Selected tags

Further tags

Ο γύφτος, ο κάγκουρας. Η ερμηνεία αυτή προέρχεται από τους αρκουδιάρηδες γύφτους που γυρνούσαν στις γειτονιές σέρνοντας την αρκούδα που χόρευε και έκανε τα κόλπα της, ένεκα αμοιβής.

Πολλές φορές αρκουδιάρης χαρακτηρίζεται και ο άντρας που σέρνει δίπλα του γκόμενα ντυμένη σα λατέρνα, που ανεβαίνει πρώτη στα τραπέζια για το τσιφτετέλι κ.λπ., για να πάρει μετά το κοκό (είτε κέρασμα, είτε κοπλιμάν, είτε κοκό κανονικό). Δηλαδή, παραλληλίζεται η γκόμενα με την αρκούδα, συνεπώς ο ιδιοκτήτης της γκόμενας είναι ο αρκουδιάρης.

  1. Ρε τι αρκουδιάρης είναι αυτός... Έχει γεμίσει το αυτοκίνητο με 30254704375 ηχεία και έχει βάλει και λάμπες νέον από κάτω!

  2. Τι αρκουδιάρης που είναι ο Μπάμπης, όλες του οι γκόμενες φορούσαν το σεντούκι της γιαγιάς τους και μόλις άκουγαν κλαρίνο κουνιούνται σαν αρκούδες!

πώς καθρεφτιζονται τα ομορφα κοριτσια (από gaidouragathos, 14/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γύφτος σε λίγο ακόμη-πιο-σλανγκ εκφορά. Υπάρχει πληθώρα βιβλιογραφίας για τους γύφτους στο σάιτ, οπότε τα περισσότερα περιττεύουν.

Ήρθε ντυμένος σαν γιούφτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η γυναίκα, που όπως η Κάρε Ότις στην ταινία «Άγρια Ορχιδαία» κάνει τα αρχιδάκια του κάθε αρσενικού να παθαίνουν ταράκουλο από την υπερπαραγωγή σπερματοζωαρίων.

  2. Ο άνθρωπος που έχει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω ιδιότητες σε άγριο βαθμό: αρχίδι, αρχιδόπουστας, αρχίδαμος, αρχιδολεβιές σπασαρχίδης ή και σλανγκαρχίδης-σλανγκαρχίδω.

Κάντε το τεστ του Vrastaman στο λήμμα σλανγκαρχίδης, ο - σλανγκαρχίδω, η κι αν έχετε 9 με 10 βαθμούς, τότε είστε άγρια (σλανγκ-)αρχιδαία, αγγλιστί: Wild Slang-orchid !

Άγρια Ορχιδαία & Αρχιδαία! (από Dirty Talking, 11/03/09)Άγρια Ορχιδαία απλώς. (από Dirty Talking, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι κάποιος είναι τραγικά κοντός.

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, ζουμπάς, κοντοπίθαρος, τάπα, Κοντορεβιθούλης, κουβάς, πικιπόκο, μισοριξιά, και χαμένε (διότι είναι τόσο μικρός - που δεν τον βλέπεις)

  1. - Τα έμαθες για τον Νικόλα; - Τι, για πε;
    - Να ρε, επιχείρησε να αυτοκτονήσει ο φουκαράς...
    - Γιατί μωρέ ο καημένος;
    - Έχασε στο χρηματιστήριο και πήγε και πήδηξε από το μπαλκόνι του στον πρώτο όροφο.
    - Καλά ρε με δουλεύεις, αφού μου λες «επιχείρησε»!
    - Ναι ρε, καλά λέω, τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και πιάστηκε από το ρείθρο του πεζοδρομίου και γλύτωσε.
    - ;;;;;;;;;
  1. Είναι τόσο κοντός αδελφέ μου που, όταν αλλάζει λάδια στο αυτοκίνητό του, στον δρόμο μπροστά από το σπίτι του, πάει κάτω από αυτό και έχει τα χέρια στην ανάταση και ξεβιδώνει την τάπα του Κάρτερ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσικός ελληνικός γυναικότυπος που χαρακτηρίζεται από χυμώδη και ζουμπουρλούδικη ανατομία με αεροδυναμικές καμπύλες και σφριγηλά σφαιρικά θέλγητρα.

Μπορεί να μη έχει το κορμί-λαμπάδα μιας λεβεντομούνας, αλλά υπερχειλίζει σπιρτάδα, θηλυκότητά και τσαχπινιά με αποτέλεσμα το πιτσολόμετρο κάθε αρσενικού να βαράει τιλτ. Πρόκειται για Κορμί που προσφέρεται για άπλετη απτική αναψυχή. Σε αντίθεση με τον φθισικό και κοκαλιάρικο της ανταγωνισμό, η Φρατζολίνα Ζολί είναι ονειρική βυζού, διαθέτει κώλο αναφοράς, στρατηγικά πιασίματα και εξαίσια μπουτάκια σαν φρεσκοφουρνιστά φρατζολάκια.

Εχθρός της Φρατζολίνας η μάσα. Δεδομένου δε ότι δεν κοπανιέται νυχθημερόν στα γυμναστήρια όπως οι λεβεντομούνες, είναι επιρρεπής στην παχυσαρκία. Ζυγίζεται λοιπόν με ζήλο καθημερνά και αν ποτέ ξεφεύγει λιγάκι αμέσως κάνει κωλόκρυψη, δίαιτα και παραλείβεται με κρέμες μέχρι να ξαναβρεί τα ίσια της.

Με κόπο και υπομονή πολλές Φρατζολίνες παραμένουν θεόμουνα σε βάθος χρόνου. Άλλες πάλι υποκύπτουν στο δέλεαρ των υδατανθράκων και καταλήγουν γαλακτερά βασταγερά ή φακλάνες.

Υπάρχουν πολλές γουάναμπι Φρατζολίνες με σωματότυπο αχλαδιού. Ωστόσο, η δυσανάλογα μεγάλη περιφέρειά τους, τα μπανανόβυζα και η κυτταρίτιδά τους τις καθιστούν ελάχιστα έως καθόλου θελκτικές, εκτός εάν συνεπικουρήσουν το αλκοόλ ή/και άλλα κρυφά χαρίσματα.

Ασσιστ: Angelina Jolie

Λίλιαν: Βύζους Κράιστ, φιλενάδα! Είδες με τι έσκασε μύτη στο μπαρ το Πέρι; Φτυστή η γκόμενα που παίζει την Λάρα αλλά στο πιο ρουμπενσινοκίνητο!

Λάουρα: Εννοείς την Φρατζολίνα Ζολί! Καλά τι γυρεύει μαζί της ο ξεφτιλισμένος;

Λίλιαν: Ξεκόλλα με το παρελθόν, το θέμα είναι να μας γνωρίσει το αμαρτωλό τωωωωρα!

H Angelina και η Φρατζολίνα - με το χέρι στη καρδιά, ποιά προτιμάτε? (από Vrastaman, 11/03/09)Ράνια Θρασκιά - Φρατζολίνα φοσό! (από Vrastaman, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Θεωρείται κλασικά ως το ατού της Ελληνίδας απέναντι στις Σουηδανές και τις κάθε λογής αλλοδαπές ξεπλενούδες. Προφέρεται και ως «γκαμπuλες» για μεγαλύτερο σλανγκικό εφέκτ.

Έτσι το Λίλιαν και το Καυλαουράκι μας είναι και σέξι θήλεα νέας κοπής, αλλά έχουν και τις γκαμπύλες τους, δεν είναι τίποτα ξεπλενούδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωμικό, που αποτελεί το κύριο επιχείρημα των πιπινέζων ενάντια στις λεβεντομούνες. Εννοείται ότι οι τελευταίες εκτός από λεβεντομούνες είναι και αγαρμπομούνες και ατσούμπαλες, ενώ οι κοντές κουμαντάρονται πιο εύκολα, είναι πιο ματζόβολες και βγάζουν καλύτερα μεράκια. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι αθλήτριες ενόργανης γυμναστικής είναι μικρόσωμες. Οπότε καλή είναι η ψηλομούνα για να την παρελάσεις στους φίλους για εντυπωσιασμό, αλλά στο κρεβάτι ισχύει το «μικρή στο μάτι, μεγάλη στο κρεβάτι».

- Πού να πάω μ' αυτήν ρε συ, αυτή είναι μίλκο!
- Ψηλό μουνί για παρέλαση, κοντό για κρεβάτι! Σε χαλάει το Π.Τ.Ο.;

Πιπινεζα με στολή νίντζα ετοιμάζεται να πάρει το νόμο στα χερια της (από Vrastaman, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα διαχρονικά διλήμματα είναι: Λεβεντομούνα ή πιπινέζα; Ιδίως για τους Έλληνες, καθώς στις Ελληνίδες απαντώνται οι δύο σωματότυποι. Στα πλεονεκτήματα της πιπινέζας, όπως και του κοντοπούτανου είναι ότι είναι πιο ματζόβολες κι έτσι βγάζουν πιο πολλά μεράκια. Όπως λέει και το γνωμικό: «Ψηλό μουνί για παρέλαση, κοντό για κρεβάτι». Όμως για την ψηλή λεβεντομούνα καμαρώνεις πιο πολύ. Όχι μόνο όταν την βολτάρεις στους φίλους, αλλά ακόμη και στην δυαδική μοναξιά του κρεβατιού, όσο να 'ναι το γαμήσι είναι πιο καμαρωτό.

Την ίδια φόρμα έχουν και τα γνωμικά: ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι και παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι. Ας έχει το νου του ο καβουροσλανγκόσαυρος του μέλλοντος.

-Καλά ρε συ πώς την βολεύει ο νάνος ο Καρεμπέ το όρθιο χιλιόμετρο την Σκλεναρίκοβα;
-Το θέμα είναι τι προτεραιότητες βάζεις φιλάρα! Ο δικός σου μάλλον την είδε: Ψηλό μουνί, καμαρωτό γαμήσι.

Adriana and the Fish (από Vrastaman, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρώ (ή παρώου): Το προχώ αντίθετο του προχώ. Ο μη παρωχημένος τρόπος να πεις «παρωχημένος».

Ασιστ: acg

-Τι στυλ κι αυτό! Πολύ παρωχημένο!
-Παρώ είσαι εσύ, που λες «παρωχημένο»!

Είναι παρωχημένο να λες παρωχημένο, αλλά δεν είναι παρώ να λες παρώ!

Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το παπούτσι που φοράει ο νεκρός στο τελευταίο του ταξίδι.
  2. Το πολύ κλασσικό μαύρο παπούτσι (περιφρονητικά).

Ρε μαλάκα τί νεκροπάπουτσο είναι αυτό που πήρες; Τέτοια φόραγε ο παππούς μου στο κουτί.

(από Vrastaman, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified