Η -ίλα του να είσαι σουάγκ (SWAG). (Βλ. τους πολλούς ορισμούς μας και τη Bίκυ για τα περαιτέρω). Κι όταν λέμε σουαγκίλα εννοούμε κάτι σαν αυτό:
Ή αυτό:
Η -ίλα του να είσαι σουάγκ (SWAG). (Βλ. τους πολλούς ορισμούς μας και τη Bίκυ για τα περαιτέρω). Κι όταν λέμε σουαγκίλα εννοούμε κάτι σαν αυτό:
Ή αυτό:
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Γορτυνίας είναι η υποχονδρία.
Πέθανε απ’ την υποκοντρίλα του. Τον παρακαλάγανε τα παιδιά του να εμβολιαστεί και αυτός εκεί! (Δες).
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηριστικά που έχουν συνδεθεί με το κόμμα ΠΑΣΟΚ και την αισθητική του.
Got a better definition? Add it!
Η κουλτούρα ακύρωσης ως μέρος του κινήματος woke.
Αμάν με αυτήν την ακυρωτίλα να μη διδάσκουμε Όμηρο, επειδή ο Αχιλλέας και ο Αγαμέμνονας φέρονταν πατριαρχικά στις σκλάβες τους.
Got a better definition? Add it!
Ο ογκώδης μπόντι-μπίλντερ.
Βγήκε ο κρεατίλας στην παραλία να μας μοστράρει την κορμάρα.
Got a better definition? Add it!
Μειωτική μεταφορά στα ελληνικά του αμερικανικού όρου woke.
Δε γίνεται να δεσπόζει στη πόλη της Αθήνας ένα κατασκεύασμα αλλόθρησκων και να ποτίζει το ποίμνιο ξυπνητίλα.. ως πότε πια! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Στασιμότητα, βαρεμάρα, παρακμή.
- Τι νέα ρε;
- Σαπίλααααα... τα ίδια και τα ίδια, δουλειά, σπίτι και WoW.
Got a better definition? Add it!
Κατάσταση σκληρή. Ελληνική βερσιόν της αγγλικής λέξης hard-core. Χρησιμοποιείται για άτομα, ταινίες, μουσική.
Έλα μωρή χαρκορίλα...
Καλά, είδα μια τσόντα χτες, και πολύ χαρκορίλα!!!
Got a better definition? Add it!
Πέραν της μπόχας που αποκτούν τα ρούχα ενός φαντάρου που κάνουν λάντζα σε μέρες που έχει ψάρι για φαγητό, είναι και μια πολύ ευχάριστη οσμή που επικρατεί στον αέρα ενός στρατοπέδου όταν έρχονται ψάρια, η οποία γίνεται αντιληπτή μόνον από τους παρευρισκομένους, φαντάρους, καραβανάδες και αξιωματικούς.
- Ρε σειρά, δε σου μυρίζει... Ψαρίλα;
- Ναι ρε! Επιτέλους!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δάνεισμα της αγγλικής λέξης pure (αγνό). Χαρακτηρισμός ο οποίος αποδίδεται σε καταστάσεις, σε πρόσωπα, σε τόπους και αντικείμενα που είναι καθολικά αγνά.
-Πςς... Πήτερ Τος! Καλά, το κομμάτι αυτό είναι τρελή πιουρίλα.
-Η παραλία που πηγαίνω κάθε χρόνο έχει απίστευτη ομορφιά. Σκέτη πιουρίλα.
Βλ. και επικίλα.
Got a better definition? Add it!