Όποιος επιμένει σε μια εποχή νέων ετερόκλιτων και αντιφατικών συνθέσεων να βάζει σε τρίτους προκάτ ταμπέλες-ευκολάκια τ. αριστερός, δεξιός, προοδευτικός, αντιδραστικός, ανθέλληνας, αντιλαϊκός, δημοκρατικός, φασιστόμουτρο, κομμούνι, γερμανοτσολιάς, βενιζελόμουτρο, γουατέβα.

Εκ του ταμπέλα και του θεμελιώδους γαμοσλανγκοτέτοιου -άκιας.

1.
Μεγαλύτεροι «ταμπελάκηδες» απ τους οικουμενιστές και εκκοσμικευμένους χριστιανούς δεν υπάρχουν. Τι «ταλιμπάν», «φονταμεναλιστές», «επαρχιώτες» κ.ά. χαρακτηρίζουν όσους υπεραμύνονται της πατρώας πίστεως την οποία αυτοί προδίδουν καθημερινά χωρίς ίχνος ντροπής!

2.
Συζητώντας το πρωί με τον Σταύρο Θεοδωράκη, καταλαβαίνεις πως το Ποτάμι βλάπτει σοβαρά τους ιδεολογικούς ταμπελάκηδες. Καιρός ήταν..

3.
ΕΑΝ ΜΕ ΕΒΑΖΕΣ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΩ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟΥΣ «ΔΗΜΟΚΡΑΤΕΣ Ή ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ. ΣΙΓΟΥΡΑ ΘΑ ΕΠΕΛΕΓΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ. ΒΓΕΣΤΕ ΕΞΩ ΚΑΙ ΡΩΤΗΣΤΕ ΤΟΝ ΑΠΛΟ ΚΟΣΜΟ -ΟΧΙ ΤΟΥΣ ΠΟΡΩΜΕΝΟΥΣ ΤΑΜΠΕΛΑΚΗΔΕΣ,ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΝΔ,ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΠΑΣΟΚ- ΤΟΝ ΑΠΛΟ ΚΟΣΜΟ

(από σφυρίζων, 10/03/15)(από σφυρίζων, 10/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O οδηγός ταξί. Ακούει πάντα σκυλάδικα, επίσης ανταποκρίνεται στο savoir vivre του Έλληνα οδηγού και σε όλους τους χαρακτηρισμούς που επιβάλλει αυτό. (Λέγεται και Κίτρινη Φυλή)

- Κοίτα τι κάνει ο μαλάκας ο ταρίφας, ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει μικρή μύτη. Επίσης μπορούμε να το ακούσουμε και σαν «μισσιρή στο κάτω κεφάλι» που σημαίνει μικροτσούτσουνος.
Πάντως πρόκειται για μια λέξη που προέρχεται από την αργκό των περιστεράδων.

Βγήκε και ο άλλος ο μισσιρής στην τηλεόραση να μας πει για πλαστική στο πρόσωπο. Άντε ρε τον σαλιαμπάλια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μή λευκός. Το άτομο αραβικής, ασιατικής ή ακόμα και αφρικανικής καταγωγής. Ναυτική αργκό, αρχικά για να χαρακτηρίζει τους Φιλιπινέζους ναύτες που δεν ήταν λευκοί αλλά ούτε και μαύροι, ούτε και κίτρινοι.

Κατόπιν επεκτάθηκε η χρήση του και για Πακιστανούς, Ινδούς ακόμα και για τους Αφρικανούς οι οποίοι ανάλογα με την φυλή έχουν διάφορες αποχρώσεις δέρματος. Ειδικά αναφέρεται στους Αφρικανούς με το ανοιχτότερο δέρμα.

Υπάρχει και η λέξη σκουριά που προέρχεται από το «σκούρος» και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους πολλούς (βλ. παράδειγμα 2)

  1. - Λοστρόμε, γιά φώναξε τους σκούρους στην κουβέρτα!

  2. Πολλή σκουριά μαζεύτηκε σήμερα στην Νομαρχία.

Εμένα αυτή η σκούρα δεν με χαλάει καθόλου πάντως... (από Marco De Sade, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

---Υποτιμητικός χαρακτηρισμός (ακόμη υποτιμητικότερα: «γιαπωνεζάκι» -που ριμάρει με το «καβασάκι») ο οποίος χρησιμοποιείται συνήθως από κωλοπετσομένους, παλαίουρες ή όχι, δημοσίους υπαλλήλους κι όχι μόνο, πίσω απ’ την πλάτη συναδέλφου (;) που τους χαλάει την πιάτσα με τη μεθοδικότητα (ψείρας, πολύ ψείρας), την εργατικότητα (κι εγώ αν ήμουν νέωψ δε θα σήκωνα κεφάλι), την ευσυνειδησία (αυτός θα σώσει την εταιρεία), την αίσθηση καθήκοντος (έτσι θα πάρουμε την Πόλη), την πιστή εφαρμογή κανονισμών και διαδικασιών (πού θα πάει θα τη μάθει τη δουλειά), την τήρηση του ωραρίου (δεν αντέχει τη γυναίκα του), την απέχθεια στις δημόσιες σχέσεις -aka προσχώρηση σε κλίκες με σκοπό λαμογιές παντός είδους- (δεν ξέρει να παίζει μπάλα) κι άλλα τέτοια αντισυναδελφικά.

Με παρόμοια προσόντα στην μακρινή Ιαπωνία η εξέλιξη, τόσο η μισθολογική, όσο και στην ιεραρχία, όσο και να αργήσει είναι εξασφαλισμένη (εξού κι η ..ετυμολογία) αλλά ...εδώ είναι Μπαλκάνια, πράγμα που σημαίνει πως ο φέρων τέτοια προσόντα μπορεί να μη χαίρει ούτε καν της εκτίμησης των προϊσταμένων του, διεκδικώντας επάξια μόνο το παράσημο του λεβεντομαλάκα.

---Στερεοτυπικά, ο Γιαπωνέζος είναι για μας ένα είδος αρχετυπικού τουρίστα, αφού υποτίθεται πως λόγω της απόστασης της Ιαπωνίας από την Ελλάδα, του χάσματος που χωρίζει τις δυο κουλτούρες, και της ουσιαστικά μηδενικής πρόσβασης του ενός στη γλώσσα του άλλου, δεν έχει ιδέα για το τι σημαίνει Ελληνικός τρόπος ζωής διατηρώντας μια ματιά ιδανικά απροκατάληπτου παρατηρητή.

Η έκφραση «Τι είδε ο Γιαπωνέζος» προέρχεται απ’ την πετυχημένη ομότιτλη επιθεώρηση του 1987, όπου τα κείμενα του Λάκη Λαζόπουλου και της Άννας Παναγιωτοπούλου σκηνοθέτησε ο Ανδρέας Βουτσινάς.

Τόσο αυτή όσο κι οι παρόμοιες (όπου αλλάζει το ρήμα), όταν δεν κυριολεκτούν χαριτολογώντας, χρησιμοποιούνται πρελουδιακά, συνήθως εν είδει τίτλου σε άρθρα παντός είδους τύπου, για να τονίσουν το εξωφρενικά παρανοϊκό (για κάποιον μη εξοικειωμένο) μιας κατάστασης που εμάς δεν μας ξαφνιάζει αν και θα έπρεπε.

1.
- Κάθε φορά που το δημόσιο θα προκηρύσσει διαγωνισμό για οποιαδήποτε θέση, πέραν από τα προσόντα που θα πρέπει να έχει κάποιος, ο υποψήφιος εργαζόμενος θα πρέπει επίσης να δηλώσει τι απολαβές θα ήταν πρόθυμος να λάβει. (……) από τη στιγμή που το δημόσιο θα προσλάμβανε κάποιον, στο συμβόλαιο θα ήταν γραμμένο ότι δεν δικαιούσαι να κάνεις απεργία διότι, οι ετήσιες προσαυξήσεις για κάθε χρόνο εργασίας θα ήταν γραμμένες στην προσφορά που θα έδινε ο κάθε υποψήφιος. (……). Κάθε χρόνο να είναι υποχρεωμένος ο κάθε εργαζόμενος να υποβάλει μειοδοτική προσφορά για τι μισθό θα ήθελε. - Ούτε ο Στρος Καν δε θα το σκεφτόταν αυτό...!!! Κύριε Κ. αν υπάρχει η μετεμψύχωση μάλλον Γιαπωνέζος θα ήσασταν στην προηγούμενη ζωή σας...!!!:):):)

2.
Τι είδε ο Γιαπωνέζος στο Σύνταγμα.
Φόβος, ενδιαφέρον και... συγχαρητήρια από τους πρώτους επισκέπτες του καλοκαιριού που «αγανάκτησαν» μαζί με τους Αθηναίους

(Όλα από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική μεταγραφή παίκτη, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως παλτό. Ειδικά αγνώστου μέχρι πρότινος παλτού, αφρικανικής προέλευσης. Κατά τον παρόντα χρόνο (Ιούνιος 2012) δεν έχει αποκτήσει τη διάδοση που απαιτείται για να χαρακτηριστεί λήμμα του σλανγκρ αλλά αυτό αναμένεται να συμβεί, ειδικά μετά τον βομβαρδισμό με το διαφημιστικό μήνυμα (εταιρείας κινητής τηλεφωνίας) απ' όπου προέρχεται.

Γενικά, αποτυχημένη μεταγραφή με στόχους σκοτεινούς και πάντως άσχετους με την αγωνιστική βελτίωση μία ομάδας.

Μετά τον πίου, μπαίνουν ξανά ιδέες στον πρόεδρο για μεταγραφές.

(από Vrastaman, 25/06/12)(από Khan, 26/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτική σλανγκ. Μπαρκαρούτσος είναι αυτός που μπαρκάριζε ή μπαρκάρει σαν κατώτερο πλήρωμα. Η λέξη προέρχεται από το «μπαρκάρω σαν μούτσος» --> μπαρκαρούτσος (φαντάζομαι).

Αλλά έλα που η σλανγκ έχει και τη σλανγκ της!!! Ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται από τους στεριανούς για να χαρακτηρίσει όλους τους ναυτικούς, υποτιμητικά βέβαια. Επίσης χρησιμοποιείται υποτιμητικά για ανώτερο πλήρωμα, υποννοώντας ότι είναι κακοί επαγγελματίες ή άσχετοι με την δουλειά τους.

  1. - Πάμε για καφέ;
    - Οκ, για πού;
    - Πάμε στην Κιβωτό.
    - Όχι ρε μαλάκα, εκεί πάνε όλοι οι μπαρκαρούτσοι!!! Θα πάθουμε ναυτία.

  2. - Ρε Γιώργο, ποιος είναι αυτός που σε χαιρέτησε;
    - Για τον συνάδελφο κύριο Μπαρκαρούτσο λες;
    - Ναι, και πως λέγεται;

  3. - Που λες Κώστα μου, το τελευταίο μπάρκο ήταν για κλάματα. Είχα πρώτο ένα μαλάκα ολκής.
    - Δηλαδή;
    - Ο μαλάκας, ούτε να γράφει δεν ήξερε. Όλα τα ραπόρτα εγώ τά 'γραφα του μπουχέσα. Και κόντεψε να μας βουλιάξει και μία φορά. Μπαρκαρούτσος από τους λίγους...

(από electron, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. όρος της ξυλουργικής: τραβέρσα, δοκός, «η πελεκητή ξυλεία στέγης, κορμοί ξύλου ελαφρά πριονισμένοι ώστε να διατηρούν την κωνικότητά τους, αποτελούν την ιδανική λύση για εμφανείς κατασκευές ιδιαίτερα σε παραδοσιακά κτίσματα.»
    (από εδώ)

  2. Το τραβέλι, το (η) τραβεστί.

  1. [Στο σαλόνι], κόκκινοι καναπέδες και συνδυασμός υψηλής τεχνολογίας ηλεκτρονικών με το νεολιθικό τζάκι και τις κλασικές νησιώτικες τράβες της οροφής.

  2. Αὐτὰ τὰ «τσόλια» καὶ οἱ «τράβες» εἶναι ὅ,τι κι ἐσύ, μὲ μιὰ πολὺ θεμελιώδη διαφορά: Ἔχουν τὸ θάρρος τῆς γνώμης καὶ τῆς ἐπιλογῆς τοῦ νὰ ζοῦν ἐλεύθερα καὶ ὑπερήφανα, καὶ ὄχι νὰ γκρινιάζουν μὲ ψευδοεπιχειρήματα ὅτι θὰ τρομάξουν τὴν μαμὰ καὶ τὸν μπαμπά.

Got a better definition? Add it!

Published

Στο ιδιόλεκτο των παλιατζήδων της Πλατείας Αβυσσηνίας στο Μοναστηράκι, μαύρος είναι ο γύφτος.

Οι εν λόγω κύριοι θεωρούν εαυτούς ως την αριστοκρατία των παλιατζήδων, η οποία απειλείται από τις ορδές των περιφερόμενων γύφτο-παλιατζήδων. Για έναν μη παλιατζή είναι τις περισσότερες φορές δυσχερές να ξεχωρίσει ποιος από τους παλιατζήδες στην Αβησσυνίας (και όχι μόνο) είναι γύφτος και ποιος όχι. Ούτως ή άλλως όλοι είναι το ίδιο μαυριδεροί, το ίδιο λαμόγια, κι έχουν το ίδιο έμπειρο (δηλαδή πειναλέο) βλέμμα... Σε τέτοιες καταστάσεις, ο μακροχρόνιος συγχρωτισμός οδηγεί μαθηματικά στην απόλυτη εξομοίωση...

Και για να συνεχίσω την ανθρωπολογική διατριβή μου, ιστέον ότι στη Λατινική Αμερική η «λευκότητα» ενός ανθρώπου ελάχιστα έχει να κάνει με το πραγματικό χρώμα του δέρματός του. Αντιθέτως, όσο πιο ψηλά βρίσκεται κανείς στην κοινωνική ιεραρχία και όσο πιο πολλά φράγκα έχει στο παντελόνι του, τόσο πιο «λευκός» είναι...

Πελάτης: Μάστορα πόσο πάει το μαλλί γι' αυτό εδώ το φωτιστικό;
Γαλαζοαίματος παλιατζής: Αυτό είναι στα 300.
Πελάτης: Κι αυτό εκεί πίσω;
Γαλαζοαίματος παλιατζής (βαριεστημένα ως εκεί που δεν πάει): 380.
Πελάτης: Πολλά είναι... να κάνουμε κάτι καλύτερο;
Γαλαζοαίματος παλιατζής: Εμείς κύριε έχουμε άλφα άλφα πράγματα, άμα θες φτηνά πήγαινε στους μαύρους δίπλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αλβανικό βε είναι είδος ανομοιόμορφου μαυρίσματος που συνήθως δεν αποκτάται σε ινστιτούτα αισθητικής.

Υπάρχουν τρεις γενικές κατηγορίες αλβανικού βε :

  1. Το ηλιοκαμένο look (κυρίως στο λαιμό και τον σβέρκο) που αποκτάται με κόπο και ιδρώτα σε οικοδομές και χωράφια. Πρόκειται για σήμα κατατεθέν υπαιθρίων επαγγελματιών κάθε είδους -- και όχι απαραιτήτως οικονομικών μεταναστών. Αγγλιστί, redneck.

  2. Το μαύρισμα που αποκτούν ορισμένοι κοτσονάτοι συνταξιούχοι και οι γιαγιούμπες τους καθώς απολαμβάνουν το λυκόφως της νιότης τους βολτάροντας ή αράζοντας σε ανοιχτούς χώρους.

  3. Η χαρακτηριστική τριγωνική ασπρίλα που εμφανίζεται καλοκαιριάτικα στην βουβωνική περιοχή πολλών λουόμενων μόλις ξεβρακωθούν.

Μπαίνουν δύο φίλοι σε ένα μπουρδέλο στην Αλάσκα και ρωτάνε τον μπάρμαν: - Ρε φίλε, άσπρες γυναίκες έχετε εδώ; - Φυσικά και έχουμε. - Μαύρες γυναίκες έχετε; - Και με Αλβανικό βε έχετε; - Αλβανικό βε; Όχι, με Αλβανικό βε δεν έχουμε! Γυρνάει αυτός που ρώτησε και λέει στον φίλο του: - Στο είπα, ρε μαλάκα, πιγκουίνο γαμήσαμε χτες το βράδυ…

Αλβανικό βε (από Vrastaman, 14/10/08)Albania Uber Alles! (από Vrastaman, 14/10/08)UCK ! (από Vrastaman, 14/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified