Το ηλεκτρονικό σεμινάριο μέσω Διαδικτύου από το web και seminar.
Όσο μεγαλώνει, έχει προβλήματα κινητικότητας και δεν μπορεί να πηγαίνει σε όλα τα συνέδρια από εδώ κι από κει. Προτιμάει κανά γουέμπιναρ άμα έχει τη δυνατότητα.
Το ηλεκτρονικό σεμινάριο μέσω Διαδικτύου από το web και seminar.
Όσο μεγαλώνει, έχει προβλήματα κινητικότητας και δεν μπορεί να πηγαίνει σε όλα τα συνέδρια από εδώ κι από κει. Προτιμάει κανά γουέμπιναρ άμα έχει τη δυνατότητα.
Got a better definition? Add it!
Tσαπράζι (ουδέτερο). Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά (copy-paste από πάνω) είναι το χαρακτηριστικό «σταύρωμα» που έχουν τα δόντια των πριονιών, πριονοκορδέλλας, αλυσίδας πριονιού, ώστε να δημιουργείται κενό στο κόψιμο, σε αντίθεση με τα δόντια των μαχαιριών που είναι σε μια ευθεία και γι αυτό σφηνώνουν όταν κόβεται κάτι σκληρό, πχ ξύλο.
Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.
- Μουδιασμένο σε βλέπω, τι έγινε;
- Άσε, από τον οδοντίατρο έρχομαι. Μού 'κανε καθαρισμό αλλά με γάμησε...
- Τσαπράζι σού 'κανε;
- Άντε γαμήσου κι εσύ, καραγκιόζη.
Got a better definition? Add it!
Από τις βαριοπούλες, τα γνωστά βαριά σφυριά με το μακρύ στειλιάρι, η πιο μεγάλη και πιο βαριά.
Υποπλοίαρχος σου λέει ο άλλος. Έντεκα μήνες έβγαλε αρραβωνιασμένος με τη λούλα...
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για ποδήλατο-μινιμαλιά, αποψιλωμένο από κάθε περιττό καβλιτζέκι: μονοτάχυτο, χωρίς ελεύθερο και (στην πιο ρεντ μπουλ εκδοχή του) χωρίς φρένα. Οι επιβαίνοντες αυτού αποκαλούνται φιξάδες.
Το συνήθως πολύχρωμo φιξάκι είναι το απόλυτο αστικό ποδήλατο με άποψη. Η οδική συμπεριφορά του διαφέρει παρασλάγγης από ό,τι γνωρίζαμε. Ελλείψει ελεύθερου δεν ρολάρει (όσο κινείσαι γυρνάνε τα πετάλια), πράγμα που αρχικά ξενίζει - ειδικά όταν τρέχεις σε κατηφόρα. Σού επιτρέπει ωστόσο να το οδηγήσεις και με την όπισθεν και να κάνεις κάθε είδους ποστιλίκια που κλείνουν το μάτι στην καγκουροφροσύνη.
Ελλείψει φρένων, τα πράματα είναι σκούρα. Ή επιβραδύνεις το πετάλι ή σκιντάρεις: μετατοπίζεις δηλαδής το κέντρο βάρους σου στον μπροστινό τροχό (μειώνοντας την πρόσφυση του πίσω τροχού) και μπλοκάρεις τον πίσω τροχό κοντράροντας τα πετάλια με τα πόδια σου. Στη συνέχεια επαναφέρεις το κέντρο βάρους σου στον πίσω τροχό, προκαλώντας ολίσθηση («skid»). Διαδικασία γρήγορη και επαναλαμβανόμενη, μέχρι να σταματήσει το πουτσύλατο ή να φας το κεφάλι σου (whichever comes first, που λένε και στα βραστοχώρια). Οι πιο ντικάφ φιξάδες πάντως τοποθετούν μπροστινό εφεδρικό φρένο, μην τρελαθούμε.
Τα φιξάκια πρωτοφορέθηκαν σε μεγάλα αστικά κέντρα παγκοσμίως από ψαγμένους κομιούτορες και ταχυμεταφορείς. Μοιραίως ξεφύτρωσε και στην χώρα μας η σχετική υποκουλτούρα, με όλα τα συμπαρομαρτούντα.
Εκ του αγγλικάνικου fixie.
1.
Να εύχεσαι να ναι μακρύς ο δρόμος (αν οδηγείς φιξάκι)
2.
Πλήθος πολύχρωμο μαζεμένο, αλλιώτικα ποδήλατα, πιό χρωματιστά και πιο όμορφα, ξέρετε το γεγονός ότι τα φιξάκια είναι μόδα και έχουν άλλο κοινό, οδηγεί τους κατασκευαστές να τολμήσουν χρωματικά.
3.
Το να έχεις φρένα στο fixie είναι φλωριά, γι'αυτό οι περισσότεροι φιξάδες δεν διαθέτουν φρένα.
4.
Aρέσουν στα κορίτσια οι φιξάδες; Μπαα! Απλώς τους κάνει εντύπωση το χωρίς φρένα ή τα ποδήλατα που έχουν ωραία χρώματα!
Got a better definition? Add it!
Στην αργκό των πλακάδων, μπισκότο λέγεται η τοποθέτηση των πλακακιών στην γωνία που εξέχει, έτσι ώστε το ένα να έρχεται στην ευθεία του τοίχου και το άλλο να επικαλύπτει την μικρή έδρα του πρώτου.
Αντίθετα όταν και τα δύο είναι κομμένα λοξά (φάλτσα) συναντώνται οι ακμές σχηματίζοντας ακμή με τις σμαλτωμένες επιφάνειες. Τότε το λένε φάλτσο.
Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της κάθε τεχνικής:
- Τις γωνιές πώς τις θες; Φάλτσο ή μπισκότο;
- Δηλαδή;
- (Εξηγεί με τα χέρια και δύο πλακάκια.)
- Φάλτσο δεν είναι πιο όμορφο;
- Αφού θα βάλεις ντουλάπι και δε θα φαίνεται, δεν το κάνουμε μπισκότο να μη σπάει κιόλας (να ξεμπερδεύω τσακ μπαμ με τα κωλοντούβαρό σου, αφού δε θα μου βαλεις και ΙΚΑ τσίπη, καραγκιόζη).
- Εντάξει μπισκότο, αλλά την άβαφτη από τη μέσα μεριά να μη φαίνεται (άντε να τελειώνουμε που βάζεις δέκα πλακάκια τη μέρα και παίρνεις το μεροκάματο με τον καφέ, το τσιγάρο και το κινητό).
Got a better definition? Add it!
Τον Μπάμπη δεν τον τσέκαρα είναι η αλήθεια, πάντως ο Τριαντά δεν τόχει, αν και μάλλον καθομιλουμένη ήτουνε παρά σλανγκ (άντε επαγγελματική το πολύ-πολύ). Οπότε βρίσκω ευκαιρία να το χώσω εδεπά, κι όποιος έχει αντίρρηση να μου τηλεγραφήσει.
Τριατατικός το λεπόν εκαλείτο ο υπάλληλος του προπολεμικού Υπουργείου Ταχυδρομείων, Τηλεγράφων, Τηλεφώνων και Ζήμενς. (Αχαριστία [ρε πστ](http://www.slang.gr/definition/5640-re-pst), τζάμπα τα χώσανε τα φράγκα οι τεντέσκοι, τους κόψανε το Ζ απ' τη μαρκίζα. Από την άλλη, πώς θα τους λέγανε αλλιώς τους τριατατικούς, Τα Τρελά Τα Ζουζουνάκια; Ε, είχανε κι οι δικοί μας ένα δίκιο...).
Έλαβε το απολυτήριο του Γυμνασίου και στη συνέχεια εργάστηκε ως υπάλληλος τηλεγραφητής (τριατατικός) στο Υπουργείο Ταχυδρομείων, Τηλεγράφων και Τηλεφώνων (Τ.Τ.Τ.) [...] με το Λαϊκό Κόμμα [...] προσχώρησε στο Κόμμα Φιλελευθέρων [...] επανεξελέγη για τέταρτη και τελευταία φορά, πάντα με την ΕΡΕ [...] Άτιμη τηλεφωνία, άλλους τους ανεβάζεις
[...]Μ. Ρέντζος, τριατατικός, μέλος της Επιτροπής, γραμματέας της νομαρχιακής Επιτροπής ΕΑΜ Πρέβεζας (εκτελέστηκε ξυλοκοπούμενος και συρόμενος στα πεζοδρόμια της Πρέβεζας) [...]
κι άλλους τους κατεβάζεις.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υπάρχουν τρεις παραδοσιακοί τρόποι για να αναρριχηθείς στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας στον τόπο μας:
Η δοκιμασμένη μέθοδος του γυμνοσάλιαγκα: γλείφοντας, έρποντας και με τα κέρατά σου.
Σλανγκιστί λοιπόν αφισοκολλητές αποκαλούνται οι κάθε συνομοταξίας -πατέρες και κομματόσκυλα με μικρές ή μεγάλες εξουσίες σε κρατικούς ή παρακρατικούς θώκους που αναρριχήθηκαν με τον τρίτο (και μακρύτερο) αυτό τρόπο, έχοντας πουλήσει εκδούλευση (σ.ς. κολλήσει αμέτρητες κομματικές αφίσες) αντί για ένσημα.
Βλ. επίσης: γενιά του Πολυτεχνείου, με το «σπαθί» της.
1.
Οι (πρώην) ΠΑΣΟΚ, αφισοκολλητές στου ΣΥΡΙΖΑ…
2.
Οι αλήτες-ρουφιάνοι-αφισοκολλητές που το παίζουν Δημοσιογράφοι και με ταυτότητα της ΕΣΗΕΑ
3.
Δέκα χρόνια μετά και αφού ο «σοσιαλιστής» Παπανδρέου γκρέμιζε τα κάστρα της ολιγαρχίας και διόριζε στην θέση τους αφισοκολλητές - βιομήχανους άρχισε να χτίζει τα νέα επιχειρηματικά τζάκια...
Got a better definition? Add it!
Αυτό που δεν είναι μοιρασμένο σε μέρη, που δεν έχει μοιραστεί ακόμα.
Τα αδέλφια κληρονόμησαν πολλά σπίτια, αλλά ακόμα τα έχουν αμοίραγα.
Got a better definition? Add it!
Σανίδες η μια καρφωμένη δίπλα στην άλλη, ώστε να φτιάχνουν ξύλινο πλαίσιο, πάνω σε δέντρο, μουριά συνήθως, όπου κοιμούνταν τα καλοκαίρια οι αγρότες για να φυλάνε τη σταφίδα ή τις καλλιέργειές τους από κλέφτες.
Μεταφορικά, το κεφάλι που είναι πλακέ πίσω.
Οι δικοί μου κοιμόνταν στη φρουτζάτα πάνω στη μουριά.
Αυτός έχει ένα κεφάλι φρουτζάτα.
Got a better definition? Add it!
Ειρωνικό λογοπαίγνιο επί της λέξης «Εφετείο». Καταδεικνύει την υποτιθέμενη στάση «άφεσης αμαρτιών» του δικαστηρίου του δεύτερου βαθμού υπέρ των κατηγορουμένων (ή και του πρωτοδίκως ηττημένου διαδίκου σε αστική δίκη), την οποία στηλιτεύει ο ομιλητής.
Μήπως των πρώην αξιωματικών που του είχαν παρασταθεί στο δικαστήριο λέγοντας πόσο καλό παιδί είναι και τί άξιο παλικάρι, επιδιώκοντας και το κατάφεραν στο Αφετείο (όχι δεν πρόκειται για γραμματικό λάθος) μετά από αλλεπάλληλες αναβολές, να βγάλουν τρελή την εισαγγελέα κ. Σκεπαρνιά που τον είδε με τα μάτια της να αφαιρεί αυτά για τα οποία κατηγορήθηκε;
Έτσι όπως κατέληξε(ή κατάντησε)το Εφετείο να γίνει«Αφετείο» οι περισσότεροι ίσως σκέφτονται:«Ποιος νοιάζεται πού θα γίνει το Εφετείο; Άμα είναι να αθωωθώ, πάω όχι μόνο στην Πάτρα αλλά στην Αλεξανδρούπολη!»
Got a better definition? Add it!