Το λέμε όταν κάποιος πάει να κάνει κάτι με τρόπο εντελώς αποτυχημένο, όταν κάποιος παρατραβάει κάτι ή όταν καταστρέφει κάτι.

  1. - Άσε τι έπαθα σήμερα... Άνοιξα το PC να το καθαρίσω τη σκόνη μέσα και όταν το ξανάβαλα να δουλέψει έγινε βραχυκύκλωμα και μου κάηκε ο σκληρός!
    - Καλά μιλάμε το γάμησες και ψόφησε!
    - Πίκρα...

  2. - Την Μεγάλη Παρασκευή μόνο καλαμαράκια έφαγα...
    - Γιατί, δεν νήστευες;
    - Ε;
    - Αφού μου λες ότι την Μεγάλη Παρασκευή έφαγες καλά Μαράκια! Μήπως έφαγες και καλά Ποπάκια; Χάχαχα!
    - Πώωω, το γάμησες και ψόφησε! Σόι του Σεφερλή είσαι ή του Ζουγανέλη;

  3. - Ρε γαμώτο κόλλησε το παράθυρο...
    - Άσε, το ανοίγω εγώ...
    (ΚΡΑΚ!!!)
    - Μπράβο μαλάκα, το γάμησες και ψόφησε!!

(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι γαμάτος σε κάτι, το παίζω επιδέξια στα δάχτυλα μου, έχω το μότζο μου τούμπανο, όλοι οι άλλοι τρώνε τη σκόνη μου.

1.
- Το 'χει ακόμα ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Τα χρόνια πέρασαν, τα μαλλιά άσπρισαν, πλέον δεν φοράει φόρμα αλλά κοστούμι. Παρόλα αυτά ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς δεν ξέχασε το μπάσκετ που ήξερε.

2.
- Δεν το χει με την τεχνολογία ο Βενιζέλος. Ένα καθημερινό... μποτιλιάρισμα βιώνουν στη ροή τους στο Twitter όσοι ακολουθούν τον λογαριασμό του Ευάγγελου Βενιζέλου και αυτόν του ΠΑΣΟΚ.

3.
H Ελένη Φουρέιρα «το ‘χει» με το twerking

4.
Το παιδί σας δεν «το χει» με το διάβασμα;; - Αυτά είναι τα μυστικά να το κάνετε να διαβάζει για το σχολείο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Συνουσιάζομαι (ενεργητικά). Συνώνυμα: πηδάω, γαμάω.
  2. Νικώ, κερδίζω (παιχνίδι, αντίπαλο).
  3. τα παίρνω (στο κρανίο), βλέπε αντίστοιχο λήμμα
  4. με παίρνει (ενν.: να κάνω κάτι) (απρόσωπο): εμπίπτει στις δυνατότητές μου, μπορώ να κάνω κάτι, αν κάνω κάτι δεν θα έχω συνέπειες.
  1. Τι τσουλάρα η Φιφή ρε σύ... Την παίρναμε επί τρεις ώρες χθες με τον Φίφη ώσπου κλατάραμε, και μετά ήθελε κι' άλλο!

  2. Άσε, δεν γουστάρω πάλι τάβλι. Έχω να σου πάρω παιχνίδι από του αγίου πούτσου.

  3. Φούλα, άσ' τις γκρίνιες και κάτσε φρόνιμα μην τα πάρω καμιά ώρα!

  4. — Σε κοζάρει άσχημα, μαλάκα. Γιατί δεν της τα ρίχνεις;
    — Δεν με παίρνει ρε... Δεν βλέπεις που την περιτριγυρίζουν οι σωματοφύλακες;

Δες και δε με παίρνει, όσο με παίρνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον ήπια: Την έκατσα, μου 'ρθαν ανάποδα, μεγάλο κακό με βρήκε. Το τι ακριβώς ήπιε το δυστυχές υποκείμενο τελεί υπό διερεύνηση, αλλά έγκυρες πηγές αναφέρουν ότι ο ποιητής μιλάει για τον πικρό καφέ της παρηγοριάς, το οποίο έχει και μία δόση λογικής οφείλω να ομολογήσω.

  1. Ωχ, κατέβασε βασική Παλτόγλου και Χατζημπουζουκοβλασάρογλου; Τον ήπιαμε. Πάμε για τρία μπαλάκια μίνιμουμ.

  2. Υπογεγραμμένη άδεια με οδοιπορικά κι έσκασε επιθεώρηση από τον ΓΕΠΣ και τον ήπιαμε. Άμα σου λέω με πάει πίπα-κώλο-εμπλοκή...

(από panos1962, 18/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε συνήθως όταν μια κατάσταση γίνεται ανυπόφορη.

- Τι λέει ρε, καιρό έχουμε να τα πούμε! Όλα καλά;
- Άσε ρε φίλος, δεν την παλεύω με την καμία. Όλη μέρα δουλειά.

(από patsis, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλα πάνε στραβά , πάμε από το κακό στο χειρότερο, μας πάει πίπα-κώλο.

Έκφραση που υποδηλώνει ότι μια σειρά γεγονότων που έχουν σχέση με εμάς πηγαίνουν πολύ άσχημα και μάλιστα τόσο άσχημα όσο δεν γίνεται. Συνήθως για αυτή την 'αναποδιά' ευθύνεται κάποιο συγκεκριμένο άτομο με το οποίο συνήθως πάλι έχουμε σχέση προϊστάμενου-υφιστάμενου (φυσικά δεν είμαστε εμείς ο προϊστάμενος).

Η έκφραση αυτή ακούγεται συχνά σε στρατώνες αλλά και σε πολλές φιλελεύθερες εταιρείες.

- Δεν αντέχω άλλο ρε στραβάδι. Ο νέος διοικητής μας πηγαίνει γαμιώντας και μάλιστα χωρίς λόγο...
- Τι χωρίς λόγο βρε ηλίθιε , ξέχασες τι έκανες;
- Που να φανταστώ ρε μαλάκα ότι το τεκνό που μας την έπεσε ήταν η γυναίκα του;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση που σημαίνει μεθάω ελαφρά. Συνώνυμο του «τα κοπανάω».

- Μαμά γιατί είναι έτσι σήμερα ο μπαμπάς;
- Ε, τα έτσουξε χθες λιγάκι με τους φίλους του, δεν είναι τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να αναφέρεται κυρίως σε δεσμό, αλλά καμιά φορά μπορεί να σημαίνει και «τα έχω βαλει» με κάποιον. Δηλαδή είμαι μαλωμένος.

-Ο Μήτσος μου είπε να σε ρωτήσω γιατί όποτε τον βλέπεις στο δρόμο γυρίζεις από την άλλη και κάνεις ότι δεν τον είδες.
-Ε τα έχω μαζί του ρε... θα πηγαίναμε γήπεδο και ξαφνικά το ακύρωσε και καλά γιατί ήταν άρρωστος, και τελικά πήγε με τον Μάκη... δε θέλω πολλά-πολλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τα πρήζω - μου τα πρήζεις - πρήξιμο:
Η τελευταία φράση που ακούγεται ΠΑΝΤΑ μετά από κήρυγμα γονέως, ή πάσης άλλης φύσεως κηδεμόνα.

Πρήξιμο είναι η κατάσταση κατά την οποία έχεις φάει χυλόπιτα, στο καπάκι σου στράβωσε η υπόθεση με άλλη γκόμενα, έρχεσαι κατά τις 1 το πρωί στο σπίτι, και βλέπεις μπαμπαδομαμάδες να σε περιμένουν, και να αρχίζουν με κάτι σαν αυτό:

Ρε αλητάμπουρα. Ρε κοπρόσκυλο της κοινωνίας. Ρε μου 'φαγες τα σ(υ)κώτια (το αντίστοιχο δεν είναι αυτό που νομίζεις των γονέων), που σε μεγάλωσα με 542.378 κόπους και 992.561 στερήσεις (!) για να μου γίνεις αλήτης, να γυρνάς 1 η ώρα στο σπίτι και να μπεκροπίνεις στα μπουζούκια...

(Ο έφηβος, αν δεν έχει κοιμηθεί, μονολογεί):

— Ω ρε πρήξιμο!

μας τα χεις κανει μπαλονια... (από BuBis, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα πει, 'μου την δίνει' ξαφνικά κι αλλάζω στάση (συχνά έρχομαι σε μεγαλύτερη ή μικρότερη ρήξη με την προηγούμενη κατάσταση).
Αυτή η ξαφνική αλλαγή στάσης, μπορεί να συμβαίνει αυθαίρετα (σ.ς.: αντιγιαλομιά), ή μετά από βουνά αδικιών, καταπίεσης κλπ, διότι, ως γνωστόν, στην διαλεκτική η ποσοτική συσσώρευση φέρνει την ποιοτική αλλαγή.
Συνώνυμο (που όμως περικλείει πολλά νεύρα και θυμό): "τα παίρνω στο κρανίο/ γκράνουλο".

  1. Τη βαρεσε στον ενα γιο να τους γραψει ολους στα παπαρια του και να το σκασει. Πηρε πουλο ομως και επεστρεψε με την ουρα στα σκελια...ΕΔΩ
    Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος που ξαφνικά κάποια άσχετα blogs τους τη βάρεσε να τον παρουσιάσουν ως μισογύνηεδώ
  2. Ωραία όλα αυτά, αλλά έχουν υπολογίσει χωρίς τους Βέλγους που τους τη βάρεσε να γίνουν ανεξάρτητοι και λένε στον Γουλιέλμο πάρε τα κουβαδάκια σου κι άμε να παίξεις αλλού, τη Βρυξέλλα μας δεν θα την πειράξεις! ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified