Selected tags

Further tags

Ο χοντρός άνθρωπος. Βέβαια χρησιμοποιείται και για τους εύσωμους, τα γομάρια.

  1. - Κρύφτε τα φαγητά παιδιά, έρχεται ο Μπάμπης η αρκούδα!

  2. - Ρε τα έμαθες; Ο Βασίλης χθες πλακώθηκε με το Σπύρο.
    - Ναι ε; Φαντάζομαι τις έφαγε ο Βασιλάκης.
    - Ε ναι λογικό είναι, το μυρμήγκι τι να κλάσει μπροστά στην αρκούδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός γυναίκας, που από το λαιμό και κάτω λαμβάνει βαθμολογία άριστα αλλά που από πρόσωπο δεν βλέπεται... Οπότε πετάς το κεφάλι και τρως το υπόλοιπο...

-Καλά ε, η Πόπη είναι και γαμώ τις γκόμενες..τν ξέσκισα χθες..;]
-Ναι, αλλά από μούρη...
-Γαρίδα, φίλε, γαρίδα..

Στα αγγλικάνικα λέγεται butterface εκ του "γαμάτο σώμα but her face..." (από Khan, 13/05/14)

Ακόμη: γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός γυναίκας που το παίζει σημαντική προσωπικότητα και ψάχνει διακαώς να ζει σαν μεγαλοαστή. Στην ουσία περιφέρεται σαν σούργελο. Η κακή έκφανση της κοκέτας. Κυρίως αναφέρεται σε μέσης ηλικίας γυναίκες.

- Για δες Γιάννη αυτήν εκεί πώς κουνιέται...
- Τον ξέρω τον ντιβανέ μωρέ... κάθε μέρα εδώ είναι με τον πουρόγερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολικά κοντή γκόμενα - ερωμένη/ος. Τόσο ώστε να θεωρείται ότι μπορεί να κάνει στοματικό σεξ χωρίς να γονατίσει. Το όρθιο τσιμπούκι είναι το ακραίο κοντοπούτανο/ πινεζοπούτανο.

Αντώνυμα: όρθιο χιλιόμετρο, τσολιάς.
Συνώνυμο: τσολιάς στα υποβρύχια

- Πουτσομεζές η Ανίτα!
- Τι να το κάνω που 'ναι πουτσομεζές ρε φίλε! Η κοπέλα είναι όρθιο τσιμπούκι με τα χέρια στην ανάταση!

Βλ. και Π.Τ.Ο., Π.Π.Ο., πίπα όρθια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη συγγενής με τη φλοκάτη και τα άλλα ενδεχόμενα συνώνυμα που ίσως να μου διαφεύγουν, ίσως πάλι και όχι.
Μεταξύ μας, είναι μάλλον άθλιο να γεφυρώνεις το χάσμα ανάμεσα στις δύο πλευρές του τάργκα, αλλά χαρίζει γέλιο, ατάκες και λεξιλογικό πλούτο.

- Επ, θείο, τι έγινε; Αρχίσαμε τις γέφυρες; Μήπως έχει καεί και η μικρή σκάλα;
- Άντε χάσου ρε μόμολο. Α, θες και χαρτζιλίκι, ε;
- ...έχει μια έκθεση Τουλούζ Λωτρέκ στο Ζεφύρι και θέλω να πάω με το γκομενάκι διήμερο στην Αράχωβα.

Got a better definition? Add it!

Published

Πολύ ισχυρή ηχητικά λέξη. Είναι το άτομο ή ζώο τεραστίων διαστάσεων είτε από λίπος είτε από μύες. Πιθανόν να προέρχεται από το μουλάρι.

  1. (βλέποντας μια χοντρή φλόμπα να έρχεται προς το μέρος σας)
    - Τι μουλάδι είναι ετούτο;

  2. (βλέποντας τον σκύλο του φίλου σας)
    - Παναγία μου ένα μουλάδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το τίγκα και χρησιμοποιείται για οποιοδήποτε αντικείμενο εκπλήσσει με την υπερβολή ή το μέγεθός του.

  1. (κοιτώντας σε ψησταριά το γύρο που μόλις τοποθετήθηκε):
    -Ρε μαλάκα, τι τιγκάδι είναι τούτο;

  2. (μόλις φέρνει η γκαρσόνα το «περιποιημένο» milk shake του φίλου σου):
    -Τι τιγκάδι είναι αυτό ρε; Για σένα είναι όλο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για άτομα που είναι πολύ αδύνατα. Παρόμοιο με λέξεις όπως λουρί, σκουληκαντέρα κ.ά.

- Φάε κάτι ρε μαλάκα, σα σκλένος έχεις γίνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ κοντό, έως και εν χρω κούρεμα.

Συχνά τελεστής είναι ο νίντζα!

Σχετικά απηρχαιωμένο.

- Ώπα, Χρηστάκη, πού πήγε το μαλλί;
- Χειροβομβίδα δικέ μου!
- 'Ενα μπούγιο θα σ'το ρίξουμε!

Βλ. και στο ΙΚΑ κουρεύεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιωτικός κουρέας. Χρησιμοποιείται για πολύ κοντά κουρέματα και κουρέματα με ψαλιδιές («έπεσε νίντζα»), καθώς και για να περιγράψει κουρείς που έχουν μια τάση να κοντοκουρεύουν ανεξάρτητα του τι ζητήσεις.

  1. Φαντάρος Α: - Πού πας ρε;
    Φαντάρος Β: - Γάμησε... ο λόχας μ' έστειλε στο νίντζα για να κουρευτώ...

  2. (Ο Γιάννης εμφανίζεται στραβοκουρεμένος στην παρέα του)
    Οι άντρες της παρέας:
    - Έπεσε νίντζα βλέπω...

  3. Γιώργος: - Γιατί τα 'κοψες τόσο κοντά ρε;
    Τάσος:
    - Καλά μαλάκα, ο Μίλτος δεν είναι κομμωτής, νίντζα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified