Πέρα από τον κλασικό ορισμό του ρήματος φορτώνω, μπορεί ενίοτε να χρησιμοποιηθεί και σαν υπονοούμενο για συνουσία.

- Τι έγινε αδερφέ μου με τη γκόμενα; - Θα το φορτώσω απόψε!

- Τι κάνεις απόψε; Θέλω να σε φορτώσω.

Πολλές φορές το συναντάμε στην ίδια συζήτηση συνοδευόμενο από λέξεις όπως κλαρκ ή κοράσιο. Όταν συμβεί αυτό, σίγουρα κάποιος πάει να φορτώσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1) Λέξη η οποία χρησιμοποιείται έντονα από άτομα που δυσκολεύονται να πουν το «ρ», ή τυχαίνει να πατήσουν το «ε» αντί του «ρ», και σημαίνει «προτείνω».

2) Λέξη που χρησιμοποιείται από αρσενικά για να δείξουν ποιο θηλυκό προτιμάνε ανάμεσα σε δύο.

- Ρε συ, μπάνικα τα γκομενάκια απέναντι, ποια σου αρέσει περισσότερο;
- Πεοτείνω προς τη δεξιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θηλυκό του οποίου τα χαρακτηριστικά είναι τέτοια ώστε ούτε άσχημη δεν είναι αλλά ούτε και θεά, αλλά άνετα κάποιος θα ήθελε να έρθει σε σεξουαλική επαφή μαζί της. Σε περίπτωση τώρα που το θηλυκό μπορεί να προκαλεί τα αρσενικά στο να θέλουν πολύ έντονα να έρθουν σε σεξουαλική επαφή μαζί της, είτε λόγω χαρακτηριστικών είτε λόγω χαρακτήρα, τότε η κοπέλα θεωρείται άκρως ιππεύσιμη.

- Ωραίο το μωρό που κάθεται απέναντι ρε φίλε... Ιππεύσιμο!
- Καλό είναι, αλλά αυτό που περνάει τώρα φίλε την πατάει... άκρως ιππεύσιμη η κοπέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεζιάκι ἤ τεζάκι.


Ἐπίσης τεζιάχι ἤ τεζάχι ἐδῶ

"Το τεζιάκι, [ουσιαστικό], ξύλινος πάγκος στον οποίο τοποθετούνταν τα μπουκάλια με τα ποτά του καφενείου, αλλά και τα ποτήρια, τα φλιτζάνια του καφέ, καθώς και τα πήλινα και εμαγιέ πιατελάκια τους. Κάποιες φορές ήταν φτιαγμένο από πεντελικό μάρμαρο με σκαλιστές λεπτομέρειες, γούρνα από χαλκό, βρυσάκια-δοκιμαστές αλλά και ειδική θέση για τα χρήματα.

Στα παλαιά καφενεία συχνά, ήταν κατασκευή που περιβάλλονταν από ένα είδος ξύλινου τέμπλου, γεμάτο ράφια στολισμένα με μικρά μπουκαλάκια ποτών, όπου ετοιμάζονταν ο ο δίσκος με την παραγγελία, και αποτελούσε τον προσωπικό και συνήθως άβατο για τους πελάτες, χώρο του καφετζή." ἐδῶ

Στο τεζιάκι συνήθως βρισκόνταν κι ο μπεζαχτάς, το ταμείο δηλαδή του καφενέ.

Ετυμολογία

τεζιάκι < τουρκική tezgâh < περσική دستگاه (dastgāh) 

ἐδῶ

"... και πήγε και θρονιάστηκε ολομόναχος, στο βάθος, πλάι στο τεζιάκι του καφετζή", Νίκου Καζαντζάκη, "Ὁ Καπετάν Μιχάλης"

"πετάχτηκε από το τεζιάκι και έτρεξε να τον καλωσορίσει", Νίκου Καζαντζάκη, "Ὁ Χριστός ξανασταυρώνεται".

"ὁ δὲ Μιχάλης ἔλαβε τὴν βοτίλιαν τῆς μαστίχας ἀπὸ τὸ τεζάχι καὶ ἤρχισε νὰ πίνῃ ἡδονικῶς εἰς μεγάλας δόσεις." Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, "Βαρδιάνος στὰ σπόρκα"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἡ ἔκφραση σημαίνει ὅτι τρεῖς μοιράζονται κάτι. Συνήθως ἀναφέρεται σὲ περίεργες ἤ ἁμαρτωλὲς καταστάσεις, τρίγωνα καὶ τὰ τοιαῦτα,

Γύρω γύρω τρεις στο γύρο αμαρτήσαμε, γύρω γύρω δυο για σένα την πατήσαμε

Στίχοι ἀπὸ τὸ τραγοῦδι Γύρω-γύρω

ἀλλὰ ὄχι πάντα.

- Δὲ μοῡ λὲς, τὴ βάρκα τὴν ἔχετε τρεῖς στὸ γῦρο; - Τὶ νὰ κάνω, ἀφοῦ δὲν εῖχα λεφτὰ νὰ τὴν πάρω μοναχὸς μου.

Ἡ ἔκφραση εἶναι αρκετὰ παλιὰ, τὴ θυμᾶμαι ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ '50. Μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ πιὸ παλιὰ (τὸ πιὸ πιθανό).

Πάντως τὸ 1978 ὑπῆρχε ὁμώνυμη τηλεοπτικὴ σειρὰ στὴν ΥΕΝΕΔ.

Τρεῖς στὸ γῦρο

σλανγκασίστ: στη γύρα (ὁρισμὸς titsunited/σχόλιο xalikoutis)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίτηδες, σκοπίμως. Από το ταυτόσημο (και πολύσημο) τουρκ. mahsus.

Το βρίσκω στη ντοπιολαλιά της Λέσβου, και μάλλον παίζει / έπαιζε και Βόρεια Ελλάδα, αν κρίνουμε από την καταγωγή του συγγραφέα του β' παραδείγματος. Ενστικτωδώς μου κάνει κάτι αποχρώσεις παλιομοδίτικης, κλασικής αστικής αργκό. Σαν το ταραφιντάν που είχα γράψει παλιότερα. Ας πει όποιος ξέρει.

«Βρε…το ʹκανα…επίτηδες… (…)»
«Βρε, τι επίτηδες και μάξους ! Δε σε βλέπαμε που ξεφύσαγες ίδιο παπόρι της στεριάς ;» «Μαξούς» σημαίνει «επίτηδες», όπως λέει κι εδώ.

Από διαδικτυακή συζήτηση.

Σήκωσα το σάκο με το 'να χέρι, τον πέταξα στην προκυμαία κι ύστερα μ' ένα λεβέντικο σάλτο βρέθηκα κι εγώ πάνω στο τσιμέντο. 'Ημουν πιά στη φυλακή! Σήκωσα τα μανίκια μου, έτσι μαξούζ, για να φαίνεται το τατουάζ που είχα στον αριστερό μου βραχίονα κι ύστερα με μιά κίνηση χαμάλη ή μπετατζή ή φορτοεκφορτωτή, ανθρώπου σκληρού δηλαδή και μαθημένου, άρπαξα το σάκο, το φόρτωσα στον ώμο μου και προχώρησα προς την έξοδο του λιμανιού όπου ήταν και η πρώτη σκοπιά.

Γιώργος Κάτος «Τα καλά παιδιά» (εκδ. Καστανιώτης 1992, α' έκδοση 1980).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φέρων τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας ομάδας συνήθως εναλλακτικής και αντεργκράουντ αλλά ταυτόχρονα ίν.

Ο φασαίος δηλαδή δε μπορεί να ανήκει σε μια αφανή εναλλακτική ομάδα με λίγους υποστηρικτές. Αντιθέτως, ανήκει σε ομάδες που ενώ αυτοχαρακτηρίζονται αντεργκράουντ, τα εξωτερικά τους γνωρίσματα υιοθετήθηκαν από πολλούς καταλήγοντας έτσι μέινστριμ (βλέπε μούσι, τατού).

Η ιδιότητα του φασαίου ωστόσο δεν περιορίζεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα αλλά στο γενικότερο άτιτιουντ. Ο φασαίος απαντάται σε συγκεκριμένα μαγαζιά-στέκια όπου συχνάζουν άλλα άτομα «της φάσης του», έχει συμβατά μουσικά ακούσματα με «τη φάση», πηγαίνει διακοπές σε συγκεκριμένα μέρη κλπ.

Τελευταίο και σημαντικότερο, η ιδιότητα του φασαίου δε συνίσταται στην εξωτερική εμφάνιση και στο άτιτιουντ από μόνα τους αλλά στην έλλειψη κοινωνικής ζωής και προσωπικότητας εκτός «της φάσης του». Ο φασαίος ζει, αναπνέει και τρέφεται μέσα από «τη φάση» και δε μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτή. Έτσι, ακόμα και αν κάποιος φέρει κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα φασαίου, εάν κινείται με την ίδια ευκολία έξω από τον φασαίικο κοινωνικό κύκλο, εάν έχει άλλα πράγματα και ασχολίες που τον γεμίζουν πέρα από αυτόν, δε μπορεί να χαρακτηριστεί εξολοκλήρου φασαίος.

- Πού 'σαι μαν μου? Πάμε Γκάζι το βράδυ?
- Μπα, όχι. Έχω βαρεθεί όλους τους φασαίους εκεί πέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και βεβαίως θηλυκό μακαρίτισσα, δεν έχουν μόνο οι γκόμενες μακάβριο χιούμορ :) Πιστεύω μάλιστα ότι η λέξη πρωτοχρησιμοποιήθηκε στο θηλυκό - ή μάλλον μπορώ να σας βεβαιώσω ότι εγώ την πρωτοάκουσα σε θηλυκό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὀνομασία ἀρκετῶν τοπωνυμίων στὸ μείζονα ἑλληνικὸ χῶρο μἐ πρῶτον τὸν Γαλατᾶ τῆς Κωνσταντινούπολης, ποὺ πιθανὸν ἦταν ἡ αἰτία νὰ ὀνομαστοῦν ἔτσι καὶ κάποιοι ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους, ἐξ αἰτίας τῆς παρόμοιας τοπογραφίας τους (βρίσκονται ἀπέναντι σὲ κύριους οἰκισμοὺς). Αὐτὸ λοιπὸν τὸ χαρακτηριστικὸ, ἡ ἔμμεση ἀναφορὰ/παραπομπὴ τῶν οἰκισμῶν αὐτῶν στὴ βασιλεύουσα, δίνει στὴν ὀνομασία τους ἕναν ἰδιωματικὸ χαρακτήρα καὶ ἐπιτρέπει κττμγ νὰ τοὺς συμπεριλάβουμε στὸν ἱστότοπο.

Ο Γαλατάς (Galata) είναι κεντρική παράλια περιοχή με λιμενικές εγκαταστάσεις της Κωνσταντινούπολης, που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά και άκρη του Κερατίου κόλπου.
Γαλατᾶς Κωνσταντινούπολης ἐδῶ

Χαρακτηριστικὸ του εἶναι ὅτι βρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὴν παλιὰ Κωνσταντινούπολη, ἐξ οὗ καὶ ἡ ὀνομασία Πέραν:

Το αρχικό όνομά της περιοχής ήταν Συκεαί ενώ επίσης αποκαλούνταν "Πέραν εν Συκεαίς" από όπου προήλθε και η ευρύτερη ονομασία Πέραν.

ἐδῶ.

Ἀντίστοιχη τοπογραφία ἔχει καὶ ὸ Γαλατᾶς τοῦ Πόρου, ποὺ βρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὸν οἰκισμὸ τοῦ Πόρου ἐδῶ.

Γαλατᾶς Πόρου.

Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ Γαλατᾶ Αἰτωλοακαρνανίας ποὺ βρίσκεται ἀπεναντι ἀπὸ τὴν Πάτρα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ συνοικισμὸ τοῦ Γαλατᾶ στὴ Δρυοπίδα τῆς Κύθνου ποὺ βρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὸν κύριο οἰκισμὸ τοῦ χωριοῦ.

Ὁ Γαλατᾶς στὴ Δρυοπίδα τῆς Κύθνου

Ψάχνοντας στὸ γούγλη βρῆκα κι ἄλλα τοπωνύμια μὲ τὸ ὄνομα Γαλατᾶς (στὰ Χανιὰ, στὸ Ἡράκλειο, στὴν Ἀρκαδία, στὴν Κορινθία καὶ στὴν Πρέβεζα, πλὴν ὅμως δὲν γνωρίζω τὴν τοπογραφία τους. Ὅποιοι τυχὸν γνωρίζουν ἄς μᾶς ποῦν ἄν ταιριάζουν στὸ τοπογραφικὸ σχῆμα ποὺ προανέφερα.

Δέν πάγω πιὰ στὸ Γαλατᾶ μὲς τοὺς παληκαρᾶδες
ποὺ παίζουνε τὸ μπαγλαμᾶ καὶ γύρω οἱ λουλᾶδες

Πολίτικο ζεϊμπέκικο τραγουδισμένο ἀπὸ τὸν Ἀντώνη Διαμαντίδη (Νταλγκᾶ) στὰ 1928.

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ

σλανγκασίστ barbarosa (γαλατάς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω χάσει το μυαλό μου με δύο διαφορετικούς τρόπους.

μού'χει στρίψει

Έχω τρελαθεί με την κακή έννοια. Τελώ υπό καθεστώς μανίας, καταστροφικού θυμού, ερεβώδους κακίας και βρίσκομαι ένα βήμα πριν την πύρινη λαίλαπα της σχιζοφρένειας, άμα αυτό συμβαίνει πολύ τακτικά. Σε ένα τυχαίο βίαιο υπέρ το δέον ξέσπασμα, αυτή η άτις μπορεί να προκαλέσει μιαν ύβρι που το κάρμα θα την επιστρέψει. Ο δράστης έχει το ακαταλόγιστο γιατί το πνεύμα του έχει διαβληθεί από σκοτεινές δυνάμεις. Η βίδα όταν έχει στρίψει παραπάνω απ'όσο πρέπει στο μηχανισμό που βρίσκεται, τον πιέζει παραπάνω με αποτέλεσμα να ασφυκτιά από την ακαμψία και την έλλειψη μπόσικων με κίνδυνο αν χτυπηθεί ή δεχτεί ποικίλες εξωτερικές δυνάμεις να σπάσει - τον καθιστά το υπερβολικό στρίψιμο εκ των προτέρων εύθραυστο. Έτσι και ο άνθρωπος καταρρέει από το συναισθηματικό βάρος και τρελαίνεται όταν δεν έχει την ανοχή που χρειάζεται για να αντέξει κάποια πίεση και κατόπιν εκρήγνυται καταστροφικά σαν ηφαίστειο που ξυπνά με απρόβλεπτες συνέπειες.


- Θα πάω να τόνε σφάξω τον πούστη! Τον αρχιψεύταρο! Δύο χρόνια τώρα με δουλεύει! Κάτσε και θα τον τακτοποιήσω εγώ...
- Πού πας θεοπάλαβη με το μαχαίρι; Σού'στριψε τελείως;
- ΑΕΡΑ! ΦΕΥΓΩ! Ξεφτιλισμένε άντρα, ήρθε η ώρα σου!!!

μού'χει λασκάρει η βίδα

Έχω χαζέψει. Εδώ η έκφραση απαντά συνηθέστερα πλήρης σε αντίθεση με την παραπάνω που η βίδα εννοείται. Όπως το ασφυκτικό της σφίξιμο σε ένα μηχανισμό τον θέτει σε κίνδυνο έτσι και το υπερβολικό λασκάρισμα αφήνει χαλαρά τα συναρθρωθέντα μέρη, θέτοντας τα σε κίνδυνο διάλυσης. Έτσι η βίδα που συγκρατεί τα πράγματα στη θέση τους, όταν είναι στον εγκέφαλο και λασκάρει, κακά τα μαντάτα γιατί χάνει στροφές. Προμηνύεται ουφοποίηση, μαλάκυνση ίσως και ατσχάι. Συνήθως ένας με λασκαρισμένη βίδα είναι ευχάριστος για παρέα, όταν δε βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου και κάπως γίνεται κάποια ψευδοσυνεννόηση που δεν είναι να την πάρεις στα σοβαρά γιατί καταλήγει χαλασμένο τηλέφωνο και μόνο για το χάι και για να σπάσεις πλάκα την επιδιώκεις.


- Καλά, χάζεψες; Τόση ώρα που σε χαιρετάω, δε με πήρες χαμπάρι;
- Όχι. Να εδώ καθόμουν και χαλάρωνα και δεν πρόσεχα...
- Άμα λέω γω ότι σού'χει λασκάρει...Να, μια βίδα! Από σένα έπεσε!
- Όχι ρε, απ'το πολυκατσάβιδο. Το'χα πριν στο χέρι μου και έπεσε. Να, είναι μαγνητικό. Τσουπ! Το' πιασε.
- Τί θα σε κάνω πού'σαι εκτός θέματος και αλλού ντ'αλλού; Έλα, πάμε και μας περιμένουν τα παιδιά...
- Είχαμε δώσει ραντεβού;
- Όχι. Γιατί σε χαλάει;
- ...
- Ε, τότε τί το κουβεντιάζουμε; Πάμε να τους βρούμε!

Got a better definition? Add it!

Published