Φράση που ειρωνεύεται τους ανίδεους μιας κατάστασης που όμως έχουν και το θράσος να εκφέρουν άποψη και ελαφρά τηι καρδία/ι. Έτσι μπορούν να νομίζουν ο τι θέλουν μέχρι να μπλέξουν κι αυτοί και να δουν εκ των έσω τί ισχύει και τί όχι και τί τελικά μπορεί να γίνει. Και επειδή η φαιδρά πορτοκαλέα κάνει τους δράττοντες τους καρπούς της να νομίζουν πώς μπορούν νά'χουν και σωστή άποψη (από + όψη) για κάτι κυριολεκτικά ή μεταφορικά που δεν έχουν καν δει από κοντά, ο εκάστοτε επηρμένος τα βρίσκει σκούρα όταν πραγματικά μπει στα πράγματα και ο υψηλός εγωισμός ταπεινωθεί και τον αναγκάσει να αναθεωρήσει. Διότι μέσα στο χορό φαίνονται τα στραβοπατήματα και αν πράγματι μπορούσε να κάνει ο ίδιος καλύτερα τα πράγματα.

- Γιατί ο μαλακισμένος δεν της το λέει ότι θα παντρευτούνε τότε, παρά την έχει φλομώσει στο "σε λίγο" και στο "σύντομα". Παρά τους δύσκολους καιρούς μας, αυτός δόξα τω Θεώ, δεν έχει κώλυμα από πουθενά...
- Απ'έξω απ'το χορό πολλά τραγούδια ξέρετε να λέτε κι οι δυο σας... Και που ξέρεις τί ακριβώς τρέχει και δεν το έχει πει;
- Θα με τρελάνεις κι εσύ τελείως; Το δικηγόρο του διαβόλου παριστάνεις;
- Όχι. Απλώς λέω ότι μπορεί να υπάρχει και κάτι άλλο που το καθυστερεί απ'το να γίνουν συντομότερα τα πράγματα. Δικό του. Μην τρελαίνεστε και χαλάτε τη ζαχαρένια σας. Ποιος ο λόγος κι εσύ μωρέ Ξανθίππη, που τό'χεις πάρει τόσο πατριωτικά; Αφού δεν πρόκειται για σένα...
- Μην ξεχνάς Ρουλάκι, πως είναι ξαδέρφη μου. Και τί ξαδέρφη μου... Αδερφή μου, αφού το'φερε η μοίρα να μεγαλώσουμε μαζί. Πολλά τραγούδια ξέρω γιατί νοιάζομαι για το μέλλον της και φοβάμαι μην αποδειχτεί γκασμάς ο μέλλοντας γαμπρός κι η σκασίλα της αναμονής γίνεται για το τίποτα εξαιτίας του...
- Να δεις που δεν τρέχει τίποτα και στο τέλος θα σου πέσει η μύτη μ'αυτά που λες τώρα...
- Αυτό λέω κι εγώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καουμπόης. Ο βλάχος που δεν έχει βγει ποτέ απ'το χωριό, σπανίως βλέπει κάτι παραπάνω από τα βυζιά της αγελάδας του ή ο, τι άλλο ζωντανό έχει και το σιάζει και το γάλα που των αρμέγει, αλλά παράλληλα είναι ονειροπόλος. Τα όνειρά του άσπρα. Η συνείδησή του άσπρη. Η επίγνωση για την πραγματικότητα εκτός των στενών ορίων της δικής του κι αυτή λευκή και άγραφο χαρτί. Γενικότερα, ο αθώος, ο αγνός άνθρωπος που μπορεί ακόμη και σαν όλα τα καλά παιδιά να πίνει ακόμα γάλα, ο αφελής (επαρχιώτης στα μυαλά). Το κούτελό του είναι καθαρό και η συνείδησή του πανάλαφρη. Οι πιο περπατημένοι και παθιάρηδες χαρακτηρίζουν τους ολίγον τί φλωρίζοντες έτσι. Είναι ταπεινός, αλλά μπορεί ο όρος να περιγράφει και τον κακώς εννοούμενο βλάχο, το βλαχαδερό, τον (και κοινωνικά) καθυστερημένο.


1.- Να'τος ο Φανούρης! Κατεβαίνει την πλαγιά και θαρρεί πώς θα κατακτήσει τον κόσμο...
- Τρομάρα του... Λέει πως θα κατέβει στην πόλη να βρει νύφη! Μα κοίτα τόνε πώς κορδίζει!... Να χεστεί απ'τη χαρά του είναι έτοιμος!
- Είναι γαλατάς μεγάλος και θα τόνε πιάσουνε κορόιδο οι παστρικές κι οι αετονύχηδες... Πάει με όνειρα κι ελπίδες και θα του πέσει ο ουρανός στο κεφάλι. Δεν ακούει ότι δεν είναι γι'αυτά, για πονηριές... Άσ'τονε να πάθει για να μάθει!
2.- Είπα του Δημήτρη να περάσει από δω να μου δείξει πέντε πραγματάκια που δεν ξέρω με τούτο δω το μαραφέτι...
- Άσε με, μωρέ με κείνονα το γαλατά... Μα είναι δυνατόν να περιμένεις σοβαρή δουλειά απ'αυτόν τον ανισόρροπο; Θα σ'το χαλάσει και θα κλαις. Έτσι την πάτησα κι εγώ. Πήγαινε σε κάναν ειδικό καλύτερα...

Got a better definition? Add it!

Published

Δεν πρόκειται βέβαια για κάποια συγκεκριμένη ώρα κατά την οποία προτιμά να συνουσιάζεται η συμπαθής φυλή των Ρομά, αλλά για "εξυπνακίστικη", "πληρωμένη" απάντηση στην ερώτηση "τι ώρα είναι;".

Για να εντυπωσιάσουμε το συνομιλητή μας, ή πολύ απλά επειδή δεν έχουμε ρολόι. Βλέπε και η ώρα που γαμούν οι σκύλοι.

- Πρέπει να έχουμε αργήσει, τι ώρα λες νά 'ναι;
- Η ώρα που γαμιούνται οι γύφτοι! Που θες να ξέρω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαμάω τους περίεργους

"Πληρωμένη" απάντηση στην ερώτηση "τι κάνεις;" ή "τι δουλειά κάνεις;"
Λέγεται συνήθως:
1. Όταν ο άλλος έχει καταντήσει τσιμπούρι με τις ενοχλητικές και αδιάκριτες ερωτήσεις του και θέλουμε να τον ξεφορτωθούμε με όχι και πολύ... ευγενικό τρόπο.
2. Χάριν αστεϊσμού μεταξύ κολλητών.

- Και δε μου λες, εσύ από πού τα ξέρεις όλ' αυτά και ανακατεύεσαι; Τι δουλειά κάνεις;
- Γαμάω τους περίεργους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τὸ παχνὶ, ἡ ταΐστρα τῶν ζώων στὴ ντοπιολαλιὰ τῆς Κύθνου. Παλιὰ τὶς ἔκαναν χτιστὲς ἀπὸ πέτρα, σὰν γοῦρνες, χρησιμοποιώντας πλάκες ἀπὸ σχιστόλιθο, τὸ χαρακτηριστικὸ πέτρωμα σὲ πολλὰ νησιὰ τῶν Κυκλάδων.

Ἀπὸ μιὰ σύντομη ἔρευνα στὸ γούγλη διαπίστωσα πὼς χρησιμοποιεῖται (σὲ διάφορες παρεμφερεῖς μορφὲς) καὶ ἀλλοῦ:

"μαντζαόρα [1709], μαντζαδούρα [1709], ματζαδούρα, μαντζαντούρα, ματζιαδούρα, μαζιαούρα, μανιαδούρα :αμαντζαδούρα, αματζαδούρα, παχνί". ἐδῶ

Ἐτυμολογία: ἀπὸ τὸ ἰταλικὸ mangiatoia ἐδῶ

"Ντὲ παλιόπραμα, ντὲ" ἀνεφώνησεν ὁ γέρων αἰπόλος, ταυτοχρόνως καταφέρων ἰσχυροὺς ραβδισμοὺς ἐπὶ τῶν νώτων τοῦ ὄνου ἐφ' οὗ ἐπέβαινεν.

"Οὕλη τὴ βδομάδα στὴ ματζαδούρα, Σαββάτο βράδυ στὴ πούντα", συνέχισεν, ἐλεεινολογῶν τὸ ζῶον διὰ τὴν συνήθειαν, τὸ ἔνστικτόν του μᾶλλον, "νὰ παίρνει τὰ βουνὰ", ὁσάκις ὁ πολιὸς πρεσβύτης εἶχεν χρείαν αὐτοῦ.

αἰπόλος: βοσκὸς

πούντα: πλαγιὰ, ἀλλὰ καὶ ἀκρωτήριο στὴ ντοπιολαλιὰ τῆς Κύθνου, προερχὀμενη ἀπὸ τὸ ἰταλικὸ punta: ἄκρο, αἰχμὴ, ἀκρωτήριο.

πολιὸς: ἀσπρομάλλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπέμπει στον μαλακοβιόλη και του μοιάζει στη μαλακία, με τη διαφορά πως αυτός εδώ είναι σε όλα του μαλάκας ακόμα και στη στύση του που είναι μελάτη. Κατ' επέκταση, ο άχρηστος σε όλα του, το μπάζο, το βάρος της κοινωνίας, το στείρο στοιχείο που δεν κολλάει πουθενά και κοροϊδεύει ξεγελώντας τους άλλους με την παρουσία του πως κάτι κάνει, κάπου βόσκει εδώ γύρω και επικοινωνεί, ενώ ζει σε άλλο πλανήτη. Εκ του μαλάκας + καβιόλης (τεχνητό β' συνθετικό για να παραπέμπει στο χαζοβιόλη από κάβλα/καύλα και βιολί).

Εναλλακτικός τύπος ο μαλακοκαβλιάς (καβλιάς -καβλιάρης, αλλά μαλάκας, δηλαδή καβλομαλάκας) που του φέρνει αρκετά: έχει μεν επιδόσεις στο κρεββάτι, αλλά δεν ξέρει που το δίνει, έχει χαζοχαρούμενο γκομενικό κριτήριο και κάνει χαζοχαρούμενο σεξ και κατά κανόνα είναι και πρόωρος εκσπερματιστής.

Συνώνυμος, ο μαλακοκάβλης.


- Ήμουνα με τον Τάκη της προάλλες και...
- Ποιον εκείνον το μαλακοκαβιόλη που δεν του σηκώνεται όπως πρέπει;
- ΑΥΤΟΝ! Το ξέρεις κι εσύ;
- Την είχα πατήσει κι εγώ μαζί του. Βέβαια, πολύ παλιά... Καλά, μιλάμε το άτομο είναι τελείως ούφο. Πιο ούφο, πεθαίνεις!

χαρακτηρισμός προσώπου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... δε μ - παθαίνεις πράμα

Όλα είναι δυνατά/ πιθανά. Κι επειδή είναι δύσκολο το τσίρι ενός ανθρώπου που δεν είναι μωρό ή μικρό παιδί να κάμει καμαρόλι, είναι δύσκολο για ότι κάνουμε, εξασφαλισμένο ή ριψοκίνδυνο να έχουμε δέσει το γάιδαρό μας πρώτα, γιατί όλα είναι θέμα πιθανοτήτων και όχι βεβαιοτήτων (0% ή 100%)λόγω ασταθμήτων παραγόντων. Κυριολεκτικά ξεκίνησε από την αδυναμία πετυχημένης στόχευσης σε τραύμα με ούρα (όπως τσίμπημα εντόμων του ίδιου του ατόμου που βρίσκεται σε άμεση ανάγκη από τη σύγχυση του πόνου και του δυνατού τσουξίματος και σε συνδιασμό με άσχετες στιγμές στις οποίες μπορεί να προκύψει και να φέρει σε αμηχανία το άτομο να παράσχει αυτήν την "πρώτη βοήθεια" στον εαυτό του σωστά π.χ.:οδήγηση και ακόμα χειρότερα ποδηλάτου ή μηχανής) που λόγω των ουσιών που περιέχουν αδρανοποιούν το δηλητήριο του κεντριού τους και ανακουφίζουν προσωρινά μέχρι να ακολουθηθεί θεραπεία με κάποια αλοιφή, ένεση αναλόγως τη σοβαρότητα.

Τσίρι είναι στα Κρητικά το κάτουρο, το προϊόν της ενέργειας "τσιρώ" (δηλ. κατουρώ - απαντά και στον πληθυντικό "κατουρήματα" από τον ενικό "κατούρημα" που μπορεί να σημαίνει και το προϊόν εκτός από την πράξη - για την πράξη είναι το "τσίρημα" απ'όπου και το ευκοίλιο "τσιρλιό" της κοινής ν.ε.). Το καμαρόλι είναι η καμαρούλα (μικρή καμάρα με την υποκοριστική κατάληξη - όλη). Ούτε η κρεββατοκάμα(/ε)ρα, ούτε η βιντεοκάμερα, αλλά η αψίδα, η καμάρα, η καμπύλη που διαγράφεται ως αρχιτεκτονικός σχεδιασμός για τον διαχωρισμό των εσωτερικών χώρων που είναι ευχάριστοι στο μάτι. Τέτοιες καμάρες έχουν τα γεφύρια μας και πρώτο και καλύτερο αυτό της Άρτας (που τη γλύτωσε απ' τον Άραχθο, αλλά όχι και αυτό της Πλάκας). Κι εδώ ο καλλιτέχνης θέλει να ζωγραφίσει πάνω στον αρχιτέκτονα με μια καλλιγραφική στόχευση - προστόχευση στο ζητούμενο στόχο που ήδη από την ηλικία των τριών ετών πρέπει να είναι ο εσωτερικός διάκοσμος του ουρητηρίου - αφοδευτηρίου της τουαλέττας κι εκεί να αφεθεί στην έμπνευσή του και να οργιάσει και όχι η καμάρα της στεφάνης - γι΄αυτό μικροί και μεγάλοι δέχονται πολλαπλές παρατηρήσεις σε όλους τους τόνους από τον γυναικείο πληθυσμό του σπιτιού. Όσο μεγαλώνει όμως κανείς, το τσίρι του όλο και πιο δύσκολο είναι να κάμει καμαρόλι, ένεκα των αναλογιών του πέοντος που απορροφά μεγάλο μέρος της πίεσης του υγρού λόγω του μήκους. Καθώς στους πιτσιρικάδες τους πολύ μικρούς είναι δυσανάλογα μεγάλη ως προς το μήκος των προσόντων τους στη συγκράτηση - απορρόφηση της πίεσης εξόδου, το όργανο ξαφνικά αρχίζει να κεντά στον αέρα σε μια πτήση που καταλήγει σε πτώση (όπως διαφωνούσαν ο Γούντι και ο Μπαζ Λάιτγίαρ ασυστόλως στο πρώτο Τόυ στόρυ για να βρουν τί σκατά ήταν αυτό που έκανε ο Μπαζ ακριβώς) με όποιον βρει μπροστά του, ή ακόμα και το ίδιο το πιτσιρίκι όταν είναι ξαπλωμένο και αυτοκατουριέται.
Εκτός λοιπόν κι αν σφίξει πολύ ένας ενήλικας το πράγμα, όπως το λάστιχο μπροστά από την τρύπα όταν ποτίζουμε φυτά, δύσκολα να κάμει καμαρόλι καλοσενιαρισμένο (φυσιολογικά το τσίρι κάμει μόνο πτώση)κι έτσι δε μετράει (η έκφραση δηλώνει να γίνει από μόνο του το καμαρόλι κι όχι βεβιασμένα - προμελετημένα, να το κάμεις - προκαλέσεις εσύ). Συνεπώς η ρήση είναι όλο και πιο αδύνατη στο να εκπληρωθεί (σχήμα αδυνάτου ή μάλλον εντελώς απίθανου)κάτι σαν κι αυτό που βρόντηξε ο Αχιλλέας στην Ιλιάδα όταν του έκλεψαν το "γέρας" του, το φίνο γκομενάκι του - λάφυρό του, την κόρη του αρχιερέα Χρύση, τη Χρυσηίδα (όχι τη Δημουλίδου), πως μόνον όταν εκείνο το ξύλινο στιλβωμένο ραβδί που κράδαινε μπροστά τους από θυμό όταν τους μιλούσε την ώρα που τον παρακάλαγαν οι Δαναοί να επιστρέψει στη μάχη γιατί οι Τρώες τους θέριζαν, έβγαζε πάλι κλαδιά θα επέστρεφε. Δηλαδή όσες ήταν οι πιθανότητες να γίνει κάτι τέτοιο τόσες θα ήταν και αυτές που θα τον έκαναν να αφήσει τη μήνιν του, τη μάνιτά του και το πείσμα του. Δηλαδή ποτέ. Τελικά αυτό το πράμα κλαδιά δεν έβγαλε και άλλες συγκυρίες τον οδήγησαν ξανά στη μάχη με τη γνωστή κατάληξη. Παρόλα αυτά οι ελπίδες για ένα καλοσχηματισμένο καμαρόλι από ένα ενήλικο πουλί είναι περισσότερες και εντός της φύσεώς του, απ' ότι ένα αποκομμένο τμήμα ή κλαδί δέντρου να ξανανθίσει, άρα το πράγμα δε φαντάζει και τόσο μαύρο, αλλά είναι μάλλον προς το γκρι.
Όσο μεγαλύτερο το καμαρόλι λοιπόν , τόση μεγαλύτερη πίεση και λόγω της επίδρασης της βαρύτητας από την πτώση που είναι ανάλογη του ύψους απ' όπου πέφτει το υγρό, τόσο πιο καίρια εξασφαλίζεται ο στόχος και συλλέγεται το κατά δύναμιν εκεί. Κι επειδή όσο μεγαλώνουμε τη χάνουμε την μπάλα γιατί αποσπώμαστε από χίλιες δυο πλευρές με ξενέρωτα προβλήματα, αυτή η ευλογία ανήκει στα παιδιά στο να καταλήγουν τελικά με προσήλωση στο στόχο και να τον διεκπεραιώνουν. Κι έτσι όλα να είναι δυνατά. Στη μεταφορική της χρήση η φράση συμπληρώνεται στην απόδοση με τον προσφιλή - διακαή πόθο του πάσχοντος. Εκφέρεται με με μια κάποια λεπτή ειρωνεία, με καλαμπούρι και στο τέλος παρακινητικά γιατί κανείς δεν κάνει να σκοτίζεται πολύ για το οτιδήποτε.

1.- Μπουχουχου! Έπεσα κι ετσίμπησε με σφήγκα! Άααααχ...
- Σώπα μρε Μανωλιό... Ανε κάμει το τσίρι σου καμαρόλι, δε μ - παθαίνεις πράμα. Να γενείς θέλει καλά.
- Αλήθεια, παππού; Να περάσει θέλει;
- Να περάσει θέλει... Γιατί είσαι κοπελλάκι και μέχρι να παντρευτείς, να γιάνει θέλει ως τότε.
2.- Πάει το Μαράκι, εχάσαμε το...
- Ανέ κάμει το τσίρι σου καμαρόλι, να γυρίσει θέλει...
- Εδά, σώθηκες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καφετιέρα τύπου Nescafe Dolce Gusto λόγω του ότι μοιάζει με πιγκουίνο.


- Φτιάξε μου έναν καφέ.
- Στο μπρίκι;
- Όχι, με τον πιγκουίνο. Ένα εσπρεσάκι θέλω.
- Α-μέ-σώωωωςς!

Για όσους τους νοιάζει πως φτιάχνεται το πράγμα κι όχι μόνο πως καταναλώνεται.

Η καφετιέρα με την χαρακτηριστική καμπούραΤο συμπαθές και αξιέπαινο πουλί - δρομέας και νυν κολυμβητής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οἱ ἰδιοκτῆτες σπιτιῶν μὲ πισίνες.

Μᾶλλον ἀπαξιωτικὸς χαρακτηρισμὸς αὐτῶν ποὺ διαθέτουν πολυτελεῖς κατοικίες μὲ πισίνα. Στὰ χρόνια τῆς ἐπίπλαστης εὐμάρειας ἀρκετοὶ ἀπέκτησαν τέτοια σπίτια συνήθως φοροδιαφεύγοντας, εἰσπράτοντας μίζες, ξεπλένοντας βρώμικο χρῆμα καὶ γενικῶς κάνοντας ὅλα ὅσα μᾶς ἔφεραν ἐδῶ ποὺ εἴμαστε σήμερα. Ἡ πισίνα ἦταν σῆμα κατατεθὲν αὐτῆς τῆς κατηγορίας τῶν συμπολιτῶν μας, σύμβολο ἐπείδειξης τοῦ νεοπλουτισμοῦ τους. Συνήθως δὲ, ἦταν μόνο γιὰ τὸ θεαθῆναι, μιᾶς καὶ τὴ χρησιμοποιοῦσαν ἀπὸ ἐλάχιστα ἕως καθόλου.

Οι άλλοι, οι έχοντες και κατέχοντες, οι πλούσιοι, οι μεγιστάνες, οι «πισινάδες» (εννοώ αυτούς που έχουν πισίνες στις επαύλεις τους, οι οποίες έχουν αεροφωτογραφηθεί, αλλά μας έμειναν οι φωτογραφίες!), τι κάνουν; ἐδῶ

Ἐξ ἄλλου δὲν εἶναι τυχαῖοι οἱ συνειρμοὶ ποὺ προκαλοῦνται ἀπὸ τὴ γενικὴ πληθυντικοῦ ὅπως: έγκαταστάσεις, συντηρήσεις, καθαρισμοὶ πισινῶν, μὲ ἀποτέλεσμα κάποιοι νὰ χρησιμοποιοῦν τὸν ἀδόκιμο ὅρο: πισίνων.

Η καταγραφή των αδήλωτων πισίνων άρχισε επί εποχής του κ. Δ. Γεωργακόπουλου (αποκαλούμενου και Γκάλθμπρέϊ), όταν αυτός ήταν γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών, επί υπουργίας του κ. Γ. Παπακωνσταντίνου.

Σύμφωνα με το λεξικό του Μπαμπινιώτη η γενική των πισίνων, χρησιμοποιείται από τους ομιλητές και γράφοντες για λόγους προφύλαξης, αντί του ορθού πισινών). ἐδῶ

Ἐτυμολογικῶς προέρχεται ἀπὸ τὴν πισίνα <βενετ. pissina < ιταλ. piscina "ιχθυοτροφείο" < λατιν. piscis "ψάρι" ἐδῶ.

Ἐδῶ ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ποῦμε καναδυὸ πραγματάκια ἀκόμη. Κατὰ τὰ τέλη τῆς Ρωμαϊκῆς δημοκρατίας (περὶ τὰ μέσα τοῦ πρώτου αἰῶνα π.Χ.) πολλοὶ, στρατιωτικοὶ κυρίως, εῖχαν μαζέψει τεράστια πλούτη καὶ ζοῦσαν προκλητικὰ μέσα στὴ χλιδὴ.

Ἐκλεκτὰ εἴδη ψαριῶν ψαρεύονταν καὶ διατηροῦνταν ζωντανὰ σὲ δεξαμενὲς δίπλα στὴ θάλασσα μὲ προορισμὸ τὰ στομάχια τῶν καλοφαγάδων τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ διαβόητος Λούκουλος, ποὺ διέθετε, μεταξὺ ἄλλων, "ἐπαύλεις στὸ Tusculum καὶ στὴ Νεάπολη (σημερινή Νάπολη, στὸ νησάκι Castel dell'Ovo ἐδῶ). Ἡ τελευταία διέθετε δεξαμενὲς ψαριῶν ἐδῶ:

He had...villas around Tusculum and Neapolis. The one near Neapolis included fish ponds and man-made extensions into the sea...

Οἱ ἰδιοκτῆτες αὐτῶν τῶν ἐπαύλεων μὲ τὰ θαλάσσια ἐνυδρεῖα κατὰ τὴν Ρωμαϊκὴ ἐποχὴ ὀνομάζονταν πισινάριοι (λατιν. piscinarii) καὶ ἀποτελοῦσαν χαρακτηριστικὰ δείγματα ἐκφυλισμοῦ καὶ ἔκπτωσης τῶν ἀξιῶν, ποὺ ὁδήγησαν στὴν κατάλυση τῆς Ρωμαϊκῆς δημοκρατίας ἀπὸ τὸν Αὔγουστο λίγα χρόνια ἀργότερα.

Ὁ σύγχρονός τους Κικέρων, ἀναφἐρεται σ' αυτοὺς ὑποτιμητικὰ:

...οἱ πλούσιοι (ἐννοῶ οἱ φίλοι σου οἱ πισινάριοι) δὲν ἔκρυψαν τὴ ζήλεια τους γιὰ μένα. ἐδῶ:

Cicero...Rather cynically, he referred to these ancient fishkeepers as the Piscinarii, the "fish-pond owners" or "fish breeders", for example when saying that ...the rich (I mean your friends the fish-breeders) did not disguise their jealousy of me.

Ἡ ζωὴ (καὶ ἡ ἱστορία) κύκλους κάνει ἤ O tempora o mores, ποὺ θὰ ἔλεγε καὶ ὁ προαναφερόμενος.

Got a better definition? Add it!

Published

Γαϊπανά ονομάζεται το πέος στην Ποντιακή διάλεκτο.

Έχει προστάτη και πονάει η γαϊπανά του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified