Ή στο ακόμα πιο ακραίο και επαρχιώτικο «Μπαλλαντίνες». Μιλάμε για το Σκωτσέζικο ουϊσκι Ballantine's. Λέξη με άρωμα 80's-90's που άνθισε στην Μεταπολιτευτική Μαδαγασκάρη (Ελλάδα) με την ανατολή του Πράσινου Ήλιου και την έλευση των μεγάλων σούπερ μάρκετ. Όταν ο διορισμένος στο δημόσιο Ελληνάρας των 90's ήθελε να πουλήσει μούρη για την ψαγμενιά του, τις γνώσεις του στα spirits και κύρος στον επίσης διορισμένο στο δημόσιο (αλλά κατώτερο σε ψαγμενιά και κύρος κατ'εκείνον) φίλο του.

Χρησιμοποιήθηκε όμως και σε μεγάλο βαθμό και από τους Αλβανούς μετανάστες κατά το άνοιγμα των συνόρων πάλι στα early 90's σε ελληνικά καφενεία, κωλόμπαρα κτλ.

Το Ballantine's τότε και σήμερα, ήταν και είναι από τα διασημότερα, αλλά και πιο εμπορικά ουϊσκι στον κόσμο. Αυτό αποτελεί από μόνο του μειονέκτημα για κάποιον πραγματικά ψαγμένο στον κόσμο των spirits και των bourbons/whiskeys. Αν και η γκάμα σήμερα της Ballantine's εμπλουτίστηκε με περισσότερα από 20 μπουκάλια / ετικέττες, πίσω στα 80's και 90's τα εισαγόμενα στα Ελληνικά σούπερ μάρκετ και την μέση κάβα μπουκάλια ήταν 1-3 (τo Finest, το Limited και το 12άρι), τα πολύ απλά κι εμπορικά δηλάδη χαμηλότερης ποιότητας της εταιρείας. Χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Wikipedia:

«The world's second highest selling Scotch, it has historically been strong in Southern Europe, where it was among the first Scotches to gain a foothold in the market. It is not commonly found in the United Kingdom.»

Γεγονός που ενισχύει ότι στην Νότια Ευρώπη και Ελλάδα οι εν λόγω φιγουρατζήδες Ελληναράδες έπιναν από τότε κάτι που ήταν μαζικής παραγωγής και φτηνιάρικο σχετικά σαν ουϊσκι, θεωρώντας λόγω της ημιμάθειάς τους και του ενθουσιασμού τους πάνω στον τότε νεοπλουτισμό ή νεοδιορισμό τους, ότι έπιναν κάτι εξαιρετικό κι ότι όταν έλεγαν στον καφενέ της γειτονιάς «ένα Μπαλαντάϊνζ» οι υπόλοιποι τους θεωρούσαν γιάπηδες / επιτυχημένους / καπεταναίους / κοσμογυρισμένους / εμπειριάκηδες κτλ.

Σήμερα έχει εκλείψει σχεδόν σαν έκφραση στις μεγαλουπόλεις μιας και περισσότεροι μιλούν και γράφουν Αγγλικά. Απαντάται όμως ακόμα σε καφενέδες και κωλόμπαρα Γ' & Δ' Εθνικής σε σκληροπυρηνικά ακριτικά χωριά της Ελληνικής επαρχίας.

- Τί θα πιειτε;
- Κάτι αντρικό. Ένα Μπαλαντάινζ.
- Με πάγο ή χωρίς;
- Χωρίς πάγο, οι γνώστες του ουϊσκι δεν βάζουν ποτέ πάγο!

(από Mpiliardakias, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με συνεπήρε (ερωτικά) μια εικόνα...

Δηλωτικότατο παράδειγμα:
Είδε μπουτάκι το πουρό κ γυαλισαν τα μπατζακλίκια του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι καπνός / λούης, την κάνω α λα γαλλικά όταν πιέζομαι ή ξενερώνω αποτομα από μια κατάσταση ή φοβούμενος τις επιπτώσεις εξαφανίζομαι.

Π.χ Στίχος από το τραγούδι των Ημισκουμπριων «Αν ήσουν άλλος»:

Σου 'ταζα γάμο... και την έκανα λάμο.

Στο 2.33. (από Khan, 11/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρωτάρης, ο καινούργιος, ο ψαρωμένος.

1.Μην τον παρεξηγείς μωρέ ασούλης είναι και κομπλάρει...
2.Άραξε ρε ασούλη ακόμη δεν ξεκίνησες... Πήρες και τον αμανέ ψηλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επικρατεί μια πολυφωνία απόψεων για τις ρίζες της λέξης. Ίσως κατά μια εκδοχή είναι σύνθετη λέξη από τις αγγλικές fuck(γαμάω) & lane(σοκάκι). Μας την άφησαν παρακαταθήκη μετά την κατοχή τα Αγγλικά στρατεύματα. Η καλντεριμιτζού. Κατά μία άλλη άποψη η λέξη φακλάνα υπήρχε στην Ελληνική γλώσσα μιας και η λέξη αναφέρεται και πριν το 1900 και χαρακτηριστικά σε ποίημα του σατυρικού ποιητή Γεωργίου Σουρή, το «Τραμπουκολόγιον»:

« [...]μὰ σοὔχει ἡ φακλάνα στὴ μέση μιὰ χωρίστρα,
σοῦ ἔχει κἄτι φρύδια καὶ κἄτι μαῦρα μάτια![...] »

Λέγεται δε ότι η λέξη είναι τόσο παλιά που μάλιστα προϋπήρχε στην Ελληνική γλώσσα από τους μεσαιωνικούς χρόνους.

  1. Η έννοια με την οποία χρησιμοποιείται στις μέρες μας (η οποία διαφέρει κατά πολύ). Κατέληξε να σημαίνει την χοντροκώλα, την έχουσα πληθωρικό κώλον γυναίκα και έντονες καμπύλες. Το νταρντανοchubby ή/και BBW. Ενίοτε και το μπάζο.

  2. Με την κατάληξη -ς,(Φακλάνας, ο), αρσενικό. Για άντρες χοντρούς και ίσως και θηλυπρεπείς (χοντροί λούγκρες, τσάτσοι σε μπουρδέλα βαρέων βαρών κ.α.).

1 & 2. - Ωραίο πρόσωπο το Λιζάκι έτσι; - Ωραίο πολύ αλλά και το Λιζάκι πολύ φακλάνα ρε παιδί μου.

  1. - Τί μας είπε ρε; Να φύγουμε και να ξαναγυρίσουμε σε κανά μισάωρο ο τσάτσος γιατί η ταναπού δεν είναι έτοιμη; - Ρε γάμησέ τον τον φακλάνα. Πάμε απέναντι.

(από Mpiliardakias, 10/04/14)(από Mpiliardakias, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια πολύ στριμόκωλη κατάσταση, σαν να περπατάς στην ανηφόρα με παπούτσια που σε στενεύουν και να έχεις και κάποιον από πίσω να σου βαράει με την βίτσα. Και το όλο σκηνικό να είναι πούτσα.

Οκ, βγήκαμε στις αγορές, αλλά μας βλέπω να μας πηγαίνουνε ανηφόρα, βίτσα, πούτσα και στενά παπούτσα για πολλά χρόνια ακόμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να κουνάς τον κώλο σου και να κάνεις με αυτόν διάφορες τσαχπινιές για να μαζέψεις τα βλέμματα. Το λέει ο Τάκης Ζαχαράτος.

Καλό είναι να έχει καλό βιογραφικό η γραμματέας, αλλά το σημαντικότερο είναι να σου κάνει τσαχπινοκωλιές!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πολύ τσιγκούνης που έχει καβούρια στις τσέπες του.

Σιγά μην κάνει ανακαίνιση στο σπίτι του. Αφού τον ξέρεις τι καβουροτσέπης που είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο στο νυφοπάζαρο και το μπάζο: τόπος κοινωνικής συνάντησης, όπου γίνονται γνωριμίες ανάμεσα σε ανύπαντρους άντρες και κακάσχημες γυναίκες, με σκοπό τον γάμο. Γνωστό σκέτα κι ως μπαζάρ.

Κλόπυ ράιτ: Λεξιλόγια, εδώ.

- Διάβασα στο Φραπέ ότι παίζει τρελό νυφοπάζαρο στο Καβούρι. Πήγα, αλλά τι να δω; Την Αφροξυλάνθη το κλανόμπαζο, την Ευθανασία το λιγδοτάγαρο κι ένα τσούρμο buffalo gurlz. Ξάφνου μου την έπεσε μια βολική αρκούδα με pretty bra. Φώναξα πίσω γορίλα, ούτε με ξένο πούτσο!

- Ίου, συναγωνιστή, κανονικό νυφομπάζαρο!

- Να μασάς σκατά και να φτύνεις, γιατρέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Φιδιάζω, εξασκώ την τεχνική του φιδιάσματος/φίδινγκ, κοινώς λουφάρω. Συναντάται σε κληρωτούς που υπηρετούν στον Ελληνικό Στρατό (σε όλα τα σώματα / όπλα και ανεξαρτήτως παλαιότητας). Είναι φυσικά απαραίτητη η δημιουργία μιας ζεστής ή άνετης το καλοκαίρι φωλίτσας (sleeping bag, μικροανεμιστήρες, σκεπασμένα πλαϊνά του κρεββατιού με χιτώνια για κάλυψη / απόκρυψη του φιδιάζοντος στρατιώτη κτλ.). Το ωσάν του φιδιού κουλούριασμα επέρχεται κυρίως μετά το μεσημεριανό ή βραδυνό συσσίτιο.

  2. Μεταφορικά: «τρώω το κουλούρι» μου, κοινώς το «0», το «Χ» που τσίμπησε ένα λήμμα μου και είχε σαν αποτέλεσμα να «κουλουριαστώ», όντας ανήμπορος να αντιδράσω και, χωρίς πολλά πολλά, να αράξω μετά το τσίμπημα / κέρασμα του κουλουριού από μπαγαποντοδότη / κατωποντοδότη κτλ. στην φωλίτσα μου.

  1. - Πωπω βαρεμάρα σήμερα, έχουν κατέβει οι περισσότεροι για σκηνάκια κι εμείς εδώ πάνω αγγαρεία μαγειρεία. - Φίλε, πλένε γρήγορα γιατί θέλω να πάω να κουλουριαστώ στη φωλίτσα μου.

  2. (Τί παράδειγμα να δώσει κάποιος; Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες...).

(από Mpiliardakias, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified