Further tags

  1. όρος της ξυλουργικής: τραβέρσα, δοκός, «η πελεκητή ξυλεία στέγης, κορμοί ξύλου ελαφρά πριονισμένοι ώστε να διατηρούν την κωνικότητά τους, αποτελούν την ιδανική λύση για εμφανείς κατασκευές ιδιαίτερα σε παραδοσιακά κτίσματα.»
    (από εδώ)

  2. Το τραβέλι, το (η) τραβεστί.

  1. [Στο σαλόνι], κόκκινοι καναπέδες και συνδυασμός υψηλής τεχνολογίας ηλεκτρονικών με το νεολιθικό τζάκι και τις κλασικές νησιώτικες τράβες της οροφής.

  2. Αὐτὰ τὰ «τσόλια» καὶ οἱ «τράβες» εἶναι ὅ,τι κι ἐσύ, μὲ μιὰ πολὺ θεμελιώδη διαφορά: Ἔχουν τὸ θάρρος τῆς γνώμης καὶ τῆς ἐπιλογῆς τοῦ νὰ ζοῦν ἐλεύθερα καὶ ὑπερήφανα, καὶ ὄχι νὰ γκρινιάζουν μὲ ψευδοεπιχειρήματα ὅτι θὰ τρομάξουν τὴν μαμὰ καὶ τὸν μπαμπά.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ενεχυροδανειστής.

- Αψιλίες φίλε. Για να πληρώσω το νοίκι, σκότωσα το δαχτυλίδι του παππού και κάτι κολιέδες της γιαγιάς στον ακούμπη.

- Είχα μαζέψει λίγα-λίγα 5 «χαρτιά», πάνε αυτά. Πήρα άλλα τόσα ή κάτι πάρα πάνω, δεν θυμάμαι ακριβώς, (όταν πνίγεσαι που να μετρήσεις πόσες μπουρμπουλήθρες έχεις κάνει;) σαν προκαταβολή για δουλειές που... πρόκειται να κάνω (χρωστάω και το μέλλον μου), έπεσα στο δάνειο που το έβρισκα εύκολα στην αρχή, μετά πιο δύσκολα, φτάσαμε στον ακούμπη, σκοτωθήκανε τα «τιμαλφή» και μετά... μετά ποιος σε... όταν δεν ξέρει πότε, και αν θα τα πάρει;

(κομμάτι από επιστολή του Άκη Πάνου στην τότε Υπ. Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλεκτροσυγκολλητής, στο Πέραμα. Από το εργαλείο συγκόλλησης που χρησιμοποιούν (τσιμπίδα συγκόλλησης).

Μάστορα, πες στο Φανούρη τον τσιμπίδα τα ανεβατά να τα κάνει πιο καλά, σαν κουτσουλιές είναι, σκέτο μουνί καλλιγραφία....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε ναυτική χρήση, η μεταφορικά, από το αγγλικό ρήμα to trim, ελαττώνω την επιφάνεια του ιστίου, του πανιού, πιάνω μούδες, μουδάρω.

Δυνάμωσε ο αέρας και τριμάραμε λίγο το πανί (πιάσαμε μούδες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση των ηθοποιών. Σημαίνει ότι έχω εξασκηθεί επαρκώς με ειδικές ασκήσεις για τη γνάθο η οποία είναι πλέον ευέλικτη και λυμένη, με αποτέλεσμα την καλύτερη άρθρωση του λόγου και τον δεξιότερο χειρισμό των εκφράσεων του προσώπου.

Είχα κάνει τις ασκήσεις και ήμουν μια χαρά σπασμένος.

Got a better definition? Add it!

Published

Μέσα στους ελαιώνες της Μυτιλήνης έχει αναπτυχθεί μία συγκεκριμένη αργκό. Βάζω τις λέξεις που ξέρω κάτω από το ίδιο λήμμα.

α) Τέμπλα: Ειδικά επεξεργασμένο ραβδί έτσι ώστε να εξυπηρετεί το ράβδισμα της ελιάς

β) Κουρούκι: Καρπός ελιάς που δεν έχει μαζευτεί εγκαίρως, έχουν φύγει όλοι οι χυμοί του κι έχει καταστεί τελείως άχρηστος.

γ) Κασίμι: Κτήμα που έχει ενοικιαστεί. Στο κασίμι ένας γεωργός συνθηκολογεί με τον ιδιοκτήτη ενός κτήματος και το νοικιάζει για κάποια χρόνια. Ο γεωργός αναλαμβάνει την υποχρέωση να το περιποιηθεί έτσι ώστε να κάνει πολύ καρπό και οικειοποιείται την σοδειά για το διάστημα αυτό έναντι ενός ποσού ή μέρους της παραγωγής. Στο τέλος ο ιδιοκτήτης, εκτός από το άμεσο κέρδος που του παίρνει από τον ενοικιαστή, ξέρει ότι θα έχει κι ένα περιποιημένο κτήμα.

δ) Νταϊφάς: Πλήθος γεωργών που μοιράζονται τις υποχρεώσεις, το κεφάλαιο και το κέρδος σε ένα κασίμι. Ό,τι είναι το σύνολο των ομόρρυθμων εταίρων σε μία εταιρία είναι ο νταϊφάς στο κασίμι.

ε) Κωλοριζήτης: Κλαδιά που φυτρώνουν στη ρίζα του δέντρου και παίρνουν μεγάλο μέρος των χυμών του, εμποδίζοντας το υπόλοιπο να κάνει καρπούς και δυσκολεύοντας το στρώσιμο των διχτυών. Φυτρώνουν σε πλήθη και κατά κανόνα κόβονται, εκτός από τις περιπτώσεις πολύ γέρικων δέντρων που αφήνονται ένας- δυο κωλοριζήτες να αναπτυχθούν και να αντικαταστήσουν τον κύριο κορμό που δεν του έχουν μείνει πολλά ψωμιά.

στ) Φαγάς ή γαμιάς.
Κλαδί που φυτρώνει στο κέντρο του δέντρου, απορροφά δυσανάλογα πολύ χυμό σε σχέση με τον καρπό που παράγει κι εμποδίζει τον ήλιο να φτάσει στα υπόλοιπα μέρη που πρέπει. Τον σκοτώνεις όσο είναι μικρός.

ζ) Καλαθάκι: Τις πρώτες φορές που μαζεύει κάποιος ελιές βολεύεται κατά κανόνα να τις μαζεύει με το δεξί, να τις βάζει στο αριστερό, κι όταν έχουν μαζευτεί πολλές στο αριστερό να τις πετάει στο δίχτυ. Σε αυτή την περίπτωση το αριστερό χέρι λέγεται και «καλαθάκι». Αυτή η διαδικασία μειώνει την παραγωγικότητα κι είναι κάτι που προσπαθεί ο κόσμος να καταπολεμήσει αφού είναι πιο αποτελεσματικό να μαζεύεται και με τα δύο χέρια ο καρπός και να ρίχνεται στο δίχτυ. Κάποιοι γηραιοί Μυτιληνιοί χρησιμοποιούν την φράση που λέγαν οι επιστάτες «μην κάνεις καλαθέλια» θέλοντας να πουν «μην κωλυσιεργείς».

η) Σάκιασμα: Η διαδικασία κατά την οποία μαζεύονται οι ελιές από τα δίχτυα και μπαίνουν σε σακιά.

θ) Μπασάκι: Τα παλιά χρόνια, τότε που το λάδι είχε μία υπολογίσιμη εμπορική αξία, οι φτωχοί αθρώποι πήγαιναν μετά το σάκιασμα και μαζεύαν τις ελιές που είχαν μείνει κάτω. Αυτή η διαδικασία λεγόταν «μπασάκι». Σε περιόδους μεγάλης φτώχειας οι κτηματίες άφηναν εσκεμμένα πολλές ελιές αμάζευτες ώστε να τις πάρουν αυτοί που είχαν ανάγκη.

ι) Μηχανή: Το ελαιοτριβείο.

ια) Τσίτα: Πολύ μικρό κλαδί ελιάς που έχει πελεκηθεί έτσι ώστε να τρυπήσει το σακί με τον καρπό και να το εμποδίσει να ανοίξει. Αυτό χρησιμοποιούνταν κυρίως παλιότερα που το υλικό του σακιού ήταν βαρύ, τώρα βολεύει πιο πολύ ο σπάγκος.

α) Αυτή η τέμπλα είναι τόσο κοντή που δεν φτάνει να ραβδίσω ούτε το μισό ύψος του δέντρου.

β) Μέχρι να αποφασίσεις να στρώσεις δίχτυα, όλες οι ελιές σου γίνανε κουρούκια.

γ) Δεν βρίσκω κάτι που να δείχνει την διαφορά του από το κτήμα.

δ) Ούτε δούλευε ούτε πλήρωνε. Ήταν τόσο ανεπρόκοπος που τον διώξαμε από τον Νταϊφά.

ε) Μήτσο, κόψε τους κωλοριζίτες να στρώσουμε δίχτυα με την ησυχία μας.

στ) Κόψε αυτό το κλαδί. Φυτρώνει στο κέντρο και θα εξελιχθεί σε έναν πρώτης τάξεως γαμιά.

ζ) Μην κάνεις καλαθάκια, μάζευε ελιές και με τα δυο σου τα χέρια.

η) Μόνο το σάκιασμα έμεινε και τελειώσαμε.

θ) Ο γέρος λέει: «όταν ήμουν μικρός το έσκαγα από το σχολείο για να πάω στο μπασάκι να βγάλω κανένα φράγκο.

ι) Σήμερα τελειώσαμε το σάκιασμα και πήγαμε τις ελιές στη μηχανή για να βγει το λάδι.

ια) Παράτα το χουζούρι και βάζε τις τσίτες πιο καλά να μην ανοίξουν τα σακιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ζαργκόν των οφθαλμίατρων: η πρεσβυωπία, από τα 2 πρώτα γράματα: πρ- . Προφ λογοπαίγνιο και με το πουρό, εφόσον η πρεσβυωπία αφορά ηλικίες άνω των 40.

  2. Κατά τη βίκυ είναι η κόρνα στην κυπριακή διάλεκτο, εξου και η έκφραση «παίζω πουρού», κορνάρω.

  3. Έχω την υποψία, αλλά μπορεί να λέω και κάτι βλακώδες τώρα, ότι «παίζω πουρού» σημαίνει και κάτι άλλο, βλ. παράδειγμα 3. Όποιος γνωρίζει ας το σημειώσει στο σχόλιο και το προσθέτω στον ορισμό. Πιθανόν να έχει σχέση με αυτό εδώ.

  1. Μετά μια άλφα ηλικία αρχίζει σιγά-σιγά και εμφανίζεται η πουρού.

2.α. Βρίζω χυδαία, κτυπώ τα σιέρκα μου στο τιμόνι, παίζω πουρού συνέχεια. Ο λόγος; Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που κάμνουν οι οδηγοί (αλλά τζιαι οι υπόλοιποι χιούμανς) στον δρόμο που τα θεωρώ απαράδεκτα τζιαι με εκνευρίζουν αφάνταστα.

2.β. Παίζω πουρού για να δώ τί θα κάμουν. Κάμνουν διάφορα. Νομίζω έχω βρεί τους διάφορους τύπους οδηγών που 'κάτι έχουν ζαβό'.

  1. Μόλις έπαιξαν «πουρού» έξω από τη Βουλή οι πολύτεκνοι και οι φοιτητές, διαμαρτυρόμενοι για τη μείωση των επιδομάτων και των χορηγιών, οι βουλευτές υπαναχώρησαν από τη συμφωνία του Προέδρου της Δημοκρατίας και των κομμάτων, και δήλωσαν ότι θα επανεξετάσουν το όλο θέμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περί ηλεκτρικής κιθάρας ο λόγος: Βρώμικος ήχος αποκαλείται η παραμόρφωση με την καλή έννοια (distortion). Το βρώμικο παίξιμο εξέθρεψε πολλές γενιές ροκάδων και ξεχωρίζει τα καλά από τα κακά παιδιά.

Εκτός φυσικά από φουσκάλες στα δάχτυλα του κιθαρωδού, η παραγωγή του απαιτεί και βρώμικο κανάλι στον ενισχυτή της κιθάρας.

- O V22 είναι πράγματι πολύ καλός ενισχυτής, με δυνατό σημείο το καθαρό κανάλι του. Κινείται σε vintage μονοπάτια, δε ξέρω αν είναι καλή επιλογή αν παίζεις thrash ξερω γω...Θα σε βγάλει άνετα και στο σπίτι και σε λαιβ. Το βρώμικό του κανάλι είναι απλά ένα ωραίο crunch, αν το τσιτώσεις (πάνω από το 6) λασπώνει σε ενοχλητικό βαθμό. Είναι μια χαρά για blues και classic rock αλλά κατά τη γνώμη μου θέλει σπρώξιμο για καλούς lead ήχους. Συμπερασμα, δεν είναι ο καλύτερος και πληρέστερος ενισχυτής, αλλά για τα λεφτά που διαθέτεις είναι μάλλον κοντά στο ιδανικό (μιλώντας για λαμπάτους πάντα). Εγώ στη θέση σου θα τον αγόραζα και θα τον ζευγάρωνα με ένα καλό overdrive ή distortion πετάλι ;) (συζήτα για ενισχυτές ηλεκτρικής κιθάρας, εδώ)

- Στο Even Flow που ακολουθεί, το βρώμικο riff της κιθάρας έχει πάλι ένα πρώτο λόγο.
(αναφορικά με τους Pearl Jam, εκεί)

- The Von Bondies: Στα live τους, ο κιθαρίστας τους σπάει κατά μέσο όρο τρεις χορδές κιθάρας και ο ντράμερ συχνά ξεσπάει πάνω στο ντράμκιτ του. Επίσης έχουν κατακλέψει όλα τα κιθαριστικά ριφάκια από το 1967 κι έπειτα και διαθέτουν τις πιο βρώμικες κιθάρες από την εποχή των Nirvana. (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τιμητικός τίτλος, υπερθετικός βαθμός του «ιατρού», που απονέμεται εν είδει ρισπέκ μεταξύ νεαρών Ασκληπιάδων στον πλέον πανσοφολογιότατο εξ αυτών.

Στα ιταλικά θα μπορούσε να είναι ο iatrissimo της ομήγυρης, ο έχων τη μεγαλύτερη ευρυμάθεια, ο πιο διαβαστερός και πολυμαθής, ο καταπλήσσων τα πλήθη με τα απίθανα σύνδρομα που περιγράφουν τα πάντα, τους πιο κουλούς φυσιοπαθολογικούς μηχανισμούς για ό,τι κινείται, την αυτιστική μνήμη των φυσιολογικών τιμών για όλα τα μικρο - και μακρομόρια που κυκλοφορούν στο αίμα, και τις τρελές ανατομικές λεπτομέρειες που εκφέρει με απόλυτη φυσικότητα, αλλά όχι απαραιτήτως σπάστης ή γκικ - αντιθέτως ξύπνιος και λαμόγιο αρκετά ώστε να κεφαλαιοποιήσει τις γνώσεις και το ταλέντο του με το να κατακτήσει την κορυφή της τροφικής αλυσίδας από την θέση / ιδιότητα, τι άλλο ει μη του Διευθυντή και Ηγέτη της κλινικής, του Κλινικάρχη.

- Και στο σύνδρομο Sturge-Weber, συνυπάρχουν ενδοκράνιες αποτιτανώσεις, εγκεφαλοπροσωπική αιμαγγειωμάτωση και διανοητική υστέρηση...
- Τςςς... Κλινικάρχης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και φαινομενικά αναφέρεται στη μητρική εταιρεία (κάποιας θυγατρικής), σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιείται με αυτήν την έννοια.

Στην πραγματικότητα αναφέρεται είτε στον δικαιοπάροχο (franchisor) μιας αλυσίδας franchising, είτε στην αντιπροσωπεία κάποιας εταιρείας (η οποία αντιπροσωπεία δεν εμπορεύεται αλλά παρέχει ανταλλακτικά, τεχνογνωσία, επισκευές κ.α.).

Έχει σχεδόν πάντα και την έννοια της μαμάς που λέει στα (συχνά απρόθυμα) παιδιά της πώς να φέρονται.

Max T90 firmware από μαμά εταιρεία ή κλώνο;

Και η νέα διοίκηση το μόνο που ξέρει και ακούει από την μαμά εταιρεία είναι στόχοι, ηλίθιοι αριθμοί και κόστη που πρέπει να μειωθούν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified