Further tags

Το μικρό αντιολισθητικό αυτοκόλλητο σιλικόνης που τοποθετούμε κάτω από ένα αντικείμενο (ώστε αυτό να μην φεύγει εύκολα από τη θέση του) ή στην κάσα μιας πόρτας (για να μην χτυπάει αυτή καθώς κλείνει).

Επίσης ονομάζονται έτσι τα κλασικά αυτοκόλλητα πατάκια από τσόχα που μπαίνουν κάτω από τα πόδια των επίπλων ώστε να μην χαλάει το πάτωμα και να μη διαλύεται το νευρικό σύστημα όσων μένουν στον από κάτω όροφο από τον θόρυβο που κάνει η καρέκλα μας όταν την μετακινούμε...

Λέγονται λόγω του σχήματος και μεγέθους τους (κυρίως αυτά της σιλικόνης).

- Αμάν αυτή η πόρτα, κλείστηνα μια φορά χωρίς θόρυβο ρε πουλάκι μου!
- Δε φταίω εγώ, έχει πολύ μπόσικο και βαράει.
- Ε βάλε καμιά φακή τότε.
- Εύκολο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλασικό, κυρίως καλοκαιρινό φαγητό που αποτελείται από γεμιστές μελιτζάνες με κιμά, το σχήμα και το χρώμα του οποίου θυμίζει μικρού μεγέθους υποδήματα.

Εν ολίγοις κόβουμε μελιτζάνες κατά μήκος και τις αδειάζουμε για να τις γεμίσουμε με κιμά, τον οποίο τσιγαρίζουμε με λάδι και κρεμμύδι και τον σβήνουμε με κρασί, ενώ προσθέτουμε ντομάτες ψιλοκομμένες, αλάτι, πιπέρι, κανέλα και μπαχάρι. Τέλος βάζουμε από πάνω ότι τυρί που λιώνει και ψήνουμε στους 180 βαθμούς μέχρι να να ψηθούν οι μελιτζάνες.

  1. Ελαστικά επιθέματα που βρίσκονται στους σιαγόνες των φρένων των ποδηλάτων και τα οποία εφάπτονται με πίεση επί της στεφάνης στη ζάντα του τροχού κατά το φρενάρισμα, δημιουργώντας έτσι μέσω της τριβής, σημαντική επιβράδυνση.

Με λίγη φαντασία τα επιθέματα αυτά θυμίζουν μικρού μεγέθους υποδήματα.

Συνώνυμα: τακούνια, τακάκια.

  1. Κλασική κι αγαπημένη συνταγή! Έτσι ακριβώς κάνουμε κι εμείς τα παπουτσάκια, μόνο που δεν ξεπικρίζουμε ποτέ τις μελιτζάνες. (εδώ)

  2. Αν λάδι ή γράσο έρθει σε επαφή με τα παπουτσάκια θα πρέπει να τα αντικαταστήσετε, διαφορετικά ενδέχεται να μην λειτουργούν (εδώ)

Ακριβώς αυτό. (1) (από PUNKELISD, 03/11/11)Ακριβώς αυτό. (2) (από PUNKELISD, 03/11/11)(από GATZMAN, 04/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἐκτὸς ὅλων τῶν ἄλλων σημαίνει καὶ διακινῶ στὸ κατάστημά μου.

Πελάτης: - Παρακαλῶ, ἔχετε νερὸ Λουτρακίου;
Μαγαζάτωρ: - Μόνο Κορπή, κύριε· Λουτράκι δὲν δουλεύουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον υποτιθέμενο χαιρετισμό μεταξύ αλεπούδων, κουναβιώνε και λοιπών γουνοφόρων ζουδίων πριν ξεμυτίσουν από την φωλιά τους: αν μας τσακώσουν αδέλφια το χάσαμε το τομάρι μας, ραντεβού στα γουναράδικα!

Αγαπημένη έκφραση του Άρη Βελουχιώτη, την ξεστόμιζε πριν εκδράμει σε παράτολμη αποστολή με το κονσερβοκούτι ανά χείρας. Ο Άρης τελικά κατέληξε στα γουναράδικα, δοσμένος στεγνά από τα συντρόφια του.

- Οι σκατομπατσοι τολμησαν να βγαλουν και ανακοινωση με την οποία μας ενημερωνουν πως θα εξεταστεί το … ενδεχομενο να ευθύνονται αστυνομικοί για τον τραυματισμό του ανθρωπου! Όχι ρε συγχρονοι ταγματασφαλιτες! Αφηστε το… Μη το ψαξετε καθολου. Μονος του πήγε και έπεσε πάνω στο αναποδο γκλοπ του μπατσου ή στη φυσουνιερα του. Αφηστε το… Γνωστο μαγειρεμα. Αλλα να εχετε στο νου σας πως και οι μολοτοφ χανουν το δρομο τους. Ραντεβού στα γουναράδικα που θα σας πάρουμε τα δικά σας τομάρια. (εδώ)

- Στην αρχή μας απειλούσαν με κρεμάλες, στη συνέχεια είπαν να πάρουν τα κονσερβοκούτια και ακούγοντας τον ύμνο του ΔΣΕ ψάχνουν τον τέταρτο γύρο. Είναι πραγματικά θλιβερό να βλέπεις πόσο μικροπολιτικά και ελαφρά στήνετε, κυρίως διαδικτυακά ένα εμφυλιακό σκηνικό. Με πόση ευκολία όλοι αυτοί οι ψευτοεπαναστάτες κάνουν λόγο «για ραντεβού στα γουναράδικα» και για την εκδίκηση του Μελιγαλά. (εκεί)

- Σήμερα, στην περίοδο της τριπλής κατοχής (Ecofin, ΕΚΤ, ΔΝΤ), κάποιοι σίγουρα θα αντισταθούμε (δίνοντας ραντεβού στα γουναράδικα). Παράλληλα, θα εμφανιστούν οι αντίστοιχοι «δoσίλογοι» (συνδικαλιστές, πολιτικοί, δημοσιογράφοι κ.ά.). Η ελπίδα μας είναι πως σε αυτή την Αντίσταση, δεν θα χάσουμε πάλι, ούτε οι «προσκυνημένοι» θα επικρατήσουν ξανά.
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος μου έχει φέξει από την πολλή δουλειά, το μουνί μου έχει πήξει από το πολύ διάβασμα. Η πολλή δουλειά πήζει τον αφέντη.

Βλ. και πήξιμο.

- Το έχει αυτό το κακό η δουλειά μου. Μπορεί να ξύνομαι δυο βδομάδες και την τρίτη να πήζω ανελέητα...
(εδώ)

- 27χρονη Ιταλίδα σερβιτόρα δεν αναγνώρισε τον Βρετανό πρωθυπουργό και αρνήθηκε να του φέρει τρεις καπουτσίνο που της παρήγγειλε. «Πηγαίνετε να τους πάρετε μόνος σας. Τώρα πήζω στη δουλειά», αποπήρε τον Κάμερον, που αναγκάστηκε να σερβιριστεί μόνος του...
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενεχυροδανειστής.

- Αψιλίες φίλε. Για να πληρώσω το νοίκι, σκότωσα το δαχτυλίδι του παππού και κάτι κολιέδες της γιαγιάς στον ακούμπη.

- Είχα μαζέψει λίγα-λίγα 5 «χαρτιά», πάνε αυτά. Πήρα άλλα τόσα ή κάτι πάρα πάνω, δεν θυμάμαι ακριβώς, (όταν πνίγεσαι που να μετρήσεις πόσες μπουρμπουλήθρες έχεις κάνει;) σαν προκαταβολή για δουλειές που... πρόκειται να κάνω (χρωστάω και το μέλλον μου), έπεσα στο δάνειο που το έβρισκα εύκολα στην αρχή, μετά πιο δύσκολα, φτάσαμε στον ακούμπη, σκοτωθήκανε τα «τιμαλφή» και μετά... μετά ποιος σε... όταν δεν ξέρει πότε, και αν θα τα πάρει;

(κομμάτι από επιστολή του Άκη Πάνου στην τότε Υπ. Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνά αναφέρεται και στη χορευτική ομάδα που συνοδεύει τον τραγουδιστή που εμφανίζεται σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης.

Πήγα χθες στο Σάκη και το μπαλέτο ήταν φανταστικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψαράδικη σλανγκ για τον μεγάλο, πλέον του κιλού σαργό (sargus apiastus tiganosubitus για να εξηγούμεθα).

Πρόκειται για ψαρούκλα και όχι ψάρακα που κατάφερε με τύχη και πείρα να φτάσει σε προχωρημένη ηλικία και μεγάλο μέγεθος, αφού πολλών ψαράδων οίδε τρίαινας και καύλαν έγνω. Εξ ου και η ονομασία παππούς ή φαφούτης, εφόσον από πολλούς τέτοιους λείπουν κάποια δόντια (αλλιώς τι σόι παππούληδες θα ήταν ;). Παρά την ηλικία τους όμως, από γεύση τα σπάνε. Γι' αυτό και ένας ευμεγέθης παππούς αποτελεί μία από τις αγαπημένες φαντασιώσεις και αστραφτερό αντικείμενο του πόθου κάθε υποβρύχιου τυφεκιοφόρου.

(Αααχ, ας μην επεκταθώ επί προσωπικού....)

...υπάρχει μιά κινητικότητα από μέτριους σαργούς. Κατάδυση γιά απόπειρα καρτεριού μπας και περάσει ο παππούς. Εδώ, ευθεία μπροστά στα δέκα μέτρα, κάτω από την πλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιατάκι στο οποίο κατέθεταν οι μερακλήδες τον οβολό τους υπέρ αναξιοπαθούντων μπουζουξήδων που αναγκάζονταν να βγουν με το ζητιανόξυλο στη γύρα από κουτουκίου εις κουτούκιον για τον επιούσιο.

Ετυμολογικώς, ο λημματογράφος εικάζει ότι η εδώ έννοια της λέξης συνδέεται με το σφουγγάρι που το βουτάς στον κουβά, κι όσο νερό κρατήσει.

Ιστορικώς, η σφουγγάρα στην Ελλάδα γνώρισε δόξες στην τριακονταετία 1930-1960, αν και αυτού του είδους η εύσχημη επαιτεία (βλ. παράδειγμα Νο 2 ) ουδέποτε (ευτυχώς) εξέλιπε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Αν και οι πλανόδιοι μουσικοί κάποτε κοσμούσαν με την Τέχνη τους βασιλικές αυλές, οι ρεμπέτες στους οποίους αναφέρεται το λήμμα είχαν μάλλον διαταραγμένες σχέσεις με την εξουσία (βλ. παράδειγμα Νο 1).

Στις μέρες μας, το πάλαι ποτέ πιατάκι έχει αντικατασταθεί από κάποια μπανάνα, ταγάρι, κασκέτο, ή, στην περίπτωση των στατικών και όχι περιφερόμενων μουσικών (βλ. παράδειγμα Νο 4), από την ανοιχτή επί του εδάφους θήκη του οργάνου τους.

Το λήμμα είναι αφιερωμένο σε όλους τους μουσικούς του σάιτ.

  1. [...] Για να ζήσω γύρισα και με το πιατάκι από ταβερνάκι σε ταβερνάκι. Δεν είναι ντροπή. Αλλού μ' αφήνανε αλλού με διώχνανε. Μέχρι που με πιάσανε επί αλητεία. Τ' ακούς ; Με πιάσανε επί αλητεία. Ρε πού καταντήσαμε.

(Γιώργος Μουφλουζέλης, από τη Ρεμπέτικη Ανθολογία του Τάσου Σχορέλη, εκδ. Πλέθρον).

  1. [...] ο Μαρινάκης, παρέα με τον Ποτοσίδη [...] στις άσχημες στιγμές γυρίσανε με το πιατάκι (το σφουγγάρι όπως το λέγαμε) από κουτούκι σε κουτούκι [...] Όποιος από τους παλιούς έχει πει πως δεν το έκανε αυτό, λέει ψέματα [...] Το έκανα κι εγώ [...] «εύσχημη επαιτεία» [...] το όργανο τότε το λέγαμε ζητιανόξυλο [...]

(Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης, ομοίως).

  1. [...] βγήκα πολλές φορές στο «σφουγγάρι» [...] από ταβέρνα σε ταβέρνα, παίζαμε και τραγουδάγαμε κι ύστερα βγάζαμε πιατάκι, το λεγόμενο σφουγγάρι [...] Ο Μάρκος, ο Γενίτσαρης, ο Κηρομύτης, ο Μπαγιαντέρας, ο Ρούκουνας, ο Χατζηχρήστος [...]

(Μαρίνος Γαβριήλ ή Μαρινάκης, ομοίως).

  1. Ήμουνα εξασκημένο ζητιανάκι. Καθηγητής στη Σφουγγάρα. Ξέρεις τι είναι η σφουγγάρα ; Βουτάς το όργανό σου, πας και κάθεσαι εκεί που περνάει ο πολύς κόσμος, αρχινάς να παίζεις, σε βλέπει ο άλλος, του αρέσεις και σου πετάει το κέρμα του.

(Στέλιος Βαμβακάρης, εδώ).

  1. Γυρολόγος μπουζουξής με σφουγγάρα εκεί.

  2. [...] Τρεις άνθρωποι ξεχωρίζω. Ο συγχωρεμένος ο Απόστολος ο Χατζηχρήστος [...], το ίδιο κι ο Παπαϊωάννου [...] λέγανε στους μαγαζάτορες :
    - Όταν έρχεται αυτό το παιδί να βγάζει σφουγγάρα, δεν θα το διώχνετε.
    Το ίδιο κι ο Στράτος [...]
    (παραπέρα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαγγελματική αργκό των ενδόξων Σωμάτων Ασφαλείας της χώρας, σε χρήση κατά τις δεκαετίες '50-60.

Αν και πρόκειται περί κομιλφό καθαρευούσης, δεδομένης της τυποποίησής της, η φράση μάλλον θα πρέπει να γίνει αποδεκτή ως επαγγελματική αργκό των δυνάμεων της Τάξης, τόσο της κοινωνικής όσο και της σχολικής.

Όπως προκύπτει από τα χρονολογικώς ταξινομημένα παραδείγματα, η φράση ουδέποτε περιέπεσε σε αχρηστία, αν και στα σχετικώς πρόσφατα χρόνια εχρησιμοποιείτο μάλλον υπογείως. Μέχρι των ημερών Ελληνίδος υφυπουργού, διά χειλέων της οποίας η φράση επιτέλους απήλαυσε της προσηκούσης, επισήμου αναγνωρίσεως.

Συνήθη υποκείμενα του ρήματος ήταν οι εγκληματίες που υπέπιπταν στο σοβαρότατο παράπτωμα του περιπάτου. Οι αρμόδιοι για τη σύλληψη των παραβατών εκτελούσαν τα καθήκοντά τους με υπερβάλλοντα ζήλο, σε σημείο που τους διέφευγαν άλλοι εγκληματίες οι οποίοι περιεφέροντο ουχί ασκόπως αλλά με απολύτως συγκεκριμένο σκοπό. Όπως πχ ο πατήρ του λημματογράφου, ο οποίος, μεσούσης της δεκαετίας του '50, συνήθιζε να περιφέρει εντός (έτι σωζόμενης) ξύλινης βαλίτσας τα τυπογραφικά στοιχεία του τότε παράνομου «Ριζοσπάστη», παραμένων εν τούτοις ασύλληπτος (μουάχαχαχαχαααααααα).

  1. Η παιδονομία όμως της Χίου είναι συνδεδεμένη με ένα και μόνο όνομα: Θεόφιλος! Φόβος-τρόμος! Ο κόμης Δράκουλας του Αρρένων [...] πρώην αστυνομικός [...] «αθόρυβος» και «ακαριαίος» [...] σοβαρός, βλοσυρός [...] δε χαριζόταν [...]

...συνελήφθη υπό του Καθηγητού κ. ... περί ώραν 4 (απογευματινή) και 20' εν τη τοποθεσία Κοντάρι να αφοδεύει πίσω από θάμνον. Ποινή: 7 ημέρες (Σ.Σ. σκατόμπατσος)
...Συνελήφθησαν υπό των παιδονόμων περί ώραν 8 και 45' παρακολουθούντες έργον ακατάλληλον εν τω κινηματογράφω «ΡΕΞ». Ποινή: 5 μέρες. (Σ.Σ. κουλτουρόμπατσος)
...διότι περιεφέρετο ασκόπως εις την Απλωταριάν. Ποινή: 1 ημέρα. (Σ.Σ. πάμε τσάρκα πέρα στο χαφιέ-τσιφλίκι) Πού

  1. Μπαράκια δεν υπήρχαν τότε στη Χαλκίδα. Όποιος τολμούσε να κυκλοφορήσει μετά το σούρουπο, τον μπαγλάρωναν κάτι τύποι [...] του μαθητικού της Ασφάλειας [...]
    «ΠΕΡΙΕΦΕΡΕΤΟ ασκόπως»...Δεν υπήρχε μεγαλύτερη κατηγορία! Δηλαδή να βγαίνεις βόλτα ενώ είχε δύσει ο ήλιος [...] Μέσα! Στο μπουντρούμι να τους σπάσουν τον τσαμπουκά [...] γυρνάς

  2. Η υφυπουργός Εργασίας [...] είπε ότι θα γίνεται «διακρίβωση στοιχείων και διακρίβωση του τι ζητάς...Ή δύνασαι να απελαθείς, λόγω των νόμων, ή δεν είναι δυνατή η απέλαση».
    Όπως η ίδια ανέφερε, όσοι στερούνται νομιμοποιητικών εγγράφων δεν θα μπορούν να περιφέρονται ασκόπως. ρε τσογλάνι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified