Selected tags

Further tags

Λεσβία. Προφανώς προέρχεται από τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό για την φυσική θέση του ανδρικού μορίου στο παντελόνι. Ωσεκτουτού, παραπέμπει κυρίως στις αντρογυναίκες λεσβίες και όχι σε αυτές που παίζουν στις τσόντες. Απαντά επίσης και ως δεξιοκάβαλη, χωρίς να υπάρχει διάκριση/διαστρωμάτωση ανάμεσα στους δύο όρους.

- Πάρε μια αριστεροκάβαλη, ρε!
- Πού πα ρε Σουγκλάκο;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική γκόμενα, ντύνεται και συμπεριφέρεται ψιλοχύμα, μέχρι να τα βαρεθεί όλα αυτά και να γίνει κυριλέ. Κατά πάσα βεβαιότητα ψηφίζει Συνασπισμό και διαχωρίζει τη στάση της από το πιο μπιχλοχύμα, τύπου ΕΑΑΚ.

Σωστό αλτέρνι η Φαίδρα, αλλά ώρες-ώρες το παρακάνει με τα χαϊμαλιά.

(από Παπαρίων, 25/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απροσδιορίστου αποχρώσεως. Χρησιμοποιείται κυρίως για βαμμένο μαλλί γκόμενας.

Μια χαρά γκομενάκι αυτό το αλτέρνι, αλλά αυτό το κομοδινί είναι ασυγχώρητο!

Μην ξεχνάμε τον Πρόκτορ της Μ. των Μπατσων Σχολής (από notheitis, 18/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρτό σπαθί που χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους Τούρκους (βλ. εικόνα 1).

Για κάποιο λόγο που διαφεύγει της προσοχής μου, η εταιρεία καλλυντικών Caron θεώρησε σκόπιμο να ονομάσει έτσι μία κολόνια της την δεκαετία του '80 (βλ. εικόνα 2).

Το σχετικό διαφημιστικό σποτ έδειχνε την κατασκευή ενός γιαταγανιού και μία παθιάρικη και καλά φωνή έλεγε «Yatagan. Eau de Cologne irresistible. De Caron.» Ήταν θέμα χρόνου να γίνει η οπτικοακουστική σύνδεση και ο όρος «yatagan» να χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις μυτόγκες τύπου γιαταγάνι, [μπουγατσομάχαιρο] και Μορφονιός (βλ. εικόνα 3).

- Ωραίο παιδί ο Φώντας, δε λέω, αλλά το γιαταγκάν, πού το βάζεις;
- Ναι, σιγά ρε Μόνικα Μπελούτσι που σου πέφτει και λίγος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεδομένου του ύψους και λεβέντικης κορμοστασιάς των μελών της προεδρικής φρουράς, η προσφώνηση «τσολιάς» ή για να ακριβολογούμε «τσολιά μου εσύ!» χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα ιδιαίτερα καλλίγραμμο δείγμα θηλυκού που ατενίζει τον κόσμο από το διόλου ευκαταφρόνητο ύψος του 1.80 (τουλάχιστον), αν και καταχρηστικώς χρησιμοποιείται και σε χαμηλότερα ύψη.

  1. - Πω πω πω! Τσολιά μου εσύ! Τι μωρό είσαι εσύ παιδάκι μου!
    - Α να χαθείς. Κρύε.

  2. - Άμα δεις την Αγγελικούλα θα σου φύγει ο τάκος. Τσολιάς λέμε. Και τι τσολιάς. Να κάτι βυζάρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα κοντή, χοντρή, κακοσούλουπη, δυσκίνητη, μεγάλο βυζί και φαρδειά πλάτη, μαλλί κομμωτηρί, χρυσαφικό, όχι ωραία, ψευτο-επιβλητική και ψευτο-συναισθηματική, της γειτονιάς, τσαντάκι λαϊκής με χρυσό αλυσιδάκι, περί τα πενήντα - εξήντα, που όλα τα ξέρει και όλα τα κανονίζει. Μη σου τύχει. Το είδος εντοπίζεται σε βαφτίσια, γάμους, κηδείες, εκδηλώσεις, κλπ.

- Τι ήθελα και πήγα στα βαφτίσια, πλακώσανε όλες οι θειόκες και με αρχίσανε στα «Σειρά σου τώρα να κάνεις κάνα παιδάκι, άντε μπράβο!»

βλ. και θείτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ κοντός άνδρας. Λέγεται και για γυναίκες.

- Κοίτα να δεις τη Λίτσα που πηδιέται με αυτόν τον κουβά. - Ας μην είχε φράγκα και θα σού 'λεγα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νταρντάνα γυναίκα στα Καλιαρντά, θηλυκός Ηρακλής δηλαδή.

Καλέ ντίκα την ηράκλω. Τη τζινάβω για τζιβιτζιλού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αντρογυναίκα, συνήθως αρρενωπή, ψηλή και υπέρβαρη. Μερικές φορές χρησιμοποιείται για την τσαούσα, δυναμική γκόμενα, που πιάνει τον ταύρο απ' τ' αρχίδια, γυμνασμένη, αθλήτρια.

Αρχετυπικές νταρντάνες είναι οι χωριανές που περνάνε τη μέρα στα χωράφια σκάβοντας και που παρότι έχουν 5 παιδιά, λόγω τρόπου ζωής δεν ασχολούνται με τη θηλυκότητά τους.

- Ρε ο Κώστας τα έφτιαξε με μπασκετμπολίστρια. Μια νταρντάνα μαλάκα, δίμετρη.
- Σοβαρά; Είναι καλή γκόμενα, ή του βγήκε «μητσάρας»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που, εμφανισιακά, δεν κάνει για την τηλεόραση. Αλλά, βέβαια, βγαίνει στην τηλεόραση ή θέλει πάρα πολύ να βγει (γιατί αλλιώς δεν θα είχαμε λόγο να σχολιάσουμε). Αναφέρεται για τηλεοπτικούς παρουσιαστές - στην Ελλάδα ζεις - πολιτικά πρόσωπα, πάσης φύσεως μαϊντανούς και τη μεγάλη πλειονότητα των νεαρών/νεανίδων που συχνάζουν στις σχολές/εργαστήρια δημοσιογραφίας και Μου-Μου-Ε.

Κάποιες φορές το άτομο για το οποίο γίνεται το σχόλιο όχι μόνον απωθεί φατσικά αλλά δεν μπορεί να αρθρώσει και δυο λέξεις. Συνεπώς, καλόν θα ήτο να αποφεύγει κάθε επαφή με τα ηλεκτρονικά μέσα (δηλαδή και με το ραδιόφωνο). Στις περιπτώσεις αυτές, η πλήρης έκφραση είναι: «φάτσα για ραδιόφωνο και φωνή για εφημερίδα».

- Καλά ρε μαλάκα, πού τους βρίσκουν; Φάτσα για ραδιόφωνο, μου' χει σπάσει τα νεύρα. Πιάσε το ΤV-σβηστρόλ.

Άρης Ποστοσάλτε (από Vrastaman, 18/01/11)Η pas pal pas mal Σία Κοσιώνη (από Vrastaman, 18/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified