Further tags

Το ψυχοτρύγι (ή αλλιώς, ο τρύγος ψυχών όπως αναφέρει πρώτος ο κορυφαίος προφήτης Ablahadanabla), αναφέρεται στην πλήρη κυριαρχία κάποιου πάνω σε κάποιον άλλο.

Σε παραλληλισμό με παρόμοιες εκφράσεις, τρυγώντας την ψυχή κάποιου, τον «ποουνάρεις επικά», τον στέλνεις αδιάβαστο, τον αφήνεις σέκο.

Ως έκφραση, ξεκίνησε εμπνευσμένο από ατάκα πιθανώς του Mikeius στο faeenamalaka, όπου ένας πρόθυμος αρκούδος τρυγεί το κορμί του Fred.

Εξελίχθηκε ώστε να περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από απλώς ένα κορμί, καθώς εξ αποστάσεως (κοινώς από το ίντερνετ) δεν μπορείς να τρυγήσεις το κορμί κάποιου, αλλά μπορείς όμως να τρυγήσεις την ψυχή του, παίρνοντας ό,τι έχει αξία στην άβουλη υπαρξή του.

Άσε ρε φίλε, χτες το βράδυ έπαιζα με ενα καριόλη, δεν μπόρεσα να σηκώσω κεφάλι όλο το παιχνίδι. Μου τρύγησε την ψυχή ο πούστης. Ψυχοτρύγι όλο το βράδυ με πήγε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χάκερ με ψυχολογικά προβλήματα που μπορεί να φτάσει στο σημείο να κατασκευάζει ο ίδιος πολύπλοκους κώδικες προκειμένου να επιχειρήσει να τους σπάσει μετά.

- Άσ' τονα τον Κώστα, όλη μέρα στο pc φτιάχνει προγράμματα, ψυχάκερ κατάντησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άραβας που εμφανίζεται να καλεί στα κινητά όσων συνδυάζουν τις παρακάτω ιδιότητες:

  1. Είναι άσχετοι απο τεχνολογία
  2. Έχουν κινητό με μικρή οθόνη
  3. Ξεχνάνε μονίμως να το φορτίσουν

Φυσικά λέγεται και για πλάκα!

  1. - Παιδί μου για κοίτα λίγο, είναι ένας Άραβας που με καλεί αλλά δε μπορώ να το σηκώσω.
    - Άραβας;
    - Ναι, ο Χαμήλ Μπατάρ! Λες να 'ναι θαυμαστής μου;
    - Ποιός Χαμήλ Μπατάρ ρε γιαγιά! Η προειδοποίηση ότι το κινητό θέλει φόρτισμα είναι!
    - Δεν ξέρω εγώ απ' αυτά πουλάκι μου...

  2. - Ντουντουντουοοοορζζζ.
    - Τι 'ταν αυτό;
    - Κλήση απ' τον Χαμήλ Μπατάρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτίθεται πως επικοινωνεί με τον υπολογιστή του με τηλεπάθεια και πλασάρεται ως μέγας γνώστης για να εντυπωσιάσει, αλλά επί του πρακτέου είναι για τον πούτσοβιτς και γίνεται ως επί το πλείστον ρεζίλι! Ο ψευτοχάκερ δηλαδή.

- Μου είπε το μωρό να πάω να τη βοηθήσω να κάνει φορμάτ και εγκατάσταση προγραμμάτων...
- Εσένα;
- Της είπα ότι έχω μαύρη ζώνη στα κομπιούτερ ο μαλάκας. Δεν ξέρει ότι είμαι χάκσερ!
- Σωστόαστ! Πάρε καπότες φράουλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χακεράς, και, κυρίως, ο κρακεράς, που μας σπάει τα νεύρα γιατί μας έχει κάνει κάποια ζημιά ο κερατάς!

- Ο τύπος είναι χακερατάς, θα έχει μπει με κλώνους τώρα!
- Μη λες πολλά, γιατί μπορεί να σε χακέψει. (Από μπουρδελοσάιτ).

(από Khan, 20/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φωτοσοπιά, δηλαδή η επεξεργασία φωτογραφίας με photoshop, που λειτουργεί ως σουπιά, δηλαδή πονηρά, ύπουλα και «θολώνοντας τα νερά» και καλλιεργώντας ψεύδη.

Μεγάλη φωτοσουπιά η Πάμελα Άντερσον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φωτογραφία ή εικόνα που έχει υποστεί επεξεργασία στο Photoshop (άλλως γνωστό και ως φωτομάγαζο) ή οποιοδήποτε αντίστοιχο πρόγραμμα, όπως Corel.

Συνήθως αναφέρεται σε φωτομοντάζ (είτε για πλάκα, είτε στεγνά για παραπλάνηση του κοινού), ή σε διορθώσεις που αποκοπούν στο να φαίνεται ομορφότερο το εικονιζόμενο πρόσωπο/κορμί (από μοντέλες και τραγουδιάρες μέχρι δημοσιογράφους και πολιτικούς) - και όχι σε αθώα επεξεργασία τύπου «διόρθωση κόκκινων ματιών».

Ετυμ. (εν μέρει αντιδάνειο) < αγγλ. photoshop <
photo (= φωτογραφία) < photograph < ελλ. φως + γράφειν
+ shop (= μαγαζί) < παλ. αγγλ. sceoppa (= πάγκος πωλητή).

- Χαχα, την είδες την τελευταία φωτοσοπιά στη Σαλάτα Εποχής; Κολλήσανε τη μούρη του Κακλαμάνη σε πόστερ του Σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι. Μιλάμε, έκλασα στο γέλιο.

(κοιτάζοντας φωτογραφία περιοδικού)
- Πωωω, πολύ παιδί αυτή η Δούνια... Τούμπανο...
- Φωτοσοπιά είναι ρε στόκε, ξέρεις τι κυτταρίτιδα έχει αυτή κανονικά;
- Δηλαδή, άμα σου κάτσει, θα της πεις όχι, ε;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό ή ρήμα (κλίνεται όπως το fear).

Τρομάζω. / Ο τρόμος που καταβάλλει κάποιον όταν πρόκειται να εκτεθούν σε τρίτους φωτογραφίες αποδοκιμαστικού περιεχομένου.

Π.χ. φωτογραφίες:

  • ψωνίστικες
  • δήθεν
  • πειραγμένες απο photoshop
  • που φανερώνουν κόμπλεξ
  • σεξουαλικού περιεχομένου

Μην νοιώθεις φωτογραfeared, δεν θα δείξω πουθενά τις φωτό σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηλεκτρική οικιακή συσκευή που φτιάχνει κρύο στιγμιαίο καφέ, τον γνωστό φραπέ.

Φραπέ = γαλλικό δάνειο από την μετοχή παρακειμένου frappe' του ρήματος frapper, χαρακτηριστική ονομασία που έχει δώσει γάλλικη εταιρία στην κρύα μορφή του πασίγνωστου στιγμιαίου καφέ που παράγει και εξάγει σε όλο τον κόσμο.

Φραπεδάιζερ < φραπέ, εξελληνισμένος φραπές/φραπεδιά/φραπόγαλο (με μεγάλη περιεκτικότητα σε γάλα)

Παλιότερη γενικευμένη λέξη αναφερόμενη σε μηχάνημα γενικής χρήσης για ανάδευση και άλλων πόσιμων ή βρώσιμων ουσιών: μίξερ (δάνειο από το αγγλικό mixer)

- Ρε κοπέλα μου, περιμένω τόση ώρα το φραπέ. Πότε λες να το φέρεις;
- Σόρρυ, ρε μωρό μου, χάλασε το φραπεδάιζερ και τον έφτιαξα στο χέρι.

Κι αυτό φραπεδάιζερ είναι... (από Khan, 25/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφαρμόζω τον μετασχηματισμό του Φουριέ (Fourier transformation).

Αν ξέρεις πώς παέι το σήμα στο χρόνο φούριεσέ το και θα βρεις πώς πάει στη συχνότητα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified