Further tags

Στην αργκό των πιλότων είναι το πολύ μικρό ύψος πτήσης.

Ο ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας ρωτάει από τα ραντάρ τον πιλότο:
- Ύψος; - Ερπετό 300, απαντά ο πιλότος.
(δηλαδή πετάω χαμηλά στα 300 πόδια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των πιλότων είναι το σύννεφο, η νέφωση.

Προσοχή στις αράχνες!

Got a better definition? Add it!

Published

Συναφώς και με έτερο ορισμό, στην αργκό των πιλότων κουφέτα είναι τα πυρομαχικά.

- Είναι φορτωμένο κουφέτα!

(δηλαδή το τουρκικό μαχητικό αεροπλάνο είναι οπλισμένο).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην αργκό των πιλότων είναι το βλήμα αέρος- αέρος.

- Break σκληρά δεξιά, απειλή από αλεπού ώρα 5 χαμηλότερα!

(Δηλαδή κάνε ελιγμό δεξιά με πολλά G γιατί απειλείσαι από βλήμα αέρος-αέρος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζουμε ένα άτομο sui generis, αδέσποτο, ανένταχτο και περίεργο (όχι όμως πάντα με την σεξουαλική έννοια). Μπορεί να είναι ανωμαλιάρης ή και αχαρτογράφητος ή απλώς μπορεί να μην έχει την τυπική εμφάνιση και συμπεριφορά που θα περίμενε από αυτόν η παρέα του. Το σίγουρο είναι ότι φέρνει τον περίγυρό του σε αμηχανία με τον λόγο, τις πράξεις ή τις επιλογές του.

Παρόμοιο το: μια κατηγορία μόνος του.

Η έκφραση πέρασε στην γλώσσα προφανώς εξ αιτίας των ανωμάλων ρημάτων της αρχαίας ελληνικής και της δυσκολίας εκμάθησής τους. Σήμερα μάλλον είναι ή ακούγεται μπαμπαδίστικη. Μπορείς να την πεις και φιλολογική αργκό.

Βλ. και εδώ για σοβαρή γλωσσολογική ανάλυση. Μπάμπη, φάε τη σκόνη μου ουάν μορ τάιμ.

  1. Ξύπνα ρε, αυτή η χώρα που ζούμε είναι το πιο ανώμαλο ρήμα του κόσμου... Βούρλο!

Από τον «Οργισμένο Βαλκάνιο» του Νίκου Νικολαϊδη.

  1. - Έλα, μας χτυπάνε ο Τάκης και ο Γιώργος να κατεβούμε να πάμε στο πάρτυ.
    - Όχι πάλι ο Γιώργος, θα μας ξεφτιλίσει, είναι ανώμαλο ρήμα ο τύπος. Τις προάλλες στο σπίτι της Κατερίνας μέθυσε, έσκισε μια πολυθρόνα με μαχαίρι και μετά προσπάθησε να τη γαμήσει.
    - Σιγά ρε, πώς κάνεις έτσι, και 'γω μια φορά γάμησα ένα πουφ.
    - Την Κατερίνα εννοούσα.
    - Μπίρες πήρες;

βλ. και ου μπλέξεις με ανώμαλα ρήματα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικά στην αργκό των πιλότων, είναι ο πιλότος αντιπάλου αεροσκάφους ή το ίδιο το μαχητικό αεροσκάφος, δηλαδή κατά κανόνα ο Τούρκος πιλότος ή το τουρκικό αεροσκάφος. Άλλωστε ο μπούφος είναι αρπακτικό πτηνό, το οποίο συνδέθηκε με την ηλιθιότητα για τους λόγους που εύστοχα αναφέρουν οι Άλλος και ΜΧΣ στα σχόλια του έτερου ορισμού.

- Έχω δύο μπούφους στο 270 (=μοίρες που αναφέρονται σε διόπτευση) στα 23 μίλια.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην αργκό των πιλότων είναι το αντιτορπιλικό.

Στο σημείο κατευθύνονται δύο καρχαρίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη σύμμειγμα (αγγλιστί, portmanteau word) από το σεντόνι και - διαλέγετε και παίρνετε - την Ιλιάδα, την Αινειάδα, την Ιερεμιάδα, κάτι όχι μικρό, τέλος πάντων.

(Για τον όρο portmanteau word και την απόδοση του στα Ελληνικά δείτε εδώ κάποια σχόλια στο translatum.gr)

Σύμφωνα με το λεξικό του Ιδρ. Τριανταφυλλίδη, σεντόνι, πέραν του προφανούς, σημαίνει και «κείμενο εξαιρετικά εκτεταμένο (ανακοίνωση, άρθρο κτλ.) σε εφημερίδα ή σε περιοδικό». Ο συμφυρμός ενός σεντονιού, που ήδη μακρηγορεί ως μη έδει, με, ας πούμε, την Ιλιάδα των 15.000 αράδων παράγει τον όρο σεντονιάδα.

Είναι ένας χαρακτηρισμός πολύ παραστατικός και πολύ καυστικός. Το απλό σεντόνι αναφέρεται σε ένα κείμενο μεγάλο, με διάθεση ελαφρά σκωπτική. Η σεντονιάδα, όμως, είναι ένα γραπτό που δοκιμάζει την ανθρώπινη αντοχή όχι μόνο με την έκτασή του αλλά και με την κακοτεχνία, την περιττολογία και την ανιαρότητα του. Αλλά, επιπλέον, είναι και ένα γραπτό όπου αποτυπώνεται ανάγλυφα η μεγάλη ιδέα που έχει ο συγγράψας για τον εαυτό του και το πόνημά του - και αυτό το κάνει ακόμη πιο ενοχλητικό.

Οι όροι σεντόνι και σεντονιάδα προέρχονται, όπως λέει και το λεξικό, από τον χώρο του Τύπου. Ήταν σε χρήση, σίγουρα, από την δεκαετία του '70 και είναι πιθανώς πολύ παλαιότεροι. Στις εφημερίδες τους μεταχειρίζονταν (και μεταχειρίζονται) οι δημοσιογράφοι, με την γνωστή αβρότητα με την οποίαν σχολιάζουν την δουλειά των συναδέλφων, και επίσης, στάζοντας ακόμη περισσότερο δηλητήριο, οι διορθωτές και οι υλατζήδες που τρώνε λούκι για να σουλουπώσουν τα ασουλούπωτα.

Για το πώς προέκυψε η παρομοίωση με το σεντόνι (του κρεβατιού), έχω ακούσει δυο εκδοχές:

  • Το σαλόνι μιας μεγάλου σχήματος εφημερίδας απλωμένο στο φουλ πλησιάζει σε διαστάσεις το σεντόνι - λέμε τώρα. Ένα άρθρο που πιάνει όλο το σαλόνι είναι σεντόνι.
  • Σεντόνι λεγόταν το ρολό στα τηλέτυπα καθώς ξετυλιγόταν - στην προ φαξ εποχή στα τηλέτυπα ερχόνταν οι ατελείωτες ανταποκρίσεις των πρακτορείων, οι ανακοινώσεις τύπου κλπ.

Προκρίνω την πρώτη ως προγενέστερη.

Σχετική με τη δεύτερη είναι και η χρήση που αναφέρει ο στέφανος εδώ και που αναφέρεται, νομίζω, στα πάκα διάτρητου χαρτιού που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί εκτυπωτές.

Ο όρος σεντονιάδα χρησιμοποιείται πλέον εκτεταμένα και για ηλεκτρονικά κείμενα. Δυο-τρεις οθονιές μίνιμουμ, θα 'λεγα.

Όταν η σεντονιάδα είναι δική μας, είθισται να συντάσσεται με τη λέξη «συγνώμη».

  1. Φιλική συμβουλή προς όλους: Προσπαθήστε να εκφρασθείτε όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Χίλιες λέξεις δεν είναι λίγες. Στο κάτω κάτω, το μεγάλο κοινό δύσκολα διαβάζει μια σεντονιάδα. Είναι ο μόνος όρος που θέτουμε, για να υπάρξει χώρος και για άλλους αρθρογράφους. (Παραινέσεις προς επίδοξους αρθρογράφους, από την Ελευθεροτυπία, φύλλο της 21/2/2001, εδώ - το κειμενάκι έχει πλάκα).

  2. Ηθελα πάρα πολύ να ανοίξουμε το μπλογκ με μια σεντονιάδα όλων των νυχτερινών περπατημάτων ενός καυτού καλοκαιριού που μας λείπει ήδη. (Από εδώ - το μπλογκ λέγεται τα Σεντόνια της Αφροδίτης).

  3. Αγαπητέ Shadow , κατ αρχάς συγνώμη για την σεντονιάδα, δεν το έκανα για να αποκρύψω οτιδήποτε αλλά στη παρούσα φάση όπως εξελίχθηκε το τοπίκιο δεν μπορούσα ούτε να το μικρύνω ούτε να το μεγαλώσω και άλλο. (Από εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αριστερός, αλλά όχι με την με την καλή έννοια.

Εκ του αριστεριστής και του τουρκογενούς γαμοσλανγκοτέτοιου «-τζής» που υποδηλώνει επαγγελματική ενασχόληση.

- Σε πείσμα των αριστεριτζήδων, η αποχή είναι σαφέστατη πολιτική θέση δεν είναι αδιαφορία και τονίζω ότι είναι πολύ πιο σημαντική πολιτική πράξη να πας να φας ένα πιάτο κατεψυγμένα καλαμαράκια στην Λούτσα, από το να ψηφίσεις τον Τρεμόπουλο, τον Τσίπρα, ή τον γιο του Πλεύρη.
(Τζίμης Πανούσης, Ο Στάλιν Σκέφτεται για Σένα στο Κρεμλίνο, Εκδόσεις Opera, 2010, σ. 155)

- Ο κυρ Νίκος ήταν αριστεριτζής της πλάκας. Απο άνθρωπο που δέρνει την γυναίκα του και μετά πηγαίνει σε διαλέξεις και βγάζει λόγους για τα δικαιώματα των γυναικών τι περιμένεις;;
(εδώ)

- Αυτο εκπροσωπει και ο κρατικοδιαιτος αριστεριτζης Κουλογλου και εσυ ισλαμιστρια λαθρομεταναστολαγνα Αλ σαλεχ.
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Ιωάννα Κούρτοβικ είναι εμβληματική μορφή στο χώρο της αριστεράντζικης δικηγορίας. Προστρέχει ακάματα, ίσως και αφιλοκερδώς ενίοτε, σε βοήθεια πάσης φύσεως αθώων αριστεροειδών που διώκονται για τις ιδέες τους. Έγινε γνωστή κυρίως από τη Δίκη της 17Ν, όπου εκπροσωπούσε Κουφοδίνα-Σωτηροπούλου. Το όνομά της είναι πλέον συνώνυμο μιας ορισμένης μορφής δικηγορίας και ενός ορισμένου τύπου δικηγόρου, ειδικευόμενου στην υπεράσπιση παντοειδών αριστεριστών και κοινωνικών αγωνιστών, που διώκονται για τις ιδέες τους και μόνο.

Τα κουρτοβικοειδή ντικηγκόρια (έτσι λέει τους δικηγόρους ένας αλβανός φίλος μου) είναι ενδιαφέρουσες περιπτώσεις. Εγγενώς φλώροι (όπως άλλωστε η συντριπτική πλειοψηφία όσων πέρασαν το κατώφλι του κτιρίου της οδού Σόλωνος) διαπράττουν φαντασιακώ τω τρόπω τα αδικήματα που ποτέ δεν διέπραξαν και εγκολπώνονται την επανάσταση που ποτέ δεν τόλμησαν, μέσα από τους «πελάτες» τους. Βάζω τη λ. σε εισαγωγικά διότι ένα κουρτοβικοειδές που σέβεται τον εαυτό του ποτέ δεν έχει «πελάτες», έχει μόνο «συντρόφους» ή έστω «φίλους», ανάλογα το βαθμό της αριστεροπληξίας του. Τα κουρτοβικοειδή συχνάζουν σε περιοχές όπως τα Εξάρχεια και γενικώς βαυκαλίζονται πως ακολουθούν έναν εναλλακτικό, αλτερνιάρικο τρόπο ζωής –σε αντίθεση με τη mainstream δικηγορίλα που συχνάζει Σκουφά ή Βαλαωρίτου. Αποφεύγουν την κουστουμιά, φορούν συνήθως τζινάκι με σακάκι (μέγας διδάξας ο Λυκουρέντζος της δίκης Νάσιουτζικ) και κυριλέ αθλητικοειδές πατούμενο (μη μας πουν και γύφτους). Αφήνουν γένια τριών ημερών (μπορεί και τεσσάρων, θα σας γελάσω και δεν το θέλω) και μαλλάκι από ημίμακρο έως και κοτσίδα (σε πιο σκληροπυρηνικές περιπτώσεις). Η πληρωμή τους, όταν υπάρχει, γίνεται ενίοτε με τη μέθοδο του περιφερόμενου κράνους. Ορισμένοι είναι μπατίρηδες και περιμένουν πώς και πώς αυτά τα ψιλικά, άλλοι είναι σχετικώς βολεμένοι εκ του μπαμπά τους και έχουν την πολυτέλεια να διακονούν την ιδεολογία τους αμισθί.

Εν ευρεία εννοία, το κουρτοβικοειδές δεν αναφέρεται μόνο σε ντικηγκόρια αλλά και σε παντοειδείς αυτόκλητους εργολάβους υπερασπιστές κατατρεγμένων και κοινωνικών αγωνιστών.

«έμποροι δικαιωμάτων» είναι τα κουρτοβικοειδή, λέει ο παπουτσής
σατανικ, τι ακροδεξιά φρασεολογία είναι αυτή ρε :smt009
(εθνικο-φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified