Το ξυρισμένο αιδοίο. Αγγλιστί bald pussy.
- Καλό είναι το καραφλόμουνο. Αυτό που θα έβρισκα πολύ ξεφτίλα, είναι να ξυριστώ εγώ. Δεν θα' χω μούτρα να αντικρίσω γυναίκα.
Το ξυρισμένο αιδοίο. Αγγλιστί bald pussy.
- Καλό είναι το καραφλόμουνο. Αυτό που θα έβρισκα πολύ ξεφτίλα, είναι να ξυριστώ εγώ. Δεν θα' χω μούτρα να αντικρίσω γυναίκα.
βλ. και παρκέ
Got a better definition? Add it!
Ο στραβισμός ή αλληθωρία στα τσιτσία ή βυζιά παρατηρείται σε δύο μορφές:
- Μην πας για μπάνιο στην παραλία γυμνιστών «της γριάς το μνι» γιατί συχνάζουν κάτι αλληθωροβύζες Γερμανίδες 50άρες τύπου Angela MerKel και θα ξενερώσεις τελείως. Θα τον ψάχνεις!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το σημείο του γυναικείου στέρνου ανάμεσα στα δύο βυζιά, το οποίο νοητώς τα χωρίζει. Περισσότερο παραπέμπει σε γυναίκα με μεγάλες βυζούμπες, οπότε αποτελεί βυζοχαράδρα, ωστόσο σε σχέση με τον τελευταίο αυτό όρο, το βυζοχωρισιά είναι πιο ουδέτερο, δηλαδή αποδίδει λιγότερη έμφαση στο ευμέγεθες των βυζιών και απλά δηλώνει το ανατομικό σημείο.
Πάσα: Έλεκτρον.
...άρα η μύγα συνεθλίβη στην βυζοχωρισιά της Μαρίας.... (κόντρα πλακέ).
Έχω ένα ρολόϊ, που γράφει ότι λειτουργεί και σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας. Λες να πάω να το χώσω σε καμιά βυζοχωρισιά;
Got a better definition? Add it!
Θηλυπρεπές άτομο αρσενικού γένους με τάσεις ανωτερότητας και υπερβολικής επιδειξιμανίας. Επίσης έτσι χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε άντρας προκαλεί, φορώντας γούνα και μεγάλα γυαλιά ενώ ταυτόχρονα αλείφεται με λάδι στην παραλία κατόπιν ολοκληρωτικής αποτρίχωσης με μηχανικά ή χημικά μέσα.
-Που πας μωρή αρχοντόπουστα;
-Α να χαθείς, εγώ είμαι καλύτερος από 'σένα και όπου θέλω πάω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο δράσεις εκείνου του ατόμου που προσπαθεί να επιδεικνύεται με φθηνούς εντυπωσιασμούς αμφίβολης αισθητικής. Οι υπερμεγέθεις γούνες, τα ψεύτικα χρυσαφικά, η επιλογή λευκού χρώματος (π.χ στο αυτοκίνητο) είναι ενδείξεις μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Συνήθως αυτά τα άτομα δανείζονται ή φοράνε χρησιμοποιημένα ρούχα και τα παρουσιάζουν ως δικά τους.
- Μα καλά, λευκή Mercedes πήγε και πήρε; - Αφού είναι αρχοντόγυφτος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η διαδικασία κατά την οποία οποιοδήποτε έμβιο ον μετατρέπεται σε κάτι που μοιάζει με κουνέλι. Κύρια χαρακτηριστικά είναι η σταδιακή λεύκανση και το μαλάκωμα των τριχών, η μεγέθυνση των δύο άνω μπροστινών δοντιών (κοπτήρες) και η έντονη διάθεση για πήδημα. Κουνελοποίηση παρατηρείται μετά από έντονο στρες, αλκοολικό σοκ και υπερβολική κόπωση των ματιών μπροστά σε οθόνες υπολογιστών.
- Ο Βαγγέλης χθες μου έκλεψε τα καρότα και προσπάθησε να πηδήξει από πάνω μου. - Κουνελοποίηση...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι ψυχεδελικές φανέλες έχουν αναπόσπαστα συνδεθεί με τη χίπικη υποκουλτούρα, εξακολουθούν όμως να επιβιώνουν και σήμερα ως ενδυματολογική επιλογή σε διάφορα αλτέρνατιβ περιβάλλοντα. Και μεταλλάδες μπορεί να δεις με ψυχεδελική, και τρανσάδες, και χιπστεράδες, και ανένταχτους αναρχοαριστεροκουλτουριάρηδες παροικούντες το Γκάζι και εσχάτως την πλατεία Καρύτση. Εντούτοις η χρυσή εποχή της ψυχεδελικής έχει περάσει και η ίδια κατατάσσεται στην κατηγορία νοσταλγικό ρετρό - χωρίς ποτέ να αποκλείεται κάποιο αναπάντεχο revival. Η πηγή της ψυχεδελικής φανέλας είναι φυσικά το Μοναστηράκι, όπου κανείς μπορεί να βρει, εκτός από φανέλες, και ψυχεδελικά φούτερ, ψυχεδελικά καμπανιζέ παντελόνια κλπ.
Δεν είναι δύσκολο να φτιάξεις μια ψυχεδελική, ο καθένας μπορεί να το κάνει στη μπανιέρα του με λίγη χλωρίνη. Παίρνεις μια κατά προτίμηση μονοχρωματική φανέλα ή φούτερ και του χύνεις χλωρίνη εκεί όπου θες να ξεβάψει. Το αποτέλεσμα θυμίζει τα λεγόμενα «νερά» του ξύλου ή του μαρμάρου. Βέβαια στις περισσότερες home made ψυχεδελικές το αποτέλεσμα είναι επιεικώς απαράδεκτο και ό,τι να 'ναι, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Για σπέσιαλ σχεδιάκια τύπου «ιστός αράχνης» κλπ, πρέπει να τό 'χεις με το άθλημα, αλλιώς πήγαινε αγόρασε μια έτοιμη απ' το Μοναστήρι να ξεμπερδεύεις.
Λέω να πάρω ένα ολόμαυρο φουτεράκι να το κάνω ψυχεδελικό.
- Λέω να την πέσω σ' εκείνη τη γκόμενα με τη ροζ ψυχεδελική.
- Αυτή είναι τρίπια ρε μαλάκα, δεν έχει σταματήσει να χορεύει απ' την ώρα που ήρθαμε.
Έτσι, διαμορφώνεται η ροκ σκηνή που στο κλείσιμο της δεκαετίας επισκιάζει την ποπ σκηνή, αντικαθιστώντας τα κοστουμάκια και τις γραβατούλες των συγκροτημάτων με σταμπωτές ψυχεδελικές φανέλες, χαϊμαλιά, τζιν και αμπέχονα. Εδώ
Got a better definition? Add it!
Παλιά λαϊκή έκφραση, που αξίζει να διασωθεί.
Σήμαινε τον ατσούμπαλο, τον κακοβαλμένο, π.χ. κάποιον που δεν του πάνε τα ρούχα είτε διότι είναι κληρονομιαία, είτε λόγω ανοικονόμητης πατσοκοίλας, είτε γιατί είναι αδύνατος σα λιανοκέρι και «σακκουλιάζουν» ή «κρεμάνε» πάνω του.
Μάλλον από την λέξη σά(κ)κος ( > σα(κ)κούλα/σα(κ)κάκι κλπ, μάλιστα σάκος είναι και η επίσημη ονομασία ενός ιερατικού ενδύματος) και δεν έχει σχέση με την έκφραση σακ(κ)ουλεύομαι ή την σχετική ερώτηση σακκουλετζέμ; < ψαχουλεύω / -ομαι.
Εξ άλλου, όταν κάποιος φορά ένα ετοιματζίδικο κοστούμι, που δεν του πέφτει «γάντι» γιατί δεν ταιριάζει απόλυτα στον σωματότυπό του, λέμε ότι είναι «σα σακκί με πατάτες», ή όταν κάποιος είναι ζαρωμένος απ’ την κακή σίτιση λέμε είναι «σα σακκί με κόκκαλα».
Η παρομοίωση της τσαλακωμένης σακκούλας με τα σταφιδιασμένα γκογκόβια, γίνεται αισθητή στην λαϊκή ρήση τ’ αρχίδια μας κουνιούνται δεξιά κι αριστερά κι εσύ θαρρείς πως είναι σακκούλια με φλουριά.
Σχετικά, επιβιώνει ως παραλλαγμένο επώνυμο μεγάλης φίρμας νομικών εκδόσεων, ενώ την έκφραση αναφέρουν ο Αυλωνίτης σε κάποια παλιά ταινία, ένεκα που του πήγαινε μεγάλο ένα σακκάκι, οι Πλέσσας – Βίρβος στον δίσκο «Πανόραμα» (1971) που αφιερώνουν ένα τραγουδάκι στον λεγόμενο Σακκουλέ, έναν ατσούμπαλο γραφικό τύπο της Αθήνας των αρχών του 20ου αιώνα κι ο Ζαμπέτας στον «Αράπη» (1965):
[...] Γουστάρει κι αγαπάει, το μαύρο, το σκύλο, τον αράπη, το σατράπη, το χασάπη, το μανάβη, το μπακάλη, τον κουρέα, τον Αντρέα, το Σαλέα, το μαλέα, τον Πελέ το χαβαλέ, το λεχρίτη τον Κοπρίτη, τον κοιλιά το φαταούλα, το σακουλέα, το χλαμπαλέα, το Λέων, το Τιμολέων, το Ναπολέων, τον Άρη, το Θεοχάρη, το σαλιάρη, το μαλλιάρη, τον κουταλιάρη, τον Α-άπηηη [...]
Όοοοοοοοοαααααααααααα!!!
- Ρε σακκουλέα, βάλ’ το πουκάμισο μέσα απ’ το παντελόνι, πώς κυκλοφορείς έτσι;
- Μπααα δε βαριέσαι, δε γίνεται τίποτα... Και μέσα απ’ το σώβρακο να το βάλω, θα ξαναβγεί...
βλ. και σακκουλιάζω
Got a better definition? Add it!
Άτομο μιας κάποιας ηλικίας με καράφλα αλλά και κοτσίδα ή υπόλοιπο κόμης και μακρύ μαλλί, ή τύπος που ξεχάστηκε στη δεκαετία του '70 και απλά ο χρόνος έδειξε τα σημάδια του. Σιτεμένος κατά κανόνα λάτρης της εποχής των χίπηδων που τώρα τους ανακάλυψε, ή τώρα τόλμησε, αλλά το αποτέλεσμα του ντυσίματος / εμφάνισης είναι ολίγον αστείο ή και θλιβερό.
- Πω,πω μηχανάρα πού' φτιαξε ο τυπάς! Χάρλευ δεν είναι ρε συ;
- Ναι μωρέ,την έχει ένας καραφλόχιπας 55άρης γείτονας που την είδε born to be wild κι έτσι...
- Άτσα εμφάνιση ο σιτεμένος...καπελάκι μαλλούρα και το πιπινάκι δίπλα! Μια χαρά τον κόβω...
- Έλα καημένε ξεκόλλα με τον καραφλόχιπα!
- Μιμίκα τι λέει με τον μεγαλωμένο; Πολύ παρέα σε βλέπω τελευταία...
- Όχι μωρέ, τίποτα σοβαρό..
- Καλά ντάξ...σιτεμένος ο καραφλόχιπας αλλά μην τον υποτιμάς...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified