Ελληνοποίηση του αγγλικού thanks. Χρησιμοποιείται μόνο στον γραπτό λόγο, κυρίως στα εταιρικά μέηλ και δηλώνει ότι ο χρήστης του μπορεί να μετέχει αγγλικής παιδείας, αλλά κατά βάθος είναι ένα αγνό Ελληνόπουλο που δεν ξεχνά τις παραδόσεις του τόπου.

- Σου έστειλα μόλις το μέηλ με τα ρηπόρτζ.
- Θέγκζ! Άη απρησηέτ δάτ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καπνοδόχος του πλοίου στα καραβίσια.

Από το αγγλικό chimney=καπνοδόχος.

Προσοχή: Αν δεν θυμάστε τη λέξη, πείτε απλά καπνοδόχος. Αλλά ποτέ μην πείτε φουγάρο σε ναυτικό. Θα σας πάρει στο ψιλό.

Καββαδίας - Γυναίκα
«Μια τσιμινιέρα μ' ώρισε στο κόσμο και σφυρίζει.»

Στο 3.30 (από Khan, 17/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλοδώρημα, το πεσκέσι, ο άξιος μισθός. Επί τουρκοκρατίας, η αμοιβή των αρματολών· σήμερα, η μίζα των πάσης φύσεως παρακρατικών.

Πιο αδόκιμα: ναρκοσλάνγκ για τον μεσάζοντα διακινητή. Ο λουφές αμείβεται με ποσοστά επί των πωλήσεων και κατά κανόνα δεν είναι χρήστης. Καμία σχέση με το βαποράκι που μεταφέρει αλλά δεν διακινεί πράμα.

Εκ του τουρκικού ulufe (αμοιβή μισθοφόρου).

Βλ. και λουφετζής.

1.
«-Καπετάνιε,πάρε κι εσύ το λουφέ σου..» Ο Νικηταράς έπιασε το σπαθί,κοίταξε τα στολίδια του και το πέταξε μπροστά του. Είπε: «-Αυτός είναι ο λουφές της πατρίδας..» Αμέσως ένας-ένας άρχισαν να αφήνουν χάμω τα λάφυρα σχηματίζοντας ένα σωρό ,το πρώτο ταμείο του έθνους. Από τότε έχει να πάρει η πατρίδα λουφέ..

2.
Ποιος όμως είναι ο… λουφές της εξουσίας για τους νικητές; Κανείς δεν ξεχνά τη φράση του Βύρωνα Πολύδωραμ που είχε κάνει αίσθηση λίγο πριν την αναρρίχηση της Ν.Δ. στην εξουσία το 2004, που έκανε λόγο για «δέκα χιλιάδες κομματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που ήταν διορισμένα σε θέσεις ευθύνης του Δημόσιου Τομέα». Η Νέα Δημοκρατία είχε υποσχεθεί προεκλογικά «επανίδρυση του κράτους», αλλά δυστυχώς οι «κουμπάροι», οι «κολλητοί» και οι «ημέτεροι» δεν έλειψαν και πάλι...

  1. ♪♫ Περιμένω τον λουφέ μου
    26 ευρά ανά χείρας ♪♫

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Μικρός πάσσαλος (παλουκάκι) που καρφώνεται στο χώμα και δένονται σ' αυτόν τα σκοινιά των ζώων. Υπάρχουν τα ξυλότζενα (φτιαγμένα από ξύλο) και τα σιντερότζενα / σιδερότζενα (φτιαγμένα από σίδερο).

Εξού τα:

  • τζενώνω/τζενιώνω (καρφώνω στη γη το τζένιο, στο οποίο είναι ήδη δεμένο το σκοινί κάποιου ζώου που μεταφορικά σημαίνει και σκλαβώνω),
  • ξετζενώνω (βγάζω απ’ τη γη το τζένιο - ελευθερώνω) και
  • το τζένωμα (το μπήξιμο, το χώσιμο, το κάρφωμα του τζενιού).

    Όλ’ αυτά λέγονται στην Κρήτη. Αλλού χρησιμοποιείται όπως ακριβώς και το παλούκι.

2. Επίσης, σημαίνει εργαλείο, εξάρτημα (μ’ αυτήν την έννοια το διασώζει ο Πετρόπουλος). Ειδικά: ξύλινο πασαλάκι που καρφώνεται στη διάστρα υποβοηθώντας τη διάστρουσα.

Εξού:

3. Ο πούτσος και

4. (στον πληθυντικό) τα τζένια (ντζένια -Καρπαθιώτικο) που σημαίνουν

  • τ’ αχαμνά,
  • τις γυναικείες ιδιοτροπίες.

    5. Κυριολεκτικά σημαίνει το άτομο με μεγάλη διάνοια, τη μεγαλοφυΐα, τον ταλαντούχο, που το μυαλό του γεννά συνέχεια κι οι ιδέες του είναι πρωτότυπες, αυτόν που είναι σπίρτο/τσακμακόπετρα/γάτα/Αϊνστάιν.

Συχνότερα ακούγεται ειρωνικά. Σημαίνει αυτόν που

  • είναι μπάζο, αλλά θεωρείται ή (και) το παίζει τζένιο
  • οι μηχανισμοί των ΜΜΕ τον σερβίρουν σαν τζένιο –οπότε έχει κι ανάλογο υφάκι.

    (Από το λατινικό genius -δαιμόνιο σε ρόλο φύλακα αγγέλου- από όπου προέρχονται: το τζίνι -ίσως και του παραμυθιού-, το τζίνιους -από το αγγλικό genius- που έχουν την ίδια έννοια κι αναφέρονται κι αλλού στο σάη).

  1. Τη σκέψη μου μια 'ργατινή / στο τζένιο δα τη δέσω / να δω χωρίς τσι έγνοιες σου / ανέ μπορώ να θέσω (Κρητική μαντινάδα από μπλογκ)

1α - 3. «Το εργαλείο (1ο μήδι) αφιερώνεται εξαιρετικά σε όλους τους πολιτικούς μας που εναγωνίως ψάχνουν τρόπους να μας «τζενιώσουν» ενόψει των … εκλογών. …θα έλεγα να μας αφήσουν πλέον ήσυχους και να το βάλλουν εκεί που ξέρουν….» (από μπλογκ)

  1. «…Αδύνατα τα τζένια του, λίγες οι κουμπάνιες, μα δεν πειράζει, πολύ του το κουράγιο. Το περιλάβαν οι φουρτούνες και οι άνεμοι. Φυτίλια τα πανιά, κομμάτια το τιμόνι». (από διήγημα του Βασίλη Λούλη)

  2. «Πάντως το τζένιο του αρχίζει και πονάει. Άκου μείωση μισθών και συντάξεων». (από μπλογκ)

4α. – Ρε μαλάκα, φόρα κανά σπασουάρ. Κάθε που σουτάρεις φαίνονται τα ντζένια σ’.
– Άσ' τα ν’ αερίζονται. Κλεμμένα τα ‘χω;

4β. «Η πολιτική τον καύχον της, αν νιώση και αγαπάτην, / και ρέγεται και θέλει την, συχνοχαροκοπά την, / ευρίσκει την και κάθεται σαν κακοκαρδισμένη, / και κάμνει και τα τζένια της σαν είναι μαθημένη» (από ποιητή του 15ου αι.).

  1. «Η Φ..η αφού μας βρήκε γιατρούς και νοσοκομεία τώρα θα ξεχαρβαλώσει και τα σχολεία μαζί με το άλλο τζένιο, τη Δ..λου (εδώ το καλό ΙΒ!!!).» (από μπλογκ χωρίς ολόκληρα τα ονόματα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το τούρκιοκο düzen που είναι πολυσήμαντο και σημαίνει κανόνας, αρμονία, οργάνωση, κανονικότητα, ακόρντο, συμφωνία και άλλα.

Σημαίνει το κατά διάφορους τρόπους κούρντισμα (χόρδισμα) του τρίχορδου μπουζουκιού (αλλά και άλλων εγχόρδων).

Γνωστά ντουζένια είναι: το Ανοιχτό, το Αραμπιέν, το Ίσο, το Καραντουζένι (μαύρο κούρντισμα - το πλέον φαμόζο), το Συριανό.

Οι εκφράσεις Είμαι στα ντουζένια μου και Είμαι πάνω στα ντουζένια μου αναφέρονται, σε συντριπτικό ποσοστό, σε νέους άντρες, είτε μάστορες σε κάτι, είτε μερακλωμένους από κάτι (συνήθως τα νιάτα τους).

Σημαίνουν πως ο εν λόγω:

  • βρίσκεται σε μεγάλα κέφια (υπονοείται - με καμάρι κι ελαφρά ζήλια - πως γουστάρει γαμήσι/έχει καύλες/είναι πάνω στα μεράκια του),
  • είναι στα καλυτερότερά του από πλευράς απόδοσης, (γαμάει και δέρνει, βρίσκεται στην πιο ακμαία φάση του),
  • δεν υπάρχει κάποιος/κάτι που να μπορεί να τον περιορίσει/ σταματήσει/εμποδίσει.
  1. Ακούστε το «Καραντουζένι» του Μάρκου Βαμβακάρη

  2. - Η Άιντραχτ με τον Γκέκα πάνω στα ντουζένια του ξεσκίζει!
    - Πόσα έχωσε μέχρι τώρα;
    - Έντεκα. Όλα ένα κι ένα.
    - Λες ο Γερμανός να θέλει τον Έλληνά του τελικά;

(από sstteffannoss, 14/11/10)(από sstteffannoss, 14/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά μειωτικό και περιφρονητικό (πλην ξύλινο) μπινελίκι σε βάρος πολιτικών αρχηγίσκων και πάσης φύσεως αυταρχικών καραγκιόζηδων που πέρδονται υψηλότερα του πρωκτού τους.

Εκ του ονόματος του αδίστακτου υπουργού προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ, η κωμική εμφάνιση-μικιμάου του οποίου απείχε παρασλάγγας από το (παπ)Άρειο πρότυπο που πρέσβευε. Δράττομαι της ευκαιρίας να καταθέσω σε παγκόσμια πρώτη και την παραλλαγή γκεϊμπελίσκος (ο ναζιάρης αρχηγίσκος).

Σ.ς.: γκεμπελσίσκος, για τα σλανγκαρχίδια τση παρέας.

- Φαιδρός Γκεμπελίσκος... Διασπείρει ψευδείς ειδήσεις για το ΠΑΣΟΚ...
(εδώ)

- Ξαναχτύπησε ο Παναγούλης: Κεδίκογλου είσαι «γκεμπελίσκος»
(εκεί)

- Ο πάσχων γκεμπελίσκος Ο Πάσχος Μανδραβέλης είναι μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της δημοσιογραφίας του Ελλαδιστάν.
(παραπέρα)

- Ο γκεμπελίσκος o κίτρινος ,γγ του ΠΑΣΟΚ Καρχιμακης συνεχίζει ακάθεκτος
(παραδίπλα)

Ορίτζιναλ γκεμπελίσκος (από Vrastaman, 20/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεμπέτικη φρασεολογία για το λαθρεμπόριο και τον κοντραμπατζή, αντίστοιχα. Επί τουρκοκρατίας, μια μεγάλη μερίδα Ρωμιών θησαύριζε διακινώντας λαθραία καπνά. Οι σύγχρονοι κατσιρματζήδες διακινούν λαθραία τσιγάρα με κακοτάξιδα πατατάδικα.

Ως ναρκοσλάνγκ, κατσιρματζής αποκαλείται επίσης το βαποράκι που (συχνά εν αγνοία του) μεταφέρει πράμα (βλ. εδώ).

Εκ του τουρκικού kaçırma / kaçırmasi (απαγωγή). Στην γουγλογραφία εμφανίζεται κι ως κατιρματζής.

1.
Επαγγελματίες βαρκάρηδες, ξεμπαρκάρανε τους επιβάτες από τα μεγάλα βιαστικά βαπόρια, τα ποστάλε, που δεν μπαίνανε μες στο λιμάνι, μόνο αράζανε μισό η κι ένα μίλι στ' ανοιχτά. Κοντά σ' αυτό, λίγο ψαράδες, λίγο κατσιρματζήδες, λίγο νταβατζήδες στα καφέ σαντάν και τα καφέ αμάν του λιμανιού. Ποτισμένοι άρμη, ψημένα παλικάρια κι από τις δυο μεριές.

  1. ♪♫ Μες τα Βουρλά κατιρματζής
    αντάμης και κοντραμπατζής
    και της τουρκιάς ο τρόμος
    καβάλα σε λιγνό φαρί
    το μάτι του θόλο βαρύ
    πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος

Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη ♪♫ («Ο μπάρμπας μου ο Παναγής», Μιχ. Ζαμπέτας)

3. Κατιρματζής είναι ο λαθρέμπορος. Επί Οθωμανών υπήρχε ένας τεράστιος υπόκοσμος που ζούσε από το λαθρεμπόριο καπνών για το οποίο υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος. Οι Έλληνες της ανατολής πρωτοστατούσαν σε αυτή τη δραστηριότητα.

(από Khan, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαθρέμπορος. Ο όρος αναφέρονταν κυρίως σ' αυτούς που έκαναν λαθρεμπόριο δια θαλάσσης. Ο αντίστοιχος όρος για την ξηρά ήταν κατσιρματζής ή κατιρματζής. Η ακμή των κοντραμπατζήδων είναι από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή, αν και κάποιοι συνέχισαν και αργότερα σε περιορισμένη κλίμακα. Οι κοντραμπατζήδες είχαν δικό τους "κώδικα τιμής" (π.χ. έκαναν αγαθοεργίες, απέδιδαν δικαιοσύνη υποστηρίζοντας τους αδυνάτους) και είχαν γίνει ένα είδος λαϊκών ηρώων.

Ο κοντραμπατζής-κι αυτός λαθρέμπορος- ο μυτιληνιός κι αϊβαλιώτης, είναι η απόλυτη λεβεντιά, όπως την οραματίζεται ο αγνός μας λαός, παρουσιασμένη από έναν άνθρωπο. Λεβεντιά στο κορμί, λεβεντιά στο ψυχή, λεβεντιά στη καρδιά. Είχε βέβαια σκοπό το κέρδος. Μα μαζί μ' αυτό πιο πολύ τον ξεσήκωνε η ιδέα πως μεταφέροντας απ' το λεύτερο ελληνικό κράτος και πουλώντας κρυφά τα καπνά, το μπαρούτι και τα πολεμικά τουφέκια-τίποτα άλλο- έδειχνε τη σωματική του αξιοσύνη αλλά και την παλικαριά να αψηφά τους ζαπτιέδες και τους κολτζήδες. Από εδώ

Ο Ηλίας Βενέζης στην "Αιολική Γη"τους περιγράφει έτσι:

"Ήταν θεοπάλαβα, χαμένα κορμιά. Μέσα τους έκαιγε ένας δαίμονας, το πάθος για το αίμα και για τον κίνδυνο. ...ποτές κανένας κοντραμπατζής δε φύλαγε το χρυσάφι...Το σκορπούσαν σε γλέντια, το ξόδευαν σε γυναίκες, το μοίραζαν σε φτωχές νοικοκυρές."

Συνώνυμο: κοντραμπαντιέρης

Ετυμολογία (από Μιτζνούρ): κοντραμπάντο < ιταλ. contrabbando < ιταλ. contrabando από contra- αντι- και bando απαγόρευση. bando < υστερολατιν. bannum < φράγκικο ban = απαγόρευση, < υστερογερμανικο *bannan δηλώνω, διατάζω, απαγορεύω < πρωτογερμ. bannen αποκλείω, απαγορεύω, πιθ. πρωτογενής σημασία μιλάω δημόσια, < πρωτο-ιαφεθιτικό μορφημα *bha- μιλάω. Κι εξ αυτού, φημί και φήμη, από εδώ.

Χαρακτηριστικό επίσης είναι και το τραγούδι "Κοντραμπατζήδες" του Κώστα Ρούκουνα, αγαπημένο τραγούδι του παππού μου, του καπτα-Μήτσου, που έκανε αυτή τη δουλειά στα νιάτα του.

Κοντραμπατζήδες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τις γνωστές χειροπέδες, δεσμευτικές ή κόσμημα, απο το τούρκικο kelepce.

...τα χέρια μου στον κελεπτσέ , κι ο νους μου στην αγάπη ...

(στίχος απο το γνωστό άσμα «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιμάνι.

Το Καρνάγιο είναι δημώδης όρος της κοινής ναυτικής γλώσσας ενετικής προέλευσης. Με τον όρο αυτό νοούνται τμήματα αιγιαλού εντός λιμένων ή όρμων που, λόγω της ομαλής κλίσης του, επιτρέπει την ανέλκυση και καθέλκυση μικρών σκαφών, περισσότερο ξύλινων προκειμένου να υποστούν «καρναγιάρισμα» δηλαδή υφαλοκαθαρισμούς, υφαλοχρωματισμούς, καλαφατίσματα, παλαμίσματα κ.λπ.

Ο όρος αυτός αναπτύχθηκε κυρίως στις περιοχές που βρέθηκαν για πολύ καιρό ενετοκρατούμενες, σε αντίθεση του αντίστοιχου όρου «ταρσανάς» που αναπτύχθηκε περισσότερο στις τουρκοκρατούμενες περιοχές

Από βικιπαιδεια.

Εδώ είμαστε στο καρνάγιο του Λαυρίου

(από Khan, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified