εκεί που μιλάγαμε, έφυγε πατησιώτικα

Φεύγω χωρίς να χαιρετήσω, πουλεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Μήτσο έχεις μεγάλο σπίτι;
- Ναι, είναι αρκετά ευήλιο, και μάλιστα και πολύ ευγάμηστο;)

Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσουμε ένα τόπο-χώρο που προκαλεί των-την ληπτη σε γεματες σεξουαλικες συζητήσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός/ή που πίνει το γάρο χωρίς να θυμηθεί να το πασάρει στους υπόλοιπους ή το κρατάει για ώρα στα χέρια του πίνοντας.

Συνώνυμο του: καβατζόπουστας

- Άντε ρε μαλάκα κροκόδειλε γύρνα το, το πάτωσες
- Σόρρυ ρε ξεχάστηκα

- Ρε πήρε ο Πελοπίδας λέει έρχεται
- Οοοο σκάει ο κροκόδειλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης πιο κοφτά κι απότομα: καλό παιδί - καλό Πάσχα.

Έκφραση με την οποία απαξιώνεται ο χαρακτηρισμός "καλό παιδί" όταν χρησιμοποιείται ως εύσχημη υπεκφυγή προκειμένου να μην ειπωθεί ρητά για το "καλό παιδί" ότι δεν έχει εκτός από την καλοσύνη τις άλλες, τις πιο επιθυμητές και ουσιαστικές ποιότητες. Το "καλό παιδί" είναι ίσως η πιο κλάσικ καλία της νεοελληνικής και υπάρχει στο σλανγκ σε δυο καλά λήμματα: καλό παιδί και είναι καλό παιδί. "Καλό παιδί = καλό Πάσχα", δηλαδή, κάτι τόσο τετριμμένο και χωρίς αντίκρισμα και άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε όσο η σχετική ευχή για τη θρησκευτική εορτή (η ευχή "καλό Πάσχα" χρησιμοποιείται γενικά με την έννοια "χαμένη υπόθεση", όπως και τα χαιρετίσματα... και τα λοιπά συνώνυμα που υπάρχουν εκεί).

Τα λαϊφστάλιν περιοδικά και ιντερνέτια δεν παύουν να αναλύουν το γιατί των κοριτσιών δεν τους κάνουν κούκου τα "καλά παιδιά" (ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΡΕΣΟΥΝ ΤΑ ΚΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ;). Στο σκυλάδικο όχι απλά το καλό αλλά "το καλύτερο παιδί" κλαψομουνιάζει ενάντια στην καλοσυνάτη μοίρα του. Ακόμα και ο Γιάννης από τους Απαράδεκτους απορρίπτει μετά βδελυγμίας και φανατισμού τη νύφη που του προξενεύει η θεία Βιργινία και η οποία έχει μόνο προσόν την "καλή ψυχή". Και κυρίως, οι γονείς αυτής της χώρας τρέμουν στο ενδεχόμενο, όταν ρωτήσουν τη δασκάλα για το πώς τα πάει το παιδί τους στα μαθήματα, αυτή να τους απαντήσει ότι είναι ... καλό παιδί. Σε αυτήν την περίπτωση, ειδικά... καλό παιδί και καλό πάσχα.

Ο Γιώργος; Καλό παιδί και καλό Πάσχα… (για τον Γιωργάκη Παπανδρέου, όπου Γιώργος και Μάλαμα).

Καλό παιδί και καλό Πάσχα: Ο Κώστας Καίσαρης γράφει για τον Παναθηναϊκό ,τη θέση του τεχνικού διευθυντή και τον Τάκη Φύσσα που είναι μεν καλό παιδί, αλλά δεν κάνει για αυτό το ρόλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικότερα η έκφραση "για να σφίγγουν (λίγο) οι κώλοι" χρησιμοποιείται με τη σημασία "προληπτικά, για να προλάβουμε κάτι ενοχλητικό".

Καλού - κακού ρίξε και καμιά παρταριά για να σφίγγουν και λίγο οι κώλοι!
(πηγή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το σαράντα χρόνια τούρκικα.

Ρετρό, εξαφανισμένη πλέον έκφραση που σήμαινε μεγάλο χρονικό διάστημα, αδικαιολόγητη καθυστέρηση, υπέρ το δέον χρονοτριβή. Κάποιοι περιμένουν ακόμα το ξανθό γένος να μας σώσει.

Για μιά πιθανή ερμηνεία της φράσης βλέπε το α' παράδειγμα. Ο γούγλης δεν έδωσε τίποτα, αλλά δεν είχα στη διάθεσή μου και ρούσικες ώρες να ψαχουλεύω τα ιντερνέτια. Οπότε βρήκα απ' αλλού.

-Του Αβράμ και του Ισάκ τα καλά έχει εκείνη η Άγια Ρωσία, έμαθε η Άννα να λέει απ' τη γιαγιά της, και τον Παράδεισο τον φανταζόταν στη Ρωσία, όπου όλα ήταν μεγάλα και πλουσιοπάροχα και ατέλειωτα, ακόμα και οι ώρες. "Ρούσικες ώρες έκανες ως που να με το φέρεις", έλεγε η Λωξάντρα στο μπακαλάκι όταν αργούσε.

Μ. Ιορδανίδου, Διακοπές στον Καύκασο, εκδ. Εστία.

Η ώρα έξι το απόγευμα (17 του Αυγούστου) θα γινόταν η έναρξη. [...] Η σάλα είναι φίσκα όπως είπα. Κι όμως ακόμα έρχεται κόσμος πολύς. Βουητό χαρούμενο, φως θαμπωτικό παντού. Είναι η ώρα 7 κι ακόμη δεν άρχισε το συνέδριο. Ρούσικη ώρα!

Κ. Βάρναλης, Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ, εκδ. Αρχείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τα κλάματά του είναι του κώλου.

Πάρε εδώ ένα κλαψοκώλη, να βάζει προληπτικά τα κλάματα on camera,
μη τυχόν και δεν περάσουν τα νέα μέτρα λιτότητας:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

υποκοριστικό του σκριπτ

- κομμάτι κωδικά γλώσσας προγραμματισμού (συνήθως μικρής έκτασης) γραμμένο σε γλώσσες με διερμηνέα (python, perl, bash κ.α.)

σκατά μπακάπ τράβηξε το σκριπτάκι σου, κάτσε ξαναγράψτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη πασπαρτού που χρησιμοποιείται για να κατονομάσει αντικείμενα ή συσκευές που είτε δεν έχουν όνομα είτε το αγνοούμε.

Συνήθως χρησιμοποιείται για αντικείμενα τα οποία εκπληρώνουν κάποιο σκοπό.

- Δεν μπορούσα να μετρήσω των πυκνωτές και έφτιαξα ένα λαλάκι για να το κάνω.
- Τι λαλάκια και λαλακίες μου λες, γέφυρα λέγεται.

- Χρειαζόμαστε ένα λαλάκι να μεταφέρει τα δεδομένα από τον σέρβερ.
- Εφαρμογή ή σκριπτάκι θες;

Πρβλ. και μαρκούτσι (και τα αναφερόμενα εκεί λήμματα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

λαλάκια: χρήματα, λεφτά. Χρησιμοποιείτε στην πάτρα.

«Τέλος τα λαλάκια, τέλος και η αγάπη», πατρινιά εγκατάλειψε το συνοδό της στην Κωνσταντινούπολη όταν έμεινε ρέστος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified