* < **κόψανον* < κόπτω.

Δεδομένου ότι ετυμολογείται από το κοτσάνι, ο κοτσονάτος είναι μάλλον αυτός που δεν του έχει πειραχτεί ο κορμός, δεν έχει λ.χ. καμπουριάσει, κακαμοιριάσει κτλ, αλλά διατηρεί ευθυτενές λυγερό παράστημα. Δηλ. το ανδρικό και γεροντικό αντίστοιχο της λεβεντομούνας.

Ασίστ: Beth.

Κοτσονάτος ο Επαμεινώνδας! Ηντάρισε κι ακόμη γαμεί με τη σέσουλα.

Επίσης και κοτσανάτος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεοελληνικός χαρακτηρισμός που αποδίδουμε σε γυναίκες που δεν είναι ούτε πολύ χοντρές ούτε κανονικές. Σε γκόμενες δηλαδή που είναι λίγο χοντρές, αλλά ντρεπόμαστε να πούμε ότι πήγαμε με χοντρή.

Βασίζεται στην σχηματική, λεκτική ουσιαστικά, μετεξέλιξη της λέξης Χοντρή. Χοντρή- Χοντρούλιτς- Ντρούλιτς (ουδεμία σχέση με τον παλιό σέντερ-φορ της Καβάλας και του ΟΦΗ).

- Πω! τι παιδί είναι αυτό το ξανθό;
- Ποια ρε μαλάκα η χοντρή; Τα βυζιά της φτάνουν μέχρι τους χιαστούς...
- Έλα ρε μαλάκα, δεν είναι χοντρή... Ντρούλιτς είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για παρακμιακούς σφίχτερμεν και σβάρτσους, που δεν τους πάει καθόλου η σφιχτεροσύνη, αλλά τους χαλάει.

Από τον Χ. Τσέκο, που είχε αναλάβει την Εθνική ομάδα Άρσης Βαρών και τους έδινε διάφορα περίεργα σκευάσματα, που αποδείχτηκαν παράνομα. Σε μια αποθήκη του βρέθηκαν πολλές ληγμένες ουσίες, το 2004, ενώ φημολογείτο ότι πολλοί σβάρτσοι συνέχιζαν να κάνουν ουρές για να πάρουν τις ουσίες. Από τότε, όταν βλέπουμε ένα παρακμιακό μπιλντέρι χρησιμοποιούμε αυτήν την έκφραση.

-Πώς είναι έτσι αυτός ο κακαμοίρης; Απ' τα ληγμένα του Τσέκου πήρε;

Χ. Τσέκος (από Dirty Talking, 15/03/09)Χ. Τσέκος (από Dirty Talking, 15/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πάρα πολύ χοντρός άνθρωπος με τα κρέατα να ξεχειλίζουν.

Πηγή: GATZMAN.

-Τι του βρίσκει η Λάουρα κι έμπλεξε με τον Επαμεινώνδα, το κρεοπωλείο η αφθονία!
-Έχει λεφτά αισθήματα!

Στο 1.10 περίπου (από Khan, 01/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή σε όλους μας φαλάκρα - αεροδρόμιο, η οποία, αν βρίσκεται στο κεφάλι 40 χρονών και πάνω, έχει τα γνωστά θαμνάκια από μαλλιά γύρω γύρω για να κρύβεται η πυτιρίδα.

Αν βρίσκεται σε κεφάλι μικρό σε ηλικία, διαπιστώνεται μόνο αν το ξυρισμένο κεφάλι έχει μείνει δύο μέρες τουλάχιστον αξύριστο.

Ρε μαλάκα, 24 χρονών κοπέλα να έχει τύπο με τηγανιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος, γνωστό και ως σαύρα, ιδίως αν είναι μικρό και χαριτωμένο.

Επίσης, σωματότυπος, πολύ μικρόσωμος, αδύνατος, αλλά και λυγερός και ευκίνητος.

Έβγαλα το σαμιαμίδι μου και πήδηξα το σαμιαμίδι.

Το μικρο και χαριτωμένο πέος του κάβουρα (από Vrastaman, 15/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χίπηδες στη δεκαετία των 00's (τα χυμαδιά).

Χυμαδιό νο1: Πού θα την βγάλουμε απόψε;
Χυμαδιό νο2: Πάμε με τα ποδήλατα στο φεστιβάλ βαλκανικής μουσικής.

(από loser, 02/04/09)Τύπικαλ νέο-χίππυ μπάντ (τα χυμαδιά εγκρίνουν) (από loser, 15/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified