Selected tags

Further tags

Τα στιβάνια είναι οι μπότες που φορούν παραδοσιακά οι Κρητικοί. Τη λέξη δεν την βρήκα πουθενά σε ηλεκτρονικό λεξικό, γι' αυτό και τη χώνω εδώ, καθότι είναι πολυ-ακουσμένη και της αξίζει. Παρόλ' αυτά, πολλοί έλληνες την αγνοούν ή νομίζουν ότι πρόκειται για την κρητική βράκα. Άρα καιρός να βάλουμε τα πράματα στη θέση τους...

Πιθανολογώ ότι προέρχεται από την ιταλική λέξη Stivale, που πρόκειται για το ίδιο ακριβώς στυλ μπότας, το οποίο μάλιστα χαρακτηρίζεται ως ιταλικό. Διόλου απίθανο, καθότι από το νησί πέρασαν κι έκατσαν οι Ενετοί, ως γνωστόν.

Να πω κι ότι και η γερμανική λέξη για αυτόν τον τύπο μπότας προέρχεται από κει: stiefel και stival. Δείτε και τη φωτό στο προτελευταίο.

Δημιουργούμε χειροποίητα, ανθεκτικά κρητικά στιβάνια σε πολύ προσιτές τιμές. Εγγύηση η πολυετής εμπειρία μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος γκόμενας που αποτελεί ποίημα πάντα κατά τις προσωπικές προτιμήσεις του καθενός. Άλλοι τον προτιμούνε τουρλωτό, άλλοι σφιχτό, οπότε εξυπακούεται το θέμα. Κυρίως όμως η έκφραση αναφέρεται στους ελαφρώς τουρλωτούς και ταυτόχρονα σφιχτούς κώλους, χωρίς κυτταρίτιδες, ραγάδες και τα συναφή.

Θυμάσαι ρε τη Μόνικα Μπελούτσ; Είχε μια κωλάρα στα νιάτα της... κι ακόμα κρατάει σκέψου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντε να ποστάρω κι εγώ ένα ακατάλληλο.

Μπατ Μουν είναι το αιδοίο νυχτερίδα (Μπατ Μαν). Αυτό που έχει πολύ ανεπτυγμένα τα 'χείλάκια' του και μερικές φορές αυτά ανοίγοντας ακουμπάνε στο εσωτερικό των μηρών δίνοντας την εντύπωση νυχτερίδας.

- Πώς πήγες με την Τάνια;
- Περάσαμε τέλεια, έχει απίστευτο Μπατ Μουν.

"Έτσι, όπως το λέει ο Northwind είναι. Θέλετε να το δείτε;" (από Khan, 20/03/13)(από σφυρίζων, 20/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος εγχώριας οπισθοβαρούς μουνίδας που (όπως και η στάμνα) πλαταίνει στην μέση.

Περιλαμβάνει ευρύτατο φάσμα μούνων, από την πα-μαλ κωλαρού της οικογένειας κοντούλα μέχρι και την ειδεχθή αχλαδομουνοπατσαβούρα.

Βλ. επίσης: αχλαδομούνα, αχλάδω, μπομπιστάμνα, μποχλάδω, μπουρέκλα,

1. - Τώρα αν πω ότι και στις γυναίκες αρέσουν οι καμπύλες, θα ακουστεί περίεργο; :roll:
- ειδικα κατι σταμνοκωλες τις αγαπανε πολυ τις καμπυλες τους

2. Πορωτικές λεξούλες: κατές, σταμνοκώλα, ταμτιριριρί, μπαζολία.

(από σφυρίζων, 12/03/13)nice ass (από perketis, 12/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λυγερό και όμορφο κορμί. Προέρχεται από την Λάμνα - Lamna nasus - καραχαριοειδές που συναντάται και στα νερά της Μεσογείου. Είναι ψάρι με υδροδυναμικό σώμα και παιχνιδιάρικη συμπεριφορά.

Δες ένα λαμνάτο κορμάκι απέναντι.

Λάμνα (από northwind, 12/03/13)wow (από northwind, 12/03/13)τσιφτετελια (από perketis, 12/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκέινταρ (εκ του gaydar: gay detection and ranging) αποκαλείται η ενορατική ικανότητα ορισμένων να ανιχνεύουν εξ αποστάσεως και με μεγάλη ακρίβεια τον βαθμό πουστοσύνης των συνανθρώπων τους εν είδει ραντάρ.

Το τυπικό γκέινταρ επεξεργάζεται, σταθμίζει και αξιολογεί πληθώρα οπτικοακουστικοκινητικών δεδόμενων και ερεθισμάτων που εκπέμπει το υπό εξέταση υποκείμενο. Σύμφωνα με έγκυρες μελέτες, στις αποχρώσες ενδείξεις πουστρηλικίου συμπεριλαμβάνονται:

  • Η φωνή: το ευρύ κοινό αναγνωρίζει τους θηλύγλωττους από την φωνή τους με 75% επιτυχία.
  • *Ο παράγοντας«κόψε μάπα και βγάλε συμπέρασμα»*: η προβολή ενός προσώπου για το 1/25ο μόλις του δευτερολέπτου αρκεί για να αναγνωριστούν στοιχεία ΛΟΑΤ.
  • Οι φύτρες μαλλιώνε: παρατηρείται ότι οι γκέουλες διαθέτουν αριστερόστροφη σπείρα μαλλιών κατά μεγαλύτερο αναλογικά ποσοστό.
  • Οι αναλογίες των δακτύλων: οι βερμουδιάρηδες και οι λεσβόγκες συνήθως έχουν μακρύτερο το παράμεσο δάκτυλο από τον δείκτη, σε αντίθεση με τους γκέηδες και τις θυλικομούνες.
  • Τα δακτυλικά αποτυπώματα: οι κιναιδουάρδοι και οι ετερομούνες έχουν «πυκνότερες» ραβδώσεις.

    Πέον να σημειωθεί ότι το γκέινταρ αποτελεί είδος «έκτης αίσθησης»: μερικοί το' χουν, άλλοι δεν. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες μελέτες:

  • Οι τρίζοντες την όπισθεν έχουν ακριβέστερο γκέινταρ από τους στρέιτουλες.

  • Οι γυναίκες έχουν ακριβέστερο γκέινταρ όταν βρίσκονται σε ωορρηξία.

    Όλα τα ραντάρ, πόσο μάλλον τα γκέινταρ, έχουν και «τυφλά σημεία», επιτρέποντας σε μερικές να κινούνται κάτω από το γκέινταρ. Ακόμα και τα καλύτερα γκέινταρ δίνουν ενίοτε ανακριβείς μετρήσεις, κυρίως ωσαναφορά τους μετρό κ.ά. αχαρτογράφητες.

Περισσότερα γκέινταρ φακτς:

Από το δουπού: Κχάν.

Η έκτη αίσθηση
1. Το μαγαζί του Πάπα είναι θερμοκήπιο ανωμαλίας…Ενώ το δικό μας, με τους μητροπολίτες που αποκαλούν ο ένας τον άλλο με γυναικεία ονόματα και τους μοναχούς και τους αρχιμανδρίτες που βάζουν μπροστά το γκέινταρ κάθε φορά που βλέπουν νέο αγόρι στην εκκλησία, είναι το απαύγασμα της αρετής…

2. Βασίζονται σ' ένα νέο, εκτεταμένο πεδίο έρευνας, που δείχνει ότι οι περισσότεροι από μας, είτε ενεργητικοί είτε παθητικοί, είτε ανδροπρεπείς είτε θηλυπρεπείς, είτε μπουτς είτε φαμ, είτε κάπου ανάμεσα, μοιραζόμαστε κάποιες σωματικές διαφορές που μας καθιστούν ειδική υποκατηγορία του κοινωνικού φύλου. Όποιες κι αν είναι αυτές οι διαφορές, φαίνεται πως πηγάζουν από κάπου βαθιά μέσα μας και δεν κρύβονται όσο κι αν προσπαθήσουμε. Τελικά το γκέινταρ, το ραντάρ που έχουμε για να αντιλαμβανόμαστε τον σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ανθρώπου, δεν έχει τόσο σχέση με τις ικανότητες αντίληψης του θεατή όσο με τα αποκαλυπτικά σημάδια που οι περισσότεροι γκέι άνθρωποι προβάλλουν, ένα σύνολο χαρακτηριστικών που μας κάνουν να φαινόμαστε ότι ανήκουμε σε αυτή την ομάδα.

Το σάη γνωριμιών για πούστηδες και παλικάρια
3. Πάντως, παρ' ὅτι διαρκῶς κράζεις τὸ γκέινταρ, ὅλο ἐκεῖ εἶσαι :ΡΡ

Ο διφορούμενος αζέρος πολιτικός
4. Ο γηραιός πρώην κομμουνιστής διπλωμάτης του Αζερμπαϊτζάν, Γκέινταρ Αλίγεβ, επιστρέφει στο Μπακού, όπου έχει εκλεγεί πρόεδρος της Βουλής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό, θηλυκό.

1) Οφθαλμός (μάτι) και απάτη. Ορισμένες εικόνες έχουν το xρώμα και σxήμα, το οποίο κοροϊδεύει τον εγκέφαλο και τον κάνει να νομίζει οτι η εικόνα κουνιέται ή αλλάζει σxήμα.

2) Όταν μια γυναίκα είναι πολύ όμορφη, τόσο που ένα αγόρι δεν το πιστεύει.

1) Πω ρε φίλε! Αυτή η εικόνα κουνιέται ή είναι η ιδέα μου;

2) Κοίτα αυτό το γκομενάκι! Είναι οφθαλμαπάτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελληνισμός της bimbo, της πανέμορφης και «κοκέτας» ξανθιάς νάρας που όμως κάπου χάνει.

Σαν καθαρόαιμη μπάρμπι πιστεύει ότι η θεωρία χορδών αφορά σε στρινγκάκια και ότι το στοματικό διάλυμα είναι η ανάπαυλα ανάμεσα σε δυο πίπες, αυτό όμως ποτέ δεν στάθηκε τροχοπέδη στο να καταξιωθεί με το σπαθί της επαγγελματικά και προσωπικά.

1. Μυστήρια τρένα είσαστε οι άντρες. Αψυχολόγητοι.
Να βλέπεις άντρα-αντρούκλα, με όλα τα προσόντα της καλής Τύχης και εμφανισιακά και από μυαλό και να επιλέγει σαβουρογκομενάκι ή μπίμπω!

2. δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα με τα κοινά μας, δηλαδή με τους γόνους επιφανών οικογενειών και επιτυχημένων πατέρων, τους εργατικολογοπατέρες και την κάθε ξανθιά μπίμπω που εκτίθεται ως υποψήφια

3. Έτσι, δεν θα μπορούσαν να αφήνουν την κάθε μπίμπω (άτσα, εξελληνισμός και υιοθεσία ξένης λέξης επί τροχάδην) να λέει ανεξέλεγκτα ό,τι της κατέβει.

Μπάμπη με λένε (από Khan, 08/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοράει μαύρη μπλούζα για πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους, οπότε είναι είτε α) αναρχικής ιδεολογίας, είτε β) μαύρος μελανομπλουζάκιας φασιστοειδούς ιδεολογίας.

  1. Η κυκλοφορια στη πολη απαγορευθηκε ,κλουβες φραζανε , ελικοπτερα παρακολουθουσαν (κατι σε πραξικοπημα θα νομιζες αν δεν ηξερες), μεγαλα τμηματα της αποκλειστηκαν , η προσβαση σε χωρους κατεστη αδυνατη , ανθρωποι προσηχθησαν ως μακρυμαληδες , μαυρομπλουζακηδες, μπλουτζιναδες , σακιδιοφοροι , η ακομα και ως συνδικαλιστες (λειτουργησε και το ρουφιανιλικι δλδ μιας και προσαχθης στη ΓΑΔΑ δηλωσε οτι εκει ηταν και αλλοι πολλοι κυριως συνδικαλιστες απο τις σχολες ... που τους ξερανε αραγε ... μπα συμπτωση θαταν). (Εδώ).

  2. Ε ΡΕ ΓΛΕΝΤΙΑ ΟΙ ΜΑΥΡΟΜΠΛΟΥΖΑΚΗΔΕΣ ΞΕΣΚΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΚΥΡΑ ΣΟΥ ΚΑΤΑ ΤΑ ΑΛΛΑ (Εδώ).

  3. μάλλον είσαι με τους μαυρομπλουζακηδες και δεν το ξέρεις (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκελληνοποίηση του SWAG με την προσθήκη του γαμοσλανγκοεπιθήματος «-γκουρας».

Σβάγκουρες αποκαλούνται οι κουνάμενοι και λυγάμενοι ποζεράδες, οι κάγκουρες που το κάνουν από κει που κλάνουν. Το λήμμαν παραμένει εισέτι αχαρτογράφητο στο γούγλε γούγλε αλλά υπάρχει.

Ασίστ: Idium από το δουπού και HardcoreGR.

Got a better definition? Add it!

Published