Further tags

Ληστοπειρατές στην ντοπιολαλιά της Κύθνου προπολεμικά. Τη λέξη την έχω ακούσει από τον παππού μου τον καπτα-Μήτσο και από άλλους παλιούς θαλασσινούς. Είναι πιθανό να την χρησιμοποιούσαν και σ'άλλα νησιά.

Το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, εξ αιτίας των συνεχών αλλαγών και ανακατατάξεων (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Καταστροφή, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Εμφύλιος), στο χώρο Αιγαίου επικρατούσε καθεστώς "ανομίας". Το πιο συνηθισμένο φαινόμενο ήταν το λαθρεμπόριο ειδών που είχαν υψηλή φορολογία ή εισαγωγικούς δασμούς (προϊόντα καπνού, σπίρτα, οινοπνευματώδη, αλλά και απλά αγροτικά προϊόντα, όπου υπήρχε έλλειψη, όπως το αλεύρι στη Λήμνο κατά τη διάρκεια των συμμαχικών επιχειρήσεων στα Δαρδανέλια). Το λαθρεμπόριο αυτό το έκαναν οι περίφημοι κοντραμπατζήδες.

Παράλληλα αναπτύχθηκε και ένα άλλο είδος παράνομης συμπεριφοράς, πιο βίαιο και ληστρικό και δίχως "κώδικες τιμής": η ληστοπειρατεία. Οι ληστοπειρατές αυτοί (ληστοπεράτες κατά την ντοπιολαλιά) προέρχονταν από τα πιό φτωχά και εξαθλιωμένα στρώματα και των δυό πλευρών του Αιγαίου (χριστιανικά και μουσουλμανικά). Δεν δίσταζαν να σκοτώσουν, χωρίς να κάνουν διάκριση σε θρησκεία ή εθνικότητα, για ευτελή λεία πολλές φορές. Οι κοντραμπατζήδες τους αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση και συχνά συγκρούονταν μαζί τους.

Μακριά από δαύτους! Ολάκερο το σόι ληστοπεράτες. Έχουνε σφάξει κόσμο και ντουνιά. Τζατζάδες!

Τζατζάδες: Ληστές. Ο χαρακτηρισμός αυτός προέρχεται από το διαβόητο λήσταρχο Μήτρο Τζατζά, που έδρασε στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο και στην Μακεδονία την περίοδο του Μεσοπολέμου. Ήταν ιδιαίτερα γνωστός για την απαγωγή του γερουσιαστή Σωτηρίου Χατζηγάκη το 1929 στη Θεσσαλία. Η φήμη του είχε φτάσει ακόμα και στα απομονωμένα νησιά της άγονης γραμμής και τ' όνομά του είχε γίνει συνώνυμο του "κακούργος".

Δεν πρέπει να συγχέεται με τους Γιαγάδες ή Γιαγάδες όπως έγιναν γνωστοί την ίδια εποχή περίπου.

" Πρωταγωνιστές στη σαμιακή επανάσταση του 1912 εναντίον των Τούρκων που οδήγησε στην απελευθέρωση του νησιού και στην ένωσή του με την Ελλάδα, τ' αδέλφια Γιαγά από τον Μαραθόκαμπο ήρθαν αργότερα σε σύγκρουση με τον πρωθυπουργό Θεμιστοκλή Σοφούλη και την τοπική διοίκηση, σύγκρουση που οδήγησε σε φυλακίσεις, εκτελέσεις συγγενών τους, ώς και αυτονομιστικά κινήματα!

Παρ' όλο που οι αδελφοί Γιαγά επικηρύχθηκαν και καταδιώχθηκαν ως ληστές, ούτε ληστείες διέπραξαν ούτε απαγωγές για λύτρα, όπως συνηθιζόταν από τον τότε ληστρικό κόσμο. Ενεργούσαν «ως ηγέτες που συμμετέχουν στο παιχνίδι της εξουσίας», σημειώνει ο Ντίνος Κόγιας, έχοντας εξασφαλίσει «μια μορφή κοινωνικής νομιμοποίησης». Η ένοπλη δράση τους, που συντάραξε τη Σάμο μεταξύ 1914 και 1927 απασχολώντας επανειλημμένα τις αρχές και τον τύπο, παρέπεμπε σε μια μορφή «παραδοσιακής ανταρσίας απέναντι στην καταπίεση και τις παρεκτροπές της κεντρικής εξουσίας." Από εδώ.

Ο Κώστας Ρούκουνας (σαμιώτης γαρ) είχε γράψει τραγούδι και γι' αυτούς!

Οι Γιαγιάδες

Αλλά όπως φαίνεται το κίνημα είχε απήχηση και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Εδώ ακούμε ένα "κλέφτικο" από την Τασία Βέρρα, που περιγράφει το θάνατο ενός από τους Γιαγιάδες από προδοσία του κουμπάρου του. Κι αυτό το τραγούδι είναι του Κώστα Ρούκουνα (στίχοι και μουσική).

Στης Σάμος τα ψηλά βουνά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπασος λέγεται στην ντοπιολαλιά της Κύθνου η καπνοδόχος που έφτιαχναν από ένα κιούπι ή άλλο αναλόγου σχήματος κεραμικό σκεύος (συνήθως σπασμένο ή ελαττωματικό, μιας και τίποτα δεν πήγαινε χαμένο τις παλιές εποχές). Η λέξη ήταν σε χρήση και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων:

Στις Κυκλάδες (Άνδρος, Τήνος, Μύκονος κ.λπ.) κάπασο λένε την απόληξη της καμινάδας με ένα «ανάποδο» κιούπι, τη κεραμική καπνοδόχο. (από εδώ).

Κάπασος (από εδώ)

Συνώνυμα: Φλάρος, καμινάδα.

Αδελφάκια του φλάρου είναι και ο Κάπασος και η Καμινάδα! (από εδώ)

Μιά μικρή τραπεζαρία βρισκόνταν κοντά στην κουζίνα με τζάκι και τον "κάπασο" πάνω από τη στέγη (από εδώ)

Στην Κύθνο τη χρησιμοποιούσαν και μεταφορικά για πολύ ψηλούς ανθρώπους.

Για δες μπόι! Μωρέ μπράβο κάπασος!

Η ετυμολογία μου είναι άγνωστη. Πάσα συνεισφορά ευπρόσδεκτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ξίξα, ξίκης

Ξίξα στη Β. Ελλάδα, είναι η ελαφρόμυαλη, η λειψή και στο λεξικό βλέπω, -δεν γοίδα γιατί- ότι είναι το θηλυκό του ξίκης.

Συνώνυμο: χαζιά.

ξίκ (η)ς, ξίξα, ξίτκου· ξίκης, ανόητος, χαζός, ελαφρόμυαλος, [τουρ. eksik= ελλιπής].

Ο Ξη, σε σχόλιό του στο λήμμα ξίκικος, προτείνει την ορθογραφία ξύκης, ξύκισσα :

Στα Χιώτικα το ξίκικος λέγεται απλά ξύκης και είναι συνήθης χαρακτηρισμός, ιδίως για τούς κατοίκους του Βροντάδου. Θηλ. ξύκισσα , σαν α΄συνθετικό ξυκο- (ξυκοτράγουδα), ξυκομπές (πιό τούρκικη ευμολογία), σαν β' συνθετικό -ξυκος (θεόξυκος).
Γιατί με υ κι όχι με ι; Άν το ακούσεις ζωντανά προφέρεται ύψιλον (πιό παχύ) κι όχι ψιλό (γιώτα), με μισάνοιγμα στα χείλη (ξέρω, ξέρω ι-ψιλόν κλπ αλλά το υ προφέρεται παχύ) και επίσης σαν επώνυμο (άρα από παλιότερο παρατσούκλι) γράφεται με υ. Πιστεύω, παρά τους Μπάμπηδες κλπ οτι όσο μπορούμε να αποδώσουμε τον ήχο καποιου ι με το αντίστοιχο από τα δικά μας (που το καθένα προφέρεται αλλιώς) καλό είναι να το κάνουμε. Συχνά λέω μεγαλόφωνα μια λέξη και μου βγάζει την ορθογραφία της.

dryhammer εδώ κι εδώ

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα αυτή την παρατήρηση του Ξιου και θυμάμαι θαμπά μια διαφήμιση με κάποιον που πρόφερε έτσι το πρώτο i της Ζυρίχης, που και να μην ήξερες πώς γράφεται, θα έβαζες ύψιλον.

  1. Που ήσαν μαρή ξίξα;

  2. "Welcome to Βροντάδες, ξύκηδες, ούργιοι κι αγαλιάδες". (εδώ)

  3. -Ρε τι ωραια λεξη το σουρουκλεμε
    -εχω καλυτερες : Ξίκη, Σερσέμη, Μισκίνη
    -καινουργια ξενη γλώσσα;
    -Χαλκιδικιωτικα ΕΔΩ

  4. "Ας έρθουν να με πιάσουν" ΛΕΕΙ Η ΡΟΥΠΑ. ΣΩΣΤΗ ΑΝΤΑΡΤΙΣΑ. ΟΧΙ ΣΑΝ ΤΟΝ ΞΙΚΗ ΤΟ ΚΟΝΚΛΑΒΙΟ. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάτοικος της Σίφνου, λόγω της εφέσεως των Σιφνιωτών στην κατασκευή τσουκαλιών και σταμνιών. (Δες).

Πάμε απέναντι στους τσουκαλάδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κάτοικος της Ιστιαίας, επειδή θεωρείται ότι συνηθίζουν να λένε οι Ξηροχωρίτες τη φράση "και που λες". (Δες τα ακληρήματα του Μανόλη Σέργη).

**Κιαπλεδες***(και που λες), κοινώς σκατοχουργιατοι! (Φέισμπουκ)

Got a better definition? Add it!

Published

1.Ιδιωματισμός για την ακρίδα, σε χρήση στην Ήπειρο, σε περιοχές με επαφή με την αλβανική γλώσσα ή τα αρβανίτικα.

Ιούνιος 1932, Στα Μέγαρα έπεσαν σύννεφα από καρκαλέτσια, φάγανε όλα τα αμπέλια των Μεγάρων (Ιστορία των Μεγάρων)

2.Ο επίμονος βήχας, ο κοκκύτης, αναφερόμενος και ως κάρκαλος ή καρκαλέτζης ή καρκαλιάς.

Ο επίμονος και ιδιόρρυθμος βήχας, που σε περίοδο παροξυσμού κόβει την ανάσα, κάνει τη διαφορά και οδηγεί όλους στην ασφαλή διάγνωση: Καρκαλέτσι. Αλλιώς καρκαλιάς. (Χρήστος Παπακίτσος, "Το καρκαλέτσι και τα γιατροσόφια του", Τζουμερκιώτικα Χρονικά, 2012, σ. 28).

3.Μεταφορικά ο ψηλός και κάτισχνος άνθρωπος.

Τι καρκαλέτσι πήγε και παντρεύτηκε! Είναι σαν τη Μητρόπολη με τον Άγιο Λευτέρη.

Got a better definition? Add it!

Published

Το γατάκι στην ποικιλία της Κρήτης, καθώς και σε άλλες ποικιλίες, όπως της Σαλαμίνας. Χρησιμοποιείται και για άνθρωπο αδύναμο και τρυφερό.

Άντρες θαμαστούς εφτά ήπνιξα ωσάν κατσούλια (Μάρκος-Αντώνιος Φώσκολος, Φορτουνάτος, π. 1655, Δ´ 292· Δ´ 204).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο βρικόλακας στην ποικιλία της Σαλαμίνας και μεταφορικά ο άνθρωπος που δεν κοιμάται το βράδυ.

Σαν τον λουγκάτη απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Κούλουρης στη Σαλαμίνα είναι ο Αμπελακιώτης, ο κάτοικος του οικισμού Αμπελάκι, επειδή θεωρείται σκωπτικά ότι οι κάτοικοι του Αμπελακίου είναι απόγονοι των Περσών, οι οποίοι επέζησαν από την ναυμαχία του 480 π.Χ. και έμειναν στο νησί, για αυτό και έχουν υποτίθεται μη ελληνικό μεγάλο κεφάλι.

Παντρεύτηκε Πέρση κεφάλα.

Got a better definition? Add it!

Published