Η σχισμή που διακρίνεται από το στήθος ή τα οπίσθια μιας γυναίκας.
Τί φοράει πάλι η Ευλαμπία σήμερα ρε Λάκη! Κοίτα έναν κουμπαρά.
Η σχισμή που διακρίνεται από το στήθος ή τα οπίσθια μιας γυναίκας.
Τί φοράει πάλι η Ευλαμπία σήμερα ρε Λάκη! Κοίτα έναν κουμπαρά.
Got a better definition? Add it!
Η κακάσχημη γυναίκα, η σαύρα, η πατσαβούρα, η γυναίκα που και αν δεν έχεις γαμήσει για χρόνια δεν της τον δίνεις, και στο δίλημμα αν προτιμάς να την γαμήσεις ή να τον πετάξεις στα σκυλιά διαλέγεις το δεύτερο. Η ρίζα είναι από την αγγλική λέξη lizzard (=σαύρα).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πολύ ανδροπρεπής (επίθετο). Συνήθως χρησιμοποιείται με αρνητική έννοια. (Σημειωτέον: η λέξη δεν είναι ελληνικής πρόελευσης, αλλά ισπανικής. Χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες λοιπόν, γραφόμενη ως macho.)
Δες ακόμη: αριδάς, χέζω στο δάσος.
Got a better definition? Add it!
Η άσχημη γυναίκα, η ελεεινή, αυτή που δε βλέπεται. Χρησιμοποιείται περισσότερο για να προσβάλει, παρά για να χαρακτηρίσει / περιγράψει. Φυσικά χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά από άντρες και δη από άντρες που είναι το αντρικό ανάλογο της πατσόλας.
Παραλλαγή: πατσόλι.
Got a better definition? Add it!
Το κενό (εσοχή) ανάμεσα στα κωλομάγουλα (κωλομέρια). Η κωλοχωρίστρα.
3 <--- κωλοχαράδρα
Όταν χέζεις, πώς σκουπίζεσαι; Κατά μήκος της κωλοχαράδρας από μπρος προς τα πίσω, ή από πίσω προς τα μπρος; Εγώ το δεύτερο...
Βλ. και κωλοσχισμή, χαράδρα, χωρίστρα
Got a better definition? Add it!
Μελαχρινή.
Δεν είναι γνήσια ξανθή. Είναι μαυρομούνα βαμμένη.
Got a better definition? Add it!
Στρινγκάκι.
Είχε έναν πισινό σαν την πλατεία Συντάγματος και φόραγε κουραδοκόφτη στην παραλία. Απίστευτο!
Got a better definition? Add it!
Κορίτσι στην εφηβεία.
Σοβαρέψου, είσαι κοτζάμ μαλλιαρομούνα, μεγάλωσες πια.
%
Got a better definition? Add it!
Κοπέλα με άσχημο παρουσιαστικό. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε περιοχές της Βορείου Ελλάδος.
Νίκος: - Η Μαρία θα φέρει το βράδυ και τη Ρίτα μαζί. Θα σκάσεις καμιά βόλτα;
Λάκης: - Σιγά μη σκάσω για να ξεμείνω μ' αυτή την κιούσπα.
Got a better definition? Add it!
Ευμέγεθες πέος, συνώνυμο με τη λέξη κρεατόβεργα.
- Και ενώ οι υπόλοιποι κολυμπούσαν, ξαφνικά ο Μάρκος έσκασε μύτη από τη σκηνή κραδαίνοντας το κρεατομάτσουκο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified