Και κωλοφεράτζα. Τροπικό επίρρημα που συντάσσεται με ρήματα κίνησης (πάω, φέρνω κλπ.) και υποδηλώνει τη συντριπτική υπεροχή δια της βίας έναντι του άλλου.

- Τι έγινε ρε μπήχτη; Πλακώθηκες με το Μίμη στο Σύνταγμα;
- Ναι τον πούστη! Αλλά τον πήγα κωλοφεράντζα μέχρι το Μοναστηράκι για να στανιάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων πολύ μικρό / λεπτό πέος.

- Άσε μαλάκα Μπάμπη, βαράγαμε μια ομαδική με τα παιδιά το Σαββάτο και ο Τάκης είχε πολύ λεπτό πούτσο, σχεδόν τσιγάρο!
- Σώπα ρε μαλάκα, δεν τον είχα για κατσαβιδοψώλη τον Τάκη...

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξευτελίζω, γελοιοποιώ, νικώ με διαφορά, γαμώ βίαια / αδυσώπητα.

- Άσε μαλάκα παίζαμε Warhammer με τον μαλάκα τον χοντρό, αλλά τι να κλάσει ο φλώρικος ο στρατός του; Του έδωσα το κωλάντερο στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που πουλάει αέρα - κοροϊδεύει δηλαδή.

- Θα ψωνίσουμε από τον Τάκη;
- Τι λες ρε... απ' αυτόν τον κουραδέμπορα;

Got a better definition? Add it!

Published

Το γαμώ κατά τους γαύρους (Ολυμπιακούς).

- 4 βάλαμε στο βάζελο χθες.....
- Ναι ρε μεγάλε... τους γαυρίσαμε!

Βλ. και έχει γαβριάξει, γαύρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοβάμαι πάρα πολύ, τρομάζω, νιώθω πάρα πολύ μειονεκτικά.

-Μαλάκα, και εκει που οδηγούσα πετάγεται από το στοπ ένας μαλάκας! Τελευταια στιγμή σταμάτησα. Ρεύτηκα πινέλα, νόμιζα πως θα είχα σκοτωθεί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O μάγκας. Συνηθίζεται απο έφηβους που ξεκινάνε το κάπνισμα σε μικρή ηλικία συγκρίνοντας τις μάρκες τσιγάρων που καπνίζει ο καθένας.

Mάκης: - Tα <μάρκα> γαμάνε, έχουν τον καλύτερο καπνό!
Μπάμπης: - Winston αναρχία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης αναφέρεται σε άτομα που ασχολούνται μανιωδώς με video games.

Μαλάκα κοίτα τον Μάκη όλη μέρα WoW παίζει, είναι τελείως καμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκασμάς είναι αγροτικό εργαλείο, αναφέρεται σε άτομα με προεξέχοντα τα μπροστινά πάνω δόντια.

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που την πέφτει σε όποιο θηλυκό βρεθεί μπροστά του, που δεν αφήνει ήσυχη ούτε θηλυκιά γάτα. Συχνά, είναι παράλληλα και χταπόδι.

- Έρχεται ο Μίμης...
- Ο πέφτουλας; Κρύψτε τα γυναικόπαιδα, γρήγορα!

(από manitsa, 11/02/11)

Δες και καραπέφτουλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified