Στα λαρισαίικα σημαίνει: «Συγγνώμη τι είπατε; Μπορείτε να επαναλάβετε;»
- Συγγνώμη κύριε, μήπως ξέρετε που θα μπορούσα να απευθυνθώ για να βρω το πλησιέστερο κέντρο υγείας εδώ στην περιοχή;
- Α;
Στα λαρισαίικα σημαίνει: «Συγγνώμη τι είπατε; Μπορείτε να επαναλάβετε;»
- Συγγνώμη κύριε, μήπως ξέρετε που θα μπορούσα να απευθυνθώ για να βρω το πλησιέστερο κέντρο υγείας εδώ στην περιοχή;
- Α;
Got a better definition? Add it!
Στα Λαρισαϊκά, ο Μάρτιος.
Σε φροντιστήριο αγγλικής, στη Λάρισα.
Καθηγητής: - Ο Γενάρς λέγεται January, ο Φλεβάρς February, o Μαρτς ώς έχει.
Got a better definition? Add it!
Το μικρό παιδί. Η λέξη είναι τουρκικής προελεύσεως, Küçük, που σημαίνει μικρός. Απαντάται συχνά στη Θεσσαλία ως κούτσκο.
Πού 'ν τα κούτσκα, έρνται ή τα χς χαμένα;
Got a better definition? Add it!
Κλασσική Θεσσαλιώτικη έκφραση, που ειπώθηκε σε τοπικό κανάλι της Λάρισας μεταξύ δύο ποδοσφαιριστών της ΑΕΛ, κατά τη διάρκεια ζωντανής συνέντευξης μετά το τέλος του αγώνα. Το ρήμα τηράω, -ω είναι το αρχαιοελληνικό κοιτάω, ενώ ο μούτος παραπέμπει στο αγγλικό mute, δηλαδή βουβός.
- Η ομάδα πραγματουποίησε μία αξιόλογ' εμφάνισ'...
(ψυθιρίζοντας στον συμπαίκτη που στέκεται δίπλα χάσκοντας)
Τήρα ρε μούτε, μάς παίρνουν τα βίντηα!!
Got a better definition? Add it!
Εκ πρώτης όψεως λέξη που παραπέμπει σε λαρισινό «αξάν» (προφορά) της λέξης «έτσι».
Θα μπορούσε βέβαια να είναι και παραφθορά της λέξης «έιτζ» προφερόμενη από άτομο που η ακοή του δεν είναι σε άριστη κατάσταση, ή από άτομο που η διάταξη της οδοντοστοιχίας του δεν του επιτρέπει να προφέρει σωστά ορισμένα γράμματα.
Λαρισινός επιστρέφει από την ξενητειά στην πατρίδα του και πατώντας στα πάτρια εδάφη αναφωνεί: Λάρ'σ Λάρ'σ σε είδα και λαχτάρ'σ!!
Η γιαγιά στην εγγονή: τι κάνει παιδάκι μου εκιός ο φίλος σου που είχε εκείνη την αρρώστια... το ετς;
Βλ. και: έτσι-γιουβέτσι, ...κι έτσι., έτσι, έτσι!
Got a better definition? Add it!
Το υγρό μέσα στο οποίο συντηρείται η φέτα (τυρί) και λέγεται πού αλλού; Στη Λάρ'σα!
- Θεία, τί να την κάνω 5 κιλά φέτα που μου έφερες; Θα μου χαλάσει.
- Βάλ' το στο γάρο κορτσούλι μ'!
Got a better definition? Add it!
Το πουλί μου. Μάλλον κρατάει από Λάρισα μεριά. Λέγεται είτε χαριτολογώντας σαν αντικατάσταση της προσφώνησης «πουλί μου» ή «πουλάκι μου», είτε πιο χυδαία σαν αντικατάστατο του γενετήσιου μορίου.
Το λένε πιο συχνά οι γιαγιάδες στα εγγονάκια τους, οι κοπέλες σε φίλους / φίλες, αλλά και οι σταρχιδιστές για όλους.
- Έλα πλιμ να φας το αχλαδάκι που σου καθάρισα.
- Άσε με ρε γιαγιά, έχω ήδη φάει 2 κοτόπουλα, μισή κατσαρόλα πατάτες, 3 χωριάτικες, 1 τζατζίκι, 4 τυριά, μισό καρπούζι, 2μισυ πεπόνια, μία γαβάθα μανταρίνια και 9 κάστανα.
- Στην ανάπτυξη είσαι πλιμ. Πώς θα μεγαλώσεις αν δεν τρως;
- 23 χρονών είμαι ρε γιαγιά.
(σχόλιο κάτω από φωτογραφία στο facebook μίας κολλητής στην άλλη):
- Α ώστε έτσι πλιμ! Εσύ έκανες τα μπανάκια σου ωραία και καλά, κι εγώ δούλευα στο γραφείο... Σε μισωωωώ!
(σχόλιο από blog)
- Ρε δεν γαμιέστε όλοι; Ένα έχω να πω εγώ... ΤΟ ΠΛΙΜ!!!
Got a better definition? Add it!
Η αιφνίδια απάντηση στην ερώτηση:
- Και τώρα;
Προφέρεται αργόσυρτα, ανακόπτοντας την όποια συνέχεια της συζήτησης.
Άνθισε στον λαρισαϊκό κάμπο στα 80s.
— Έφερα το τρακτέρ με την πλατφόρμα. Βούλιαξα στον δρόμο. Ήρθε ο Άρης και μ' έβγαλε. Αλλά άργησα.
— Καλά.
...
— Και τώρα;
— Σαν και τ' από τώρα.
Δες ακόμη: το άσπρο που κολλάει, εν πάση περιπτώσει, τι να λέει, δε θα 'ναι;.
Got a better definition? Add it!
Η λέξη αστρέχα είναι βασικά τεχνικός όρος. Αντιστοιχεί στο κομμάτι μιας στέγης - κεραμοσκεπής συνήθως - το οποίο εξέχει από τον κυρίως όγκο του σπιτιού για λόγους προστασίας από το νερό της βροχής.
Πλην όμως, χρησιμοποιείται συνήθως ως επίρρημα - κάποιος πάει αστρέχα - για να περιγράψει κάποιον που περπατάει κολλητά με τον τοίχο, μπας και φάει καμιά σταγόνα βροχής λιγότερη, και σπανιότερα και ως ρήμα - κάποιοι αστραχούν.
Η προέλευσή της είναι από την θεσσαλική ύπαιθρο, συναντάται όμως και σε άλλα μέρη της ελληνικής υπαίθρου.
Μα, να μην πάρω μια ομπρέλα μαζί μου, πήγαινα μια ώρα αστρέχα!
- Πήγες να δεις τις κότες;
- Ναι, έβρεχε και αστραχούσαν (δηλαδή ήταν έξω, αλλά κολλητά με το κοτέτσι για να προφυλαχθούν)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στα Καρδιτσιώτικα ως ντιβερλίγκες (ή ντιβερλίνγκες) εννοούνται οι βόλτες, τα δίχως ουσία σουλάτσα και σούρτα φέρτα..
- Άι πιδάκι μ' πού γυρουφέρνς όλη μέρα; Μαναχά για ντιβερλίνγκες ίσει....
Got a better definition? Add it!