Selected tags

Further tags

Ως που-σαι-συ ορίζουμε τον τύπο χαζοχαρούμενης γκόμενας, η οποία όταν συναντά όμοιες της αντικαθιστά το ανθρώπινο «γεια, τι κάνεις» με το «που'σαι συ».

Συνδυάζεται απαραίτητα με υψίσυχνη φωνή (σε επίπεδα σκύλων και εξωγήινων), ύφος πάπιας (σούφρωμα χειλιών) και εμφάνιση πάντοτε στην πένα, ακόμα κι όταν η περίσταση δεν το απαιτεί (π.χ. μάθημα στη σχολή) - ή μάλλον ειδικά τότε, που όλες οι άλλες είναι ντυμένες κανονικά.

Ελέγχεται επίσης η πιθανότητα μετατροπής της ορθογραφίας του λήμματος σε «puss-εσύ».

Εντάξει, στην αρχή φαίνεται ωραία η γκόμενα, αλλά είναι bimbo στα όρια της που-σαι-συ και δεν αντέχεται για κουβέντα πάνω από πεντάλεπτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την κυριολεκτική του σημασία, δηλώνει επίσης και ότι έχω περιέλθει σε κατάσταση πνευματικής σύγχυσης (ή και πεο- μπλοκαρίσματος αν πρόκειται για άντρα), μπροστά σε ένα θέαμα εκτυφλωτικής ομορφιάς ή κεραυνοβόλας γκαύλας.

Κοινώς, έμεινα σέκος, τα είδα όλα, έμεινα, έπεσα ξερός, μου ήρθε κοκομπλόκο.

- Στην ΝΕΤ καθόταν πίσω από γραφείο που τα έκρυβε όλα. Τώρα στον ΣΚΑΪ όταν έχει καλεσμένους κάθεται μαζί τους σε καναπέ, ρίχνει κάτι σταυροποδάρα και χάνεις το φως σου.
(από το νέτι περί της Πόπης Τσαπανίδου)

- male_20: re paidia eida mia kopela sto shisha 28 xronwn kai mou eipe oti einai par8ena kai htan koukla dhladh exasa to fws mou!!!
(από γνωστό φορούμιο)

Ποπάρα (από Vrastaman, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίτλος παλαιού άσματος που τραγουδούσε ο Νίκος Γούναρης σε στίχους Αλέκου Σακελάριου, Χρήστου Γιαννακόπουλου και μουσική Μιχάλη Σουγιούλ. Έχει αυτονομηθεί για να χαρακτηρίσει πολύ εντυπωσιακή γυναικάρα που διακρίνεται για την λεβέντικη κορμοστασιά της διαθέτοντας στοιχεία από τους γυναικότυπους τσολιάς και λεβεντομούνα, που είναι δηλαδή ψηλή και εύρωστη.

Είναι συχνό φαινόμενο να τρέπουμε σε ουσιαστικά αρσενικού γραμματικού γένους ουσιαστικά με τα οποία χαρακτηρίζουμε κατ' αρχήν γυναίκες, όταν θέλουμε να δείξουμε την εντυπωσιακή λεβεντιά της εμφάνισης μιας γυναίκας, που παραπέμπει έτσι σε μια ανδροπρεπή ομορφιά (με την καλή έννοια). Βλ. και μούναρος, μούνος, πούτανος. Τιθέμεθα έτσι σε μια ανταγωνιστική σχέση με την γυναίκα που λόγω μεγέθους μας απειλεί. Η συγκεκριμένη μεταφορά έχει οθωμανικές συνδηλώσεις, καθώς αναφέρεται στο σώμα των Γενιτσάρων που κατά την περίοδο του οθωμανικού ζυγού συγκροτείτο από παιδιά ραγιάδων. Τι θέλει να πει ο ποιητής; Η πρώτη εικόνα που έρχεται στο μυαλό είναι μια ηδονjική μουνομαχία μεταξύ ενός τσολιά κι ενός κορίτσαρου- γενίτσαρου. Από εκεί και πέρα αρχίζει η ψυχανάλα, για την ερωμένη ως εξ οικείων εχθρό, την οποία αφήνουμε σε ειδικούς ψυχανάλατους και άλλες γιαλόμες.

Η έκφραση πάντως αποτελεί μπαμπαδισμό/ παππουδισμό, ενώ επιβιώνει και σε περιοδικά τ. Πλεϊμπόι, Πουτσοπόλιταν κ.τ.ό. ως μια εύκολη ρίμα χρησιμεύουσα ως λεζάντα σε αισθησιακή φωτογραφία εντυπωσιακής μοντέλας.

Πάσα: Gatzman.

  1. Πρώην Ελληνίδα Playmate. Γυμνός κορίτσαρος σωστός γενίτσαρος! (Εδώ).

  2. Ένας Κορίτσαρος σωστός Γενίτσαρος! Η 27χρονη Βρετανίδα ηθοποιός και μοντέλο Τζένιφερ Μέτκαλφ έγινε γνωστή από το ρόλο της ως Mercedes McQueen στη σαπουνόπερα Hollyoaks. Το ανδρικό περιοδικό «Nuts» τη φωτογράφησε με σέξι μπικίνι, ένα περίπου χρόνο μετά τη λιποαναρρόφηση που δήλωσε ότι έκανε για να αποκτήσει πιο αδύνατους γοφούς και οπίσθια. (Εδώ).

  3. Ποιο τούμπανο έχει τσακωθεί με οικοδόμο; ΕΝΑΣ ΚΟΡΙΤΣΑΡΟΣ ΣΩΣΤΟΣ ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΣ, ΠΟΥ ΔΕΝ… ΜΑΣΑΕΙ
    Και μόνο που τη βλέπει κανείς, καταλαβαίνει ότι πρόκειται για ένα… πολύ άγριο θηλυκό το οποίο όπως εξομολογήθηκε στο περιοδικό Down Town δεν έχει διστάσει να… τσαμπουκαλευτεί ακόμα και με οικοδόμο. (Εδώ).

(από Khan, 19/11/11)(από Khan, 19/11/11)(από Khan, 19/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που έχει σχέση ή θυμίζει ή αρμόζει σε κλαμπάκι.

Κλαμπίσιο λέμε συνήθως ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, ως προς το ύφος και τον ήχο του (δηλ. να χαρακτηρίζεται από έντονο και χορευτικό μπιτ και να έχει μεγάλη διάρκεια, ή έστω να έχει ηχητικά εφέ που χαρακτηρίζουν συνήθως ένα τέτοιο κομμάτι).

Λέμε όμως και τον ήχο αυτό καθεαυτόν που βγαίνει από ηχεία τα οποία «φωνάζουν», δηλ. προορίζονται για τις παραπάνω μουσικές και όχι πχ για τζαζ ή κλασική, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις (όγκο, βάθος, ευκρίνεια κλπ)

Κλαμπίσιο λέμε και το ύφος ενός μαγαζιού ή μια φωνή ή, τέλος, ένα στυλ ντυσίματος που συνηθίζεται στα κλάμπζζζ, δηλ. σέξυ, φανταχτερό, αποκαλυπτικό κλπ.

Από το αγγλικό club.

Σπανίως λέγεται και για κλαμπ με την έννοια της λέσχης (βλ. παρ. 7).

  1. Ζορικο ειναι,κλαμπισιο.Ραδιοφωνικο δε θα το λεγα,εχει κάπως ένα undergroud υφακι. Γερμανικό electro gothic μου κάνει σαν ατμοσφαιρα

  2. Ευτυχώς η μουσική προχωράει και εξελίσσεται σε άλλα μέρη του κόσμου οπότε δεν στερούμαστε μουσικών ακουσμάτων...και ναι φίλε μου, ακόμα και. «κλαμπίσια»

  3. Ο δισκοθέτης επέλεγε μουσική κλαμπίσια, αισθητικώς ανώτερη των γραικυλικών αλυχτισμάτων.

  4. Σκέφτομαι να στήσω ένα συστηματάκι ηχείων κλαμπίσιο για να έχω «εικόνα» ήχου στυλ club

  5. Όπα ρε μάστορα θα μου πείτε(με το δίκιο σας) και απο ποιότητα τί γινεται;Άμα είναι απλά να φωνάζουν πάω και αγοράζω 2 κλαμπίσια ηχεία και ξεμπερδέυω.

  6. Τόπος συνάντησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας το Villa Mercedes, έδωσε στο Γκάζι την κλαμπίσια αίγλη που χρειαζόταν.

  7. Οι Llumar Titanium μπήκαν σήμερα, στο κατάστημα Ψυχικού. Όλα καλά και τιμή κλαμπίσια...
    με γεια σου σταυρο! σου ζήτησαν κάρτα μελους ή απλα ειπες οτι εισαι απο το club;

Kλαμπίσιο σάντουιτς (από Vrastaman, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος που μοιάζει με μανιτάρι επειδή έχει δυσανάλογα μεγάλο πουτσοκέφαλο.

Η πούτσα του ήταν μετρίου μεγέθους αλλά πολύ χοντρή, μανιταρόπουτσα, με ένα πουτσοκέφαλο θηριώδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοίτα το πουλάκι: τα βγάζω όλα έξω, εμφανίζομαι τσιτσίδι! Κλασικός μπαμπαδισμός.

Βλ. και βυζανάδειξη.

- Μολονότι η ηθοποιός Jessica Biel ομολογεί στην Daily Mail ότι φρίκαρε από το γεγονός ότι είδε τις γυμνές σκηνές με την ίδια να κατακλύζουν το internet, υποστηρίζει ότι δεν θα είχε πρόβλημα να τα «ξαναπετάξει» για κάποια άλλη ταινία στο μέλλον.
(εδώ)

- India Reynolds... για άλλη μια φορά τα πετάει έξω και μας αναστατώνει...! (εκεί)

- Η Holly Peers τα πετάει όλα έξω… μην την χάσεις με τίποτα!
(παραπέρα)

H Αγγέλα τα πετάει. (από Vrastaman, 15/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασικό πολιτικό μπινελίκι σε βάρος χουντόσκυλων, ναζών, σκινακίων, και πάσης φύσεως απολυταρχικών λαδοποντικαίων με αγκύλωση στο δεξί, μαύρη στρατόκαυλη περιβολή, χουντικό γυαλί, σιδερογροθιά και άφθονη πιτυρίδα.

Μετά το ξεφούσκωμα της υπαρκτής μεταπολίτευσης (περίπου το '88), το μπινελίκι εξαπολύεται πολύ πιο ελεύθερα και όχι αποκλειστικά προς ακροδεξιές μπατσόφατσες ή χουντάλες.

Εκ του φασισμού και του γαμοσλανγκοτέτοιου -μουτρο.

- Μάλλον υπό την επήρεια αυνανισμού βρισκόταν το φασιστόμουτρο (...) Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ όταν διέπραξε τις ειδεχθείς δολοφονίες 77 ανθρώπων, στις 22 Ιουλίου στο νησί Οτόγια και την επίθεση στο Όσλο σύμφωνα με τις αρχές της χώρας. (εδώ)

- Αιμοσταγές φασιστόμουτρο λιντσάρει αναρχό-ποδηλατό-διαδηλωτές.
(εκεί)

- Να την χαίρεστε την “απεργία” σας φασιστόμουτρα του Π.Α.ΜΕ., χαφιέδες του ψευτοκομουνισμού, όταν ξυλοφορτώνετε εργαζόμενους που δεν σας προσκυνούν…
(παραπέρα)

Απαραίτητη αναφορά στον γαλλικό κινηματόγραφο. (από Vrastaman, 15/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται, μάλλον αποκλειστικά, στην κρητική διάλεκτο -παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μεσαιωνική λέξη- και σημαίνει: μαλλί / μαλλιά, τούφα. Για την ακρίβεια, χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, σκουλιά, που σημαίνει μαλλιά, συνήθως λυτά και πάντως απεριποίητα.

Η ετυμολογία της λέξης (σύμφωνα με το λεξικό της Πάπυρος Larousse): σκουλί < μσν. σκουλλίν < αμάρτυρο τ. *σκολλίον, υποκορ. τού σκόλλυς «τρόπος κουρέματος», με κώφωση τού -ο- σε -ου- (πρβλ. κώδων: κουδούνι), ενώ η ίδια η λέξη συνδέεται πιθανώς και με το φυτό «Πράσιον το ξενικόν», aka «σκουλόχορτο», ευρύτερα γνωστό σαν ασπροπρασιά, καλάνθρωπο και μαρμαράκι (για την ετυμολογία και τη σύνδεση με το φυτό, βλ. και εδώ).

Στο ίδιο forum εντόπισα κάποιες επιπλέον έννοιες του όρου τις οποίες δε γνώριζα. Πρόκειται για τις κάτωθι:
1. Δεμάτι από λαναρισμένο λινάρι, καννάθι ή μαλλί, που είναι έτοιμο για κλώσιμο.
2. Δέσμη από τυλιγμένο νήμα, κούκλα, ματσάκι.
3. Σύνολο από πράγματα που έχουν δεθεί μαζί, μάτσο, δεσμίδα.

Πρέπει να σημειωθεί πως το ευρέως διαδεδομένο κρητικό επώνυμο Σκουλάς (συναντάται και το «Σκουλάκης») προέρχεται από αυτή τη λέξη. Σχετική ιστορία για το επώνυμο αυτό μπορείτε να βρείτε εδώ.

Κρητικιά μαμά στον πιτσιρικά της:
Μάζεψε μωρέ τα σκουλιά σου! Πώς μπορείς και διαβάζεις έτσι που πέφτουν στα μάτια σου;
(Για τις υπόλοιπες έννοιες δεν παραθέτω παράδειγμα, γιατί πραγματικά δε γνώριζα καν πως υπάρχουν και τυχόν παραδείγματα να μην αποδίδουν σωστά αυτές τις επιπλέον χρήσεις του όρου).

Marrubium vulgare, aka σκουλόχορτο (από mafie, 11/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. σπασμένη: Αναφορά σε ταλαιπωρημένη και πρόωρα γερασμένη θηλυκή φάτσα, κυρίως εξαιτίας καταχρήσεων ή γονιδιακής γκαντεμιάς. Πρόκειται για αυτήν την όψη που σου δίνει την εντύπωση της ευρύτερης κούρασης και ανεπαίσθητης παρακμής.

Το φαινόμενο οφείλεται στη σταδιακή παράδοση στη βαρύτητα με επιπλέον επιβαρύνσεις που επισπεύδουν τη φθορά: συστηματικά ξενύχτια σειράς ετών, τσιγάρα, ξίδια, ντρόγκες κλπ. Μπόνους τα σακουλιασμένα μάτια.

Σπασμένη δεν αποκαλείται μια εξ ορισμού πατσαβούρα. Ίσα ίσα. Πρέπει να είναι όμορφη ή να φαίνεται ότι υπήρξε όμορφη ή να παρουσιάζεται με ερείσματα ως όμορφη ή τελοσπάντων να πρέπει να διευκρινιστεί ότι ανήκει σε ψηλή κατηγορία, όχι όμως στις πρώτες θέσεις. Συχνά αλλά όχι απαραίτητα (αν κρίνουμε κι από τα παραδείγματα) αναφέρεται σε μιλφ.

Όσο πιο «κούκλα», τόσο πιθανότερο να χαρακτηριστεί σπασμένη από νωρίς: Οι αναμενόμενες γραμμούλες έκφρασης, γοητευτικές κατά τα άλλα, δίνουν την αίσθηση της ραγισμένης πορσελάνης. Το φαινόμενο επιτείνεται αν πέφτει στουπέτσι οπότε η μικρογραμμή γίνεται φαράγγι με ένα χαμόγελο.

  1. σπασμένος: (θεγκζ ιρονίκ και γαϊδουράγκαθε), ο χαρακτηρισμός παίζει και για αγόρια.

1α. Εδώ (google γκάιζ) κανονικο σωματακι προς το γεματουτσικη,βυζια φυσικα με χαλαρη υφη μεγαλουτσικα για το σωμα της με τονισμενη πεταχτη ρωγα.....φατσα μετρια λιγο σπασμενη...δεν την λες ομορφη απλα συμπαθητικη παρουσια..

1β. Εδώ: Τζινα απο Δανια(ειναι κολλητη φιλη της Φρατζεσκας).ξανθια milf,λιγο σπασμενη φατσα αλλα βελουδινη κορμαρα και κωλαρα.

1γ. Εδώ: Με το που ανοίγω την πόρτα βλέπω τη σπασμένη φάτσα μιας γιαγιάς που καθόταν σε έναν καναπέ, λες και όλοι είχαν βγει να δείρουν Ρωμαίους και αυτή έπρεπε να προσέχει το φαί.

  1. gaidouragkathos (από τα σχόλια παρακάτω): Μια παλιά καραβάνα που ήξερα, έλεγε: «Τον άντρα τον θέλω νάναι σπασμένος, χαρακωμένος...».

Μαντάνα. (από Galadriel, 10/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως εμφάνιση: Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Δηλαδή αυτός που έχει κρέατα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για να πουλήσει το απόθεμα σε άλλους. Το -πωλείο εδώ μπορεί να συσχετισθεί και με το -εμπορας, λ.χ. στα κακαδέμπορας, κουραδέμπορας, όπου κάποιος εμφανίζεται να προτείνει προς πώληση αηδιαστικά μέρη του κορμιού του (και μεταφορικώς βεβαίως) ή με το αγγλικό -monger. Στο κρεοπωλείο βέβαια η έμφαση είναι περισσότερο στην περίσσεια των κρεάτων που επαρκούν και για εξαγωγή. Κυρίως λέγεται ως κινητό κρεοπωλείο.

  2. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι περίπου συνώνυμο του μπριζολάδικο, δηλαδή σημαίνει ευαγές ίδρυμα όπου προσφέρεται πλήρες σεχ. Βέβαια πρόκειται περισσότερο για ασθενή μεταφορά παρά για παγιωμένο τεχνικό όρο, όπως το μπριζολάδικο. Μια μεταφορά, η οποία έχει κάπως ηθικολογική χροιά και καυτηριάζει το γεγονός ότι πωλείται πλήρες σεξ, ως μή όφειλε. Λ.χ. θα χαρακτηριστεί λιγότερο ως κρεοπωλείο ένα μπουρδέλο, ενώ περισσότερο ένα στριπτιτζάδικο ή μασατζίδικο ή άλλα μέρη που δεν προσφέρουν επίσημα παρόμοιες υπηρεσίες. Η μεταφορά κρεοπωλείο θίγει εν προκειμένω α) το ότι δεν υποτίθεται ότι προσφέρεται η πλήρης αυτή υπηρεσία στο εν λόγω γαμαζί, β) ότι αυτό παρ΄ όλαφ τα γίνεται με την ενθάρρυνση της διεύθυνσης του γαμαζιού και όχι από πρωτοβουλία μιας επιμέρους κορασίδας. Εφόσον βέβαια πρόκειται για απλές μεταφορές, η χρήση ποικίλλει.

Εξάλλου, ο όρος κρεοπωλείο χρησιμοποιείται ευρύτερα ως ηθικολογική μεταφορά για να καυτηριαστεί η επίδειξη ή σεξουαλική εργαλειοποίηση ανθρώπινης σάρκας, λ.χ. και σε παραλίες, πλατείες, νυφοπάζαρα και όπου.

- Τον φίλο σου, το κινητό κρεοπωλείο τι τον έφερες; Αφού έχει τον γκομενοδιώκτη.

- Παλιά κάναμε και τον χαβαλέ μας στο γαμαζί, πίναμε το ποτάκι μας, λέγαμε καμιά μαλακιούλα. Τώρα που έχει γίνει κρεοπωλείο και μαζεύεται όλη η καυλοπιτσιρικαρία στην ουρά για να κουρτινιάσει, τι να ευχαριστηθείς;
(Παράπονο πουρέιτζερ για την εκτράχυνση των γαμαζιών).

Στο 0.20 γράφει "το κρεοπωλείο της νέας εποχής". (από Khan, 08/11/11)(από Khan, 09/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified