Further tags

1. Αναφέρεται σε υποβιβαστική κατηγοριοποίηση καταστάσεων-προσώπων-αντικειμένων-τόπων κλπ και παραπέμπει στην αξιολογική (δηλ. τιμολογιακή) ταξινόμηση προϊόντων (Α & Β διαλογής), δηλαδή πρώτο πράμα (που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει) κι ο κατιμάς.

Για κάποιο λόγο έχει επιβιώσει η έκφραση στη γενική ως «διαλογής», με την έννοια αποκλειστικά της σκαρταδούρας (τα «καλάθια» που λέμε).

Όποιος θυμάται, στα 80’ς εύρισκε κανείς ορίτζιναλ Levi’s στο επίσημο πρατήριό της στην Καλαμάτα μισοτιμής (στη λιανική ήταν πανάκριβα), αφού είχαν ένα ελάχιστο ψεγάδι (π.χ. μια διπλή κλωστή, ένα αδιόρατο σημαδάκι κλπ) και διετίθεντο μπιρ-παρά διότι δεν «άγγιζε» τα ελάχιστα στάνταρ πωλήσεως της φίρμας.

2. Ως αυτοαναφορική έννοια του σάιτοστ, είναι τρέχον φαινόμενο απαξίωσης λημμάτων-ορισμών κλπ, είτε οίκοθεν λόγω ευθιξίας – είτε κατόπιν σπαζαρχιδόθεν παραινέσεως, οπότε τα λήμματα-ορισμοί που θα φέρουν εφεξής ένα κίτρινο άστρο στο μπράτσο, θα καταλήξουν στον κάλαθο των επιρρημάτων, διότι δεν «αγγίζουν» τα ελάχιστα στάνταρ της αργκό (ήμαρτον Κύριε)!

Κάτι σαν «Υπόλοιπο Αττικής» δηλαδή...

Σ.Σ. Ξέρετε τίποτα; Εγώ λέω, όταν με το καλό τυπωθεί σε χάρντ κόπυ το λεξικό του σάιτοστ, να κυκλοφορήσει σε δυο εκδόσεις, με ανάλογο περιεχόμενο: Την Α διαλογή (=ακριβό) και την Βου διαλογή (=φτηνατζούρα) κι ας αποφασίσει η Αγορά. Άν βέβαια υπάρξει και Γου διαλογή (=μάπα το καρπούζι), ε τότε να διανέμεται δωρεάν στις στάσεις του Μετρού (!)

Το παρόν λήμμα (ως προς το 1ο σκέλος τουλάχιστον) και υπάρχει και χρησιμοποιείται και θα υποστηριχθεί απο τον φέροντα με το ντουφέκι στη σκεπή, σαν μικρο-ιδιοκτήτης αυθαιρέτου.

Αφιερούται τω Χάνκυ-Πάνκυ.

  1. - Πάμε καμιά τσάρκα έξω;
    - Ναι αμέ; Να πάρω τη Μπέτη να φέρει καμιά φίλη της;
    - Είπαμε να βγούμε σαν άνθρωποι, πάλι με τα κάκαλα θα τη βγάλουμε;
    - Γιατί ρε τί έχουνε; Μια χαρά κοπέλες είναι...
    - Καλές είναι δε λέω, αλλά ξέρω γώ τώρα; Διαλογής μωρ’ αδερφέ μου, τί να σου πώ, πολύ Βου κατάσταση...
    - Καλά εγώ πάω κι εσύ κάτσε και πές το μουνί μουνάκι ψωνάρα! - Δεν κατάλαβα! Πειράζει που το σκέφτομαι δηλαδή;
    - Ως να σκεφτεί ο γνωστικός, ο τρελός πάει κι έρχεται βρεεεεε!

  2. «...Έβγαλα τα 20 χάνκεια λήμματα Β' διαλογής...» «...Αν δεν πρόκειται να γίνει η Β' διαλογή στο ορατό μέλλον, θα επιθυμούσα τα παρακάτω λήμματα απλά να διαγραφούν. Τα έχω διαλέξει έτσι ώστε να μην μετανιώσει κανείς, αν σβηστούν στη λήθη...»
    (Σχόλια απο ’δώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θαρρώ ότι ενσωματώθηκε στην ρεμπέτικη φρασεολογία, κατόπιν της πρώτης μεταναστευτικής ορδής εις την Αμερική, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Πολιτσμάνοι = Police Men, στην ελληνική απόδοση Πολιτσμάνοι.

Θα παραθέσω και εγώ τους γνωστούς στίχους του αείμνηστου Βαμβακάρη:

Εφουμέρναμ' ένα βράδυ, αργιλέ σπαχάνη μαύρη, δίχως νά 'χουμε στην πόρτα
τσιλιαδόρους όπως πρώτα. Κι έρχουνται δυο πολιτσμάνοι, και δεν βρίσκουνε ντουμάνι. Ζούλα όλοι οι αργιλέδες, φυλαχτείτε απ' τους τζέδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται από τα γαλλικά (marqué(e) που σημαίνει σηματοδοτημένο, κατηγοριοποιημένο, ταμπελαρισμένο). Στην ανωτάτη ελληνική μαστορική σλανγκ μαρκέ σημαίνει «για τον συγκεκριμένο τύπο». Ο χαρακτηρισμός μαρκέ πάει συνήθως σε εργαλεία και ανταλλακτικά. Κάποιες φορές (λανθασμένα κττμγ) υπονοεί και το «κατά παραγγελία» (custom made).

Όπως λέει και ο σύντροφος Μαρξ, σκοπός κάθε εταιρείας είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, και ύστερα όλα τα άλλα. Οπότε οι μεγάλες εταιρείες θέλοντας να βγάλουν και από την μύγα ξίγκι, πατεντάρουν μηχανισμούς και εξαρτήματα των τελικών βιομηχανικών ή καταναλωτικών προϊόντων τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, όταν αυτά τα μηχανήματα χαλάνε, ή όταν χρειάζονται συντήρηση, να αναγκάζουν τον ιδιοκτήτη να απευθύνεται στην ίδια εταιρεία (ή στο συμβεβλημένο συνεργείο, που ο μηχανικός του ακολουθεί συγκεκριμένα σεμινάρια και ο ιδιοκτήτης του πληρώνει νταβατζιλίκι στην μαμά εταιρεία). Άρα κονομάνε και από εκεί. Βεβαίως οι εταιρείες ισχυρίζονται ότι το κάνουν αυτό για την ασφάλεια του τελικού χρήστη, ώστε να μην ανοίγονται τα μηχανήματα από άσχετους και άλλα τέτοια φίδια...

Ένα παράδειγμα για να γινόμαστε πιο κατανοητοί: Τα μεγάλα επαγγελματικά εργαλεία της γερμανικής BOSCH (κομπρεσέρ π.χ.), για να τα λύσεις, έχουν γύρω στις δέκα ασφάλειες, που συγκρατούν τα εξαρτήματα μεταξύ τους. Κάποιες από αυτές είναι επίτηδες καλυμμένες ή περιπλεγμένες, δυσκολεύοντας ή καθιστώντας αδύνατον για κάποιον να τις απασφαλίσει (με τα κανονικά εργαλεία). Η BOSCH βέβαια παράγει και πουλάει (ακριβά) στα συμβεβλημένα συνεργεία, ένα εργαλείο (μαρκέ), ακριβώς για την αφαίρεση αυτών των ασφαλειών.

-Μάστορα, ψάχνω ένα εργαλείο για αυτό εδώ το παξιμάδι.
-Για δώσ' το εδώ. (βάζει γυαλάκι πρεσβυωπίας) Μπα δεν το 'χουμε. Είναι μαρκέ. Νομίζω ότι έχω δει ξανά τέτοια τετράγωνα μπουλόνια. Πρέπει να είναι από εξωλέμβια.
-Δίκιο έχεις, αλλά που θα βρω;
-Θα πάρεις τηλέφωνο στην εταιρεία από όπου την πήρες, και ή θα σου το πουλήσουν, ή θα σε στείλουν σε κάποιο συνεργείο εξειδικευμένο. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι αφότου τα βγάλεις, να έρθεις εδώ και αν δεν είναι μαρκέ και τα μπουλόνια, να σου δώσω κάποια συνηθισμένα, να μην παιδευτείς την επόμενη φορά.
-Μερσί αφεντικό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαια αθηναϊκή αργκό (19ος αιώνας, γενιά του ’30) που σήμαινε παιδιά της πιάτσας, τσίφτες, αλάνια, αγυιόπαιδες (εξ ου η μπαμπαδίστικη παραφθορά «αγιόπαιδο») κλπ.

Πιθανόν αρβανίτικης καταγωγής (λόγω κατάληξης;) δεν χρησιμοποιείται πλέον, αλλά παρατίθεται–καταχωρίζεται χάριν καταγραφής.

Η έκφραση σώζεται κυρίως στους:

Ι. Κονδυλάκη, «Οι Άθλιοι των Αθηνών», Αθήνα, εκδ. Ιωάννη Τσορώνη, 1914,
Πάνο Δ. Ταγκόπουλο, «Η ζωή που πέρασε… : Ιστορίες του πολέμου και της παλιάς Αθήνας», Αθήνα, Το Ελληνικό Βιβλίο, 1928.

Ήρθες εδώ χάμου να μας κάνης τον κάργα! Καστανάδες μας πέρασες; Εμείς ρε, είμαστε παιδιά της μπάτσικας και κάτι σαν και σένανε τους μασάμε!

Σ.Σ.: Κάργας= μάγκας, νταής, Καστανάς= Κώτσος, βλάχος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νταλικέρικη έκφραση, για να δηλώσει καταρχήν το προφανές. Τα χιλιόμετρα του πάνε ή του έλα, που δεν κουβαλάς φορτίο, άρα δεν πληρώνεσαι για το δρομολόγιο. Βέβαια οι ιδιοκτήτες νταλίκας φροντίζουν να κουβαλάνε cargo αλερετουρ, για ν΄αποφύγουν τη χασούρα. Δε τα καταφέρνουν πάντα όμως (άμα τα κατάφερναν δεν θα είχαμε και την φράση).

Μεταφορικά τώρα, χρησιμοποιείται για τη χασούρα γενικότερα και σε όλους τους τομείς ( οικονομικούς, αισθηματικούς κοκ ). Τζάμπα καίει η λάμπα, δλδ.

  1. Στιχομυθία καληνυχτάκηδων
    - Τι έγινε χτες με τη φορτωτική; Πως πήγε; Φάγαμε;
    - Μπα ρε φίλε. Τίποτα. Την πήγα στου διαόλου το κέρατο, και την καληνύχτισα. Ούτε καν βενζινογαμιάς Και οι δύο ταυτόχρονα:
    - Άδεια χιλιόμετρα ρε πστμ!

  2. - Πού, ρε συ;
    - Τούαλετ.
    - Μπύρες;
    - Ναί.
    - Άδεια χιλιόμετρα ρε μλκ. Πιές κανά μπέρμπον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τις γνωστές χειροπέδες, δεσμευτικές ή κόσμημα, απο το τούρκικο kelepce.

...τα χέρια μου στον κελεπτσέ , κι ο νους μου στην αγάπη ...

(στίχος απο το γνωστό άσμα «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαια έκφραση που ωστόσο χρησιμοποιείται ακόμα και δηλώνει εξάντληση της υπομονής – αγανάκτηση του λέγοντος, συνεπεία εξακολουθητικής δυσμενούς καταστάσεως.

Η έκφραση ανάγεται στην εποχή (μέχρι και πριν καμιά 50αριά χρόνια), κατά την οποίαν οι αφικνούμενοι σε λιμάνια έδιναν τις αποσκευές τους σε κάποιο βαστάζο (ή τουρκομερίτικο χαμάλη ή ιταλομερίτικο φακίνο), που τις ζαλώνονταν και βουρ για το ενδιαίτημα του ταξιδιώτη.

Η τιμή ήταν συμφωνημένη («πριξ-φιξ» που λέμε), αλλά πολλές φορές ο προορισμός ήταν δύσβατος (π.χ. λόφος, σκαλιά κλπ) ή ο ταξιδιώτης δεν θυμόταν ακριβώς την διεύθυνση ή μπερδεύονταν -κι ο φορτωμένος σαν ζώο χαμάλης άρχιζε να βαρυγκομά «τι θα γίνει κύριος; Θα πάει μακριά η βαλίτσα;».

Μάλιστα, η έκφραση έχει απαθανατισθεί με το τραγούδι «η βαλίτσα» του Γ. Μουζάκη, με την φωνή της Σπεράντζας Βρανά και κατόπιν της Βίκυς Μοσχολιού:

[I]Είναι άσχημο πολύ
το δικό σου το βιολί
ζεις μονάχα για χουζούρι κι αγκαλίτσα
Μάσα, ξάπλα, τεμπελιά
κι ούτε σκέψη για δουλειά
πού θα πάει τέλος πάντων
η βαλίτσα

Λες και είσαι δηλαδή
του σουλτάνου το παιδί
θέλεις τρέλες θέλεις κέφια
κάθε μέρα
Δεν μ΄αρέσουν όλα αυτά
και στο λέω ορθά κοφτά
η βαλίτσα δεν πηγαίνει παραπέρα

Σκέψου λίγο την δουλειά
γιατί μόνο με φιλιά
το στομάχι δεν γεμίζει
μια σταλίτσα
Σκέψου κι άλλαξε μυαλά
και κατάλαβε καλά
πως μακρύτερα δεν πάει η βαλίτσα[/I]...

Περί της προελεύσεως του λήμματος, συμφωνεί ο Ηλίας Πετρόπουλος (μ' ένα σωρό παραθέματα), στο άρθρο του «Η χαμαλίκα και η ζαλίκα», που δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και σταχυολογήθηκε στο βιβλίο «Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες», Νεφέλη, Αθήνα 2001, σελ. 207 et seq.

Βέβαια, υπήρχαν και τα παρατράγουδα. Προ αιώνος και βάλε, τα ταξίδια ήταν δύσκολα, γίνονταν με πλοίο, το ταξίδι διαρκούσε εβδομάδες, ίσως και μήνες και η επίσκεψη αναγκαστικά μήνες ή και χρόνια, οπότε οι αποσκευές ήσαν ιδιαίτερα ογκώδεις.

Ο Άγγλος αρχιτέκτονας Charles Robert Cockerell (1788-1863), που κόπιασε στην Ελλάδα το 1810, ήταν μέλος μιας διεθνούς εταιρίας αρχαιοθηρών και ξήλωσε τον Ναό της Αφαίας, της Ολυμπίας και των αρχαίων Βασσών, που να του κοβότανε απ' το ζβέρκο... Σημειώνει με έκπληξη, ότι μόλις πάτησε το πόδι του στην Αίγινα (ναός Αφαίας), ζήτησε από κάτι φουστανελλοφόρους να τον βοηθήσουν με τα τσουμπλέκια του. Κανείς δεν προσφέρθηκε. Στη συνέχεια, δήλωσε ότι δίδει γενναία αμοιβή σε όποιον κουβαλήσει τα πράγματά του μέχρι το ξενοδοχείο. Αμέσως ξεχύθηκαν καμιά τριανταριά λεχρίτες να εξυπηρετήσουν το μιλόρδο. Παρ’ όλα αυτά, ο περιηγητής σύντομα έχασε την υπομονή του, αφού παρατήρησε ότι κωλοβαρούσαν και οι τριάντα και δουλειά δεν γίνονταν, οπότε έμπηξε τις φωνές, ότι θα πληρώσει μόνον αυτούς που θα εργασθούν φιλότιμα.

Τότε, λέει, οι χαμαλαραίοι παράτησαν τους μπόγους και τα μπαούλα, σχημάτισαν ένα κύκλο κι άρχισαν να χορεύουν...

  1. - Τι θα γίνει με τα νοίκια που μου χρωστάς; Θα μου τα δώσεις καμιά φορά; Πέντε μήνες πάνε κι όλο στο «περίμενε» μ’ έχεις! - Τώρα πιάνω δουλειά, σ’ ένα – δυο μήνες τά’ χεις το δίχως άλλο!
    - Σκουπίσου κι απόφαγες! Η βαλίτσα δεν πάει παραπέρα. Θα πάω σε δικηγόρο...

  2. (Πατέρας):
    - Δε μου λες, για πότε το βλέπεις το πτυχίο; Έξι χρόνια κι ακόμα να την τελειώσεις τη ρημάδα τη νομική. Σε λίγο πας φαντάρος, θα πάει μακριά η βαλίτσα;
    (Γιος):
    - Έλα μωρέ, πώς κάνεις έτσι; Να, κάνα-δυο μαθήματα έχουνε μείνει (από τα εύκολα)... Σιγά, το Σεπτέμβρη ορκίζομαι, ορίστε!
    (Πατέρας):
    - Πάει καλά... Για φέρε μου τότε μιαν αναλυτική βαθμολογία, να δω τι σκατά έχεις περάσει...
    (Γιος – με δέος):
    - Είναι ανάγκη;
    (Πατέρας):
    - Ανάγκη και κόψιμο να σε πιάσει! Φέρε λέω να δω τα χαΐρια σου, γιατί σάμπως και να μου τα μασάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση, η οποία στην πλήρη μορφή της έχει ως «δικηγόρος απλήρωτος – σκατά μπουκωμένος» και αντιτείνεται έναντι κάποιου που πετάγεται σαν πορδή εν τω μέσω μιας αντιδικίας, στην οποία δεν του πέφτει κανείς απολύτως λόγος. Κι όπου όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος (sic = το σωστό είναι πείθει και όχι πίπτει)...

Σχετικές εκφράσεις: Εσύ τί πετάγεσαι; Δικηγόρος είσαι; / Το δικηγόρο μας παριστάνεις; / Δικηγόρο δεν είχαμε-δικηγόρο βάλαμε! / Δεν ζήτησα δικηγόρο κλπ.

Η έκφραση αντιστοιχεί στην ορθότατη συναλλακτική συνήθεια, κατά την οποίαν ο εντολέας προπληρώνει τον εντολοδόχο δικηγόρο του και ταυτόχρονα του αναθέτει τον χειρισμό της υπόθεσής του, ώστε ο τελευταίος να νομιμοποιείται να αναμιχθεί σε οικογενειακές, προσωπικές, επαγγελματικές κλπ αντιδικίες του πρώτου, να ζητήσει επίσημα έγγραφα απο δημόσιες αρχές και να παραστεί για λογαριασμό του στα δικαστήρια.

Άνευ πληρωμής, εντολή δεν υπάρχει.

Παρ’ όλα αυτά στην νυν και αεί προβιομηχανική Ελλάδα, καίτοι υφίσταται η σοφή λαϊκή ρήση «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους», όλο και θα’ ρθει κάποιος πτωχός συγγενής, κάνας φίλος απ’ τα παλιά φορτωμένος με χιλιάδες αναμνήσεις (και προβλήματα), κάνας συγχωριανός, τίποτε καλόβολοι γείτονες κλπ και θέλοντας ο βλάχος και μη θέλοντας ο ζωγράφος, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος ο δικηγόρος (σου λέει «άσε μην τον δυσαρεστήσω και θα μου φέρει κανέναν άλλον που πληρώνει») θ’ αναλάβει την υπόθεση έναντι πενιχρής ή και μηδενικής αμοιβής.

Στην συνέχεια όμως, ο δικηγόρος θα ψιλογράψει στ’ αρχίδια του τον οιονεί πελάτη ιδίως όταν η υπόθεση ξεκινάει απλή και καταλήγει σε περικοκλάδα (εφετεία, ασφαλιστικά μέτρα, απρόοπτο τρέξιμο κ.α.), ο δε τελευταίος δίχως να διαθέτει συγγραφικές προδιαγραφές ενός Δουμά (έστω και υιού) μπορεί να θυμηθεί την υπόθεσή του «μετά 20 έτη» και να ζητήσει το λόγο κι απο πάνω, κι ας μην έδωσε μία. Λάβετε θέσεις: Η παράσταση αρχίζει...

Για κάθε ιδιώτη, η υπόθεσή του είναι προσωπική και την θυμάται πρωί-βράδι (και χαίρεται), ενώ ο δικηγόρος έχει πολλές σκοτούρες, εκτός κι αν η εκάστοτε αμοιβή φτάσει σε τέτοια ύψη ώστε και ο δικηγόρος να μπορεί να ζήσει αξιοπρεπώς και ν’ ασχοληθεί επισταμένως π.χ. με μια το μήνα (ναι αλλά το τί θεωρείται «αξιοπρεπής διαβίωση» ποικίλει)...

Όταν ο δικηγόρος λάβει την εντολή (δηλ. την αμοιβή) μπορεί αλλά και οφείλει να παρεμβαίνει σε κάθε εξώδικη και διαδικαστική πράξη υπέρ του εντολέα του, μέχρι την ρητή η έγγραφη ανάκληση της πληρεξουσιότητάς του, αν ο εντολέας δεν μείνει ευχαριστημένος απο τις υπηρεσίες του (ακόμα και επ’ ακροατηρίω).

Για την καίρια καμιά φορά συνδρομή του δικηγόρου στις υποθέσεις των ιδιωτών, ας παρατεθεί ένα νόστιμο περιστατικό:

Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα ποινικό δικαστήριο μιας πολύυυυ μακρινής χώρας, είχε αποφασίσει να πάει η κατηγορουμένη μόνη της στο δικαστήριο να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Αφού την άκουσε η έδρα, η υπόθεση άρχισε να περιπλέκεται. Ενώ αρχικά φαινότανε απλή, μπήκανε στη μέση κάτι οικογενειακά, κάτι έγγραφα ασαφή, η κατηγορουμένη δεν ήξερε να τα εξηγήσει σωστά, η ώρα περνούσε και οι δικηγόροι των κατοπινών υποθέσεων είχαν αρχίσει να γκρινιάζουν, άλλη αναβολή δεν έπαιρνε και το δικαστήριο ήθελε να αθωώσει αλλά δεν ήξερε πού να στηριχτεί. Στο μεταξύ διάστημα, είχε πλησιάσει στην έδρα ένα καλοντυμένο γεροντάκι, που άκουγε τα διαμειβόμενα και περίμενε υπομονετικά. Κάποια στιγμή, τον τσακώνει με το βλέμμα της η πρόεδρος και τον ρωτάει:

[i]- Εσείς τί είστε;
- Δικηγόρος...
- Καλά και μας αφήνετε τόσην ώρα να βγάλουμε την κόρυζα (ή κάτι τέτοιο) και δε μιλάτε;
- Όχι, εγώ είμαι απο άλλη υπόθεση...[/i]

(Έπεσε το γέλιο της αρκούδας!)

Ο Ναστραδίν Χότζας, κάποτε, λέει, παρενέβη σ’ έναν καβγά δυο νεώτερών του, που κρατούσαν μαχαίρια, θεωρώντας οτι θα τους συνετίσει καθότι πρεσβύτερος και ιερωμένος (ότι «ειρήνη υμίν» και τα τέτοια - λόγω επαγγελματικής διαστροφής). Αντ’ αυτού εισέπραξε μια μαχαιριά στο κεφάλι. Οι παριστάμενοι έσπευσαν να τον βοηθήσουν και τον ρώτησαν αν ήταν επιπόλαιο τραύμα ή αν έφτασε το μαχαίρι βαθιά στο μυαλό, ώστε να φωνάξουν τον σπετσιέρη. Ο Χότζας τότε θυμοσόφησε λέγοντας: «Ποιό μυαλό; Αν είχα μυαλό δεν θ’ ανακατευόμουνα. Την επόμενη φορά θα ξέρω να’ χω το μυαλό μου και μια λίρα τουλάχιστον»! (Η προσθήκη «και του μπογιατζή ο κόπανος», είναι μεταγενέστερη και μάλλον δεν έχει καμία σχέση με τον μύθο και την παροιμιώδη έκφραση).

Όταν δυο κίναιδοι μαλώνουνε σε ξένο γαμιστρώνα, ο ιδιοκτήτης συνήθως δεν είναι ο δικηγόρος. Πολλές φορές αναγκάζεται ν’ ανακατεύεται με τα πίτουρα και καμιά φορά τον τρών κι οι κότες (μπλέκει κι ο ίδιος προσωπικά) και γι’ αυτόν το λόγο πρέπει τουλάχιστον να αμείβεται.

Άλλωστε, όλοι οι επαγγελματίαι γνωστοποιούσιν εις κάθε επίδοξον μπαταξήν οτι ο κ. Βερεσές έχει απο μακρού αποδημήσει εις Κύριον κι ο υιός του μετώκησεν εις την Πόλιν.

Περισσότερα για τους δικηγόρους, σε λήμμα-ορισμό-σχόλια στο χασοδίκης του ερίτιμου Μπετατζή μας.

Σημειωτέον, εδώ η έννοια «δικηγόρος» έχει την χροιά της ιδιότητας του λειτουργού της δικαιοσύνης και όχι αυτήν της παλιάς λαχαναγορίτικης αργκό, που σημαίνει «κοκαΐνη» (Κύριος οίδε διατί)...

(Κόρη):
- Λοιπόν εγώ θα πάω πενταήμερη ο κόσμος να χαλάσει!
(Μάνα):
- Αμ δε σφάξανε! Για να γυρίσεις ξεμυαλισμένο και να χάσεις τις πανελλαδικές, να πληρώνω εγώ ξανά-μανά φροντιστήρια του χρόνου; Ούτε πάνω απ’ το πτώμα μου!
(Γιός-μούλος):
- Έχετε δίκιο μητέρα. Δεν είναι σωστό να αποσυντονισθεί η μελέτη της...
(Μάνα + Κόρη):
- Εσένα ποιός σου μίλησε; Ορίστε μας! Δικηγόρος απλήρωτος μιά! Άμε στο δωμάτιό σου κι ασε μας να τσακωθούμε με την ησυχία μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἀρκοῦδα λέγεται καὶ τὸ πίλημα ἰνῶν, ἰδίως ὅταν δὲν εἶναι σφικτό (εἶναι δηλ. ἀφρᾶτο καὶ χνουδᾶτο), ὅπως πχ συμβαίνει κάτω ἀπὸ ἔπιπλα, ὅταν δὲν καθαρίζεται συχνὰ ὁ χῶρος.

Ἡ ἐτυμολογία τῆς ἐννοίας αὐτῆς εἶναι διττή:

  • Ἀπὸ τὴν καθ' ὑπερβολήν ἔκφρασι: «Δὲν σκουπίζετε καθόλου, ἀρκοῦδες πιάσαμε ἐδῶ μέσα». Ἡ φρᾶσι αὐτὴ θέλει νὰ δηλώσῃ ὅτι εἴμαστε «τερατωδῶς» ἀσκούπιστοι, ἀλλὰ στὸ μυαλό μας κυριολεκτικοποιεῖται.
  • Ἀπὸ τὴν τριχωτὴ ἐμφάνισι τῆς μπαλίτσας τοῦ χνουδιοῦ, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ παρομοιασθῇ μὲ ἀρκοῦδα.

Βλ. καὶ μπάμπαλο. Σὲ ἰατρικὸ πλαίσιο ἡ ἔκφρασι χρησιμοποιεῖται κατὰ τὴ διάρκεια ἐπεμβάσεων μὲ χρῆσι μικροσκοπίου, ὁπότε ἡ παραμικρὴ ἴνα (βαμβακιοῦ ἢ ἀπὸ τὸν ἱματισμό), πιασμένη σ' ἕνα μικροεργαλεῖο, φαίνεται στὸ μικροσκόπιο μεγάλη, κι ἂς μήν εἶναι πίλημα.

  1. Δὲν σκουπίζετε καθόλου, ἀρκοῦδες πιάσαμε ἐδῶ μέσα.

  2. [Σὲ ὠτοχειρουργικὴ ἐπέμβασι]
    Αἴας: Δεσποινίς, τὸ ἐργαλεῖο ποὺ μοῦ δώσατε ἔχει ἀρκοῦδα.
    Ἐργαλειοδότις: Ἄχ, συγγνώμιν, δῶστε μου νὰ τὸ καθαρίσω...

Ἀρκοῦδι (από aias.ath, 14/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified