Λημματογραφηθείσα ήδη το 2002 υπό Δρος Χαράλαμπου Γκούβα εις το πόνημα "Η ψυχολογία των ύβρεων και των ιδιωματισμών" (ISBN 960-87328-0-8), η εν λόγω λεξιπαιγνία αποτελεί μια αναδρομή στους χαλεπούς καιρούς του Ελληνικού Χρηματιστηρίου το 1999, όταν οι Έλληνες πρώτα πετούσαν πάνω σε "μαγικά χαρτιά" όπως η Αθηναϊκές Συμμετοχές ΑΕ, και στη συνέχεια έμειναν με το μπλου τσιπ στο χέρι.
Η πατρότητα της λεξιπαιγνίας αποδίδεται στους Αυτιά και Παπαδάκη, "τι πιο σύνηθες να συμβεί" (κατά την έκφραση του συναδέλφου των, Ευαγγελάτου).

Θάψιμο για Multirama: Εγώ δεν είμαι ονλινε στη Σοφοκλαίους και στο κάθε Σκρούτζ να βλέπω αν ανεβαίνει η τιμή κάποιου πράγματος ή κατεβαίνει.

Για το λόγο αυτό η Σοφοκλέους μετατράπηκε χιουμοριστικά, σε «Σοφοκλαίους» επειδή «οι άτυχοι» απ’ έξω έκλαιγαν καθημερινά τις χαμένες οικονομίες τους). Αγώνας Λάρισας, τεύχος 216 (Μάιος 2015)

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιακό, πρόκειται για τη θηλυκότητα, η οποία είναι αρκούντως καυλωμένη, ώστε να προχωρήσει σε κάποιο είδος σεξουαλικής πράξης, αλλά αποφεύγει τις πιο κίνκι πρακτικές. Λεγόταν και για σεξεργάτριες, οι οποίες έκαναν μόνο τα βασικά.

Την είχε δει σεμνοκαυλωμένη, δεν ήθελε ούτε τσιμπουκάκι, ούτε πρωκτικό.

Got a better definition? Add it!

Published

Είδος ξυλουργικού εργαλείου για κόψιμο, πελέκημα και μεταφορικώς ο ανόητος, ο χαζός.

Ετυμολογία: σκεπάρνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκεπάρνιν / σκεπάριν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκεπάρνιον < αρχαία ελληνική σκέπαρνον.

Μη του δίνεις σημασία, ο τύπος είναι σκεπάρνι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο προγλωσσικός, ο χαζός, επειδή ο ήρωας του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ είχε μεγαλώσει στη ζούγκλα, μαθαίνοντας κατ' αρχήν τη γλώσσα των ζώων.

Στην κοσμάρα του είναι ο μόγλης.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο δύστροπος, ο πικρόγλωσσος, από τη φαρμακευτική ουσία κινίνη. Κλασικό αργκό που βρίσκουμε στο Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη.

Μας δηλητηρίασε με τα σχόλιά του ο κινίνος!

Got a better definition? Add it!

Published

Γενικότερα, ο/η γκόμενος/α που κάποιος/α έχει ως καβατζογκόμενο/α. Ειδικότερα, ο άνδρας που μια λεσβία μπορεί να αξιοποιεί για διάφορες χρήσεις, ενώ η βασική σχέση της είναι με γυναίκα.

Μια χαρά η Μπέλα Μπάξτερ είχε τη ρεζέρβα της, ενώ και το ιατρείο έτρεχε και είχε και τη μαυρούλα της.

Got a better definition? Add it!

Published

O δειλός, που τρέμει.

  1. Δέχτηκε συμβιβασμο, ως τρεμολάζαρος, αντι να προσφύγει στο Ευρ.Δικαστήριο. Αυτή είναι η αλήθεια. Τα υπόλοιπα προχειρότητες και άγνοια. (Εδώ).
  2. eimai k tremolazaros. Βλέπω στρώματα,τυλίγουνε,καπνού το δωμάτιο και καταλύγουν να καταβροχθίζουνε το νού.. (Χιπ Χοπ).
  3. στα 8 την ειχα. σαν τρεμολαζαρος ειναι ωρες ωρες. (Σκρουτζ).

Got a better definition? Add it!

Published

To πέος λόγω σχήματος.

Το έχει ξεριζώσει το μανιτάρι του.

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγιωτατισμός για τον αυνανισμό.

Η Τζέσικα πεομαλάσσει στο πριβέ με ένα εξτραδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι. (Δες).

Φαλλομυζεί όλη μέρα, θα τυφλωθεί.

Got a better definition? Add it!

Published