Παίρνω μίζα.

Από τα προσφιλέστερα συνθηματικά μεταξύ αυτών που δίνουν και παίρνουν τη μίζα. Βέβαια το είδος και το μέγεθος του καφέ εξαρτάται από το είδος και το μέγεθος της εξυπηρέτησης.

Ξεκίνησε να χρησιμοποιείται σαν ορολογία για τις low level μίζες τύπου χαρτζηλίκι «για ένα καφεδάκι»τη δεκαετία του 80, και μετά την ένταξη μας στην ευροζώνη ταυτίστηκε με τη μίζα των 50 ευρώ, και αφού το χαρτονόμισμα των 50 είναι καφέ χρώματος ταίριαξε απόλυτα. Βέβαια η χρήση δεν περιορίζεται στα 50 ευρώ μόνο, αλλά σίγουρα δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το χιλιάρικο. Από εκεί και πάνω μιλάμε για τσουβάλι καφέ, καφετέρια ολόκληρη, μια καραβιά καφέ, ή στην περίπτωση των πολιτικών μας, φυτείες ολόκληρες με καφέ στη Βραζιλία...

  1. (Παράγοντας που κλείνει αυτοκίνητο σε αντιπροσωπεία)
    - Και που'σαι παιδί, θέλω κανα εύκολο νούμερο στην πινακίδα.
    - Εύκολο νούμερο;
    - Ναί μωρέ, ξέρεις τώρα, 4 ίδια ή κάτι τέτοιο.
    - Βεβαίως κύριε, τα καρέ και οι χιλιάδες κοστίζουν 400 ευρώ, ενώ τα ζεύγη 200.
    - 400 ευρώ;;;;;
    - Ε να μην πιουν ένα καφεδάκι τα παιδιά στο μηχανολογικό;

  2. (Σε δημόσιο νοσοκομείο)
    - Θα ήθελα να κλείσω ραντεβού για στεφανιογραφία.
    - Μάλιστα. Για να δω λίγο.... μμμ σε 6 μήνες μπορώ να σας κλείσω.
    - (Ακουμπώντας το 200ευρο κίτρινο-κίτρινο στο τραπέζι) Αυτά για να πιεις ένα καφέ.
    - (Εξαφανίζει το 200άρι) Πηγαίντε να κάνετε εισαγωγή, παρουσιάστηκε ένα κενό σήμερα στις 6 το απόγευμα.

(από slangprof, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικό προσωνύμιο το οποίο έχουν δώσει οι πολιτικοί του αντίπαλοι στον νυν (την ώρα που γράφεται το άρθρο) πρωθυπουργό της χώρας Αντώνη Σαμαρά καθότι, κατά δήλωση του ιδίου, σε ερώτηση πολίτη η οποία έγινε κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής εκπομπής για το αν έχει εργασθεί ποτέ στη ζωή του προτού ασχοληθεί με την πολιτική, ανέφερε ως εργασία το γεγονός ότι διατηρούσε πιτσαρία μαζί με συμφοιτητές του στην Αμερική.

Έκτοτε, οι πολιτικοί του αντίπαλοι του κόλλησαν το προσωνύμιο «πιτσαδόρος» θεωρώντας μάλλον ευτελές το να διατηρεί κάποιος πιτσαρία καθώς για αυτούς πραγματική δουλειά είναι μόνο το γιαπί, το πηλοφόρι, μυστρί, αφού ως γνωστόν είναι μπρουτάλ άνδρες και όχι αμερικανάκια. Πολλοί μάλιστα, για να δηλώσουν την πλήρη απαξία τους στο πρόσωπό του, τον αναφέρουν σκέτο «ο πιτσαδόρος» χωρίς καν να αναφέρουν το όνομά του.

1. Ο πιτσαδόρος Σαμαράς δίνει μπιρ παρά το δικαιώματα της ΕΡΤ

2. Φάκελος «Classics σα(χλα)μαράδων»: Όταν ο πιτσαδόρος καλούσε σε αποστασία από την τσοντοφυλλάδα των «Νέων»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπη απόδοση του αγγλικάνικου ρήματος to vape, το να φουμάρω δηλαδής ηλεκτρονικό τσιγάρο (άκα ατμοποιητή).

Οι ατμιστές ηλεκτρονικών καβλιτζεκίωνε έχουν αρχίσει να αναπτύσσουν μια υποτυπώδη αργκό. Ως γουαναβγεί καπνιστές που είναι, κλέβουν θεριακλήδικες λέξεις τ. ντουμάνι (πυκνότητα του ατμού). Ο «βαθμός ευφορίας» που τους προκαλεί μια τζούρα (πόσο έντονα δηλαδή νοιώθουν οι ατμιστές στα σωθικά τους αυτό που αισθανόταν ως καπνιστές) αποκαλείται χτύπημα (σ.ς.: παπάρια μάντολες). Κι άλλα, εισέτι αχαρτογράφητα (βλ. π.χ. εδώ).

1.
6 τσιγάρα σε 25 ημέρες. Αυτή είναι η απάντησή μου στο χαρτί Α4 που (μου) κόλλησαν στο καπνιστήριο με τίτλο «Απαγορεύεται το άτμισμα» οι αγανακτισμένοι καπνιστές. Αγανακτισμένοι, γιατί όπως κι εγώ πριν από κάνα μήνα, αδυνατούσα να δεχθώ ότι μπορείς να κόψεις (ή να μειώσεις τέλος πάντων) το κάπνισμα με ένα USB Stick που αντί για ΜΒ κουβαλάει πάνω του υγρή νικοτίνη.

2.
ΕΙΣΑΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΑΤΜΙΣΤΗΣ; ΚΛΙΚ ΕΔΩ

3.
Φιλε Κωστα αυτη τη στιγμη ατμιζω μια καλοφτιαγμενη μηλοπιτα που πιστεψε με μονο ασχημη αισθηση δεν μου αφηνει...αλλωστε τι ειναι αυτο που να μπορει να αφησει πιο απαισια αισθηση στα πνευμονια απο τον καπνο του τσιγαρου;;;

Got a better definition? Add it!

Published

Εναλλακτικός χιουμοριστικός όρος που υποδηλώνει το άτομο που είναι χρήστης κάνναβης.

- Εσύ κομμουνιστής και ο γιος σου χουντικός;
- Όχι χουντικός, φουντικός!

(από komikotragiko.blog, 03/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Εναλλακτικός χιουμοριστικός όρος που υποδηλώνει το άτομο που είναι χρήστης κάνναβης.

- Φώτη, μιλάς σοβαρά τώρα; Εσύ αριστερός, και ο γιός σου είναι φασίστας;
- Όχι, φασίστας, χασίστας είναι βρε!

(από komikotragiko.blog, 03/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ηλικιωμένος που έχει το θράσος και ερωτεύεται (δεν ντρεπόμαστε λέω 'γω;). Κανονικά βέβαια θα έπρεπε να αναγνωρίζεται και στους γέροντες το δικαίωμα στην καψούρα, αλλά η κενωνία που ζούμε είναι κακεντρεχής και η αργκό είναι έτοιμη να καυτηριάσει με λεξιπλασίες όσους ηλικιωμένους τολμήσουν να αναπτύξουν μια θεωρούμενη ως νεανική συμπεριφορά (βλ. γεροντομπεμπέκα, γεροντοκαψούρα, γεροντοτεκνό / γεροντότεκνο).

Εξάλλου, ο όρος συχνά κράζει όσους γέροντες χρησιμοποιούν χρήμα, ισχύ και κοινωνική θέση για να την πέσουν σε νεώτερες ευειδείς υπάρξεις, λ.χ. καπιταληστές που παρελαύνουν με trophy girls, σοσιαληστές που την πέφτουν ως έκφραση της παπανδρεϊκής ανθρωπιάς τους, όσους έχουν ζηλώσει την δόξα του Berlusconi και του Strauss-Kahn, υβριδικούς γεροντο-πουτανοκαψούρηδες που στους καιρούς της πλασματικής ευφορίας τρώγανε όλο το βιος τους σε ζαχοπουλάδικα κ.ο.κ. Άλλοτε πάλι θίγει απλώς ότι ένας παππούς έχει τρελαθεί με ένα πιπίνι, το οποίο θεωρείται δείγμα ξεμωράματος τ. «καψουρεύει Κύριος ὃν βούλεται ἀπολέσαι».

1. Όλοι τους, τα χρόνια εκείνα, είχαν για λόγους prestige εξωσυζυγικές σχέσεις. Πρότυπο σοσιαλιστών και μη ο γεροντοκαψούρης Ανδρέας!

2. Να ειρωνεύεται ο καραίσκος τον τραγουδιστή του έρωτα ε μα αυτό πάει πολύ. ποιός ο καραίσκος ο γνωστός σε όλους μουνιενιές και σαλιάρης μονίμως καψούρης-γεροντοκαψούρης ακόμα και ο πάριος θα μπορούσε να πάρει μαθήματα σαλιαρίσματος και αιδοιοδουλείας από τον καραίσκο, ήμαρτον καραίσκο ποσο πια φαρισαισμό κρύβει το κούφιο σου κεφάλι

3. Εκείνες τις περιπτώσεις με τους γηραιούς αλλά «φορτωμένους» κυρίους που απευθύνονται σε σχετικά γραφεία, για να τους παρέχουν όμορφες συνοδούς πολυτελείας, προκειμένου να κάνουν εντύπωση στα δείπνα και στα ραντεβού που έχουν. Μόλις όμως η συνοδός μυρίζεται παραδάκι, αρχίζει...να έχει απαιτήσεις. Εκείνη τη στιγμή εάν ο «παππούς με το χαρτί» είναι έξυπνος και όχι κανάς...γεροντοκαψούρης, φροντίζει να ζητήσει από το γραφείο, να την αντικαταστήσουν με κάποια...χαμηλότερων απαιτήσεων.

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για χρήστες κάνναβης που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν σε άλλη χώρα που είναι νομιμοποιημένη η χρήση όπως Ολλανδία, Η.Π.Α. επειδή στην χώρα καταγωγής τους η χρήση είναι παράνομη.

  1. - Ο Κώστας που χάθηκε; Πες του να έρθει μαζί μας να πιούμε κανά τσιγάρο.
    - Άσε. Δεν τα έμαθες; Μπαφομετανάστης για Ολλανδία να την πίνει αραχτός και με το νόμο.

  2. Λινκ σχετικού ρεπορτάζ για ισχυρό κύμα ελληνικής μπαφομετανάστευσης που παρατηρήθηκε πρόσφατα.

(από komikotragiko.blog, 03/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για όλα τα νονέϊμ είδη που χορηγεί ο Ε.Σ. στους στρατευόμενους. Χαρακτηρίζονται από:

  • Αμφίβολη ποιότητα
  • Άγνωστη προέλευση
  • Άγνωστη σύνθεση
  • Το λογότυπο Ε.Σ. που τα καθιστά ακατάλληλα για χρήση εκτός στρατοπέδου χωρίς να γίνουμε ρόμπα κλαρωτή.

Αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις:

  • Τυρί υπηρεσίας (το κλασικό κίτρινο εγκυτιωμένο τυρί)
  • Κρέας υπηρεσίας (ο πάλαι ποτέ γκοτζίλας)
  • Κουνουπέλαιο υπηρεσίας
  • Πετρέλαιο υπηρεσίας (νοθευμένο μέχρι αηδίας)
  • Πετσέτα υπηρεσίας (η γνωστή πράσινη με το Ε.Σ.)
  • Σαγιονάρα υπηρεσίας (η γνωστή μπλέ με το Ε.Σ.)
  1. (Σε εστιατόριο κέντρου νεοσυλλέκτων)
    - Ρε μαλάκα, στο θεό σου! Τι είναι αυτό που τρώμε; Χοιρινό ή μοσχάρι;
    - Είναι κρέας υπηρεσίας φίλε.
    - Δηλαδή;
    - Μού'πε ο μάγειρας οτι η σφραγίδα του κτηνίατρου είναι απο το Μάρτιο του 1952, και οτι το κόβουνε μερίδες με την πριονοκορδέλα.
    - Αυτή είναι η γκοτζίλα που ακούγαμε... Λές να πάθουμε τίποτα;
    - Μπαααα αφου μας κάναν αντιπεθανικό.

  2. (Σε παραλία)
    - Κόζαρε ρε μαλάκα αυτούς τους δύο τύπους.
    - Ε τι;
    - Πετσέτα και σαγιονάρα υπηρεσίας στην παραλία;
    - Πώ-πώ μαλάκα... Δεν προκειται να σταυρώσουν γκόμενα με τίποτα.

  3. (Μεταξύ φαντάρων)
    - Τι έπαθε το κινητό σου ρε φίλε;
    - Μη μου το θυμίζεις ρε, έπεσε αντικουνουπικό στην οθόνη και μου την έλιωσε.
    - Απο Autan έγινε αυτό;
    - Τι Autan μου λές ρε; Κουνουπέλαιο υπηρεσίας ήταν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα μάλλον νέας κοπής, που έχει, όσο και να πεις, κάποια πλεονεκτήματα. Δεν είναι τόσο φλώρικο όσο το κάνω έρωτα, δεν είναι τόσο μπρουτ φακτ όσο το κάνω σεξ, δεν είναι κακόσημο και κραγμένο όσο τα γαμιέμαι, πηδιέμαι, δεν είναι χαζό υπονοούμενο όπως το το κάνω. Αντιθέτως και ψιλομαγκίτικο είναι, και ανάλαφρο, και χαριτωμενίστικο έως ψιλογουτσιστικό οπότε συντρέχουν λόγοι για να φορεθεί, μεταξύ των οποίων και ο απλός λόγος ότι κάποιες φορές χρειάζεται να χρησιμοποιήσεις μια μη συναισθηματικώς φορτισμένη λέξη, η οποία όμως να μην είναι και υπερβολικά κυριλέ.

- Πώς πήγε με το Λίλιαν στο ΣουΚού;
- Ε μηνυματιστήκαμε αβέρτα, και αφού φαινόταν ότι το μωρό ψαχνόταν έκανα τις κινήσεις και τελικά σεξαριστήκαμε τρελά χτες.

Ζητιάνα του έπους της Λιλιάδας (από Khan, 02/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Δέον, απλώς, να επισημανθεί ότι δίπλα σε όλες τις πάμπολλες φαλλοκρατικές χρήσεις του γαμάω, χρησιμοποιείται πλέον και από (συμβατικά λεγόμενες/ους) «ερωμένες» και «ερωμένους» για να σημάνει ότι γαμάνε τον εραστή τους από την πλευρά του/ της ερωμένου/ης, που δεν είναι όμως καθόλου ένας παθητικός ρόλος, όπως θα ήθελαν να μας κάνουν να πιστέψουμε κάποιες γλωσσικές προκαταλήψεις. Δεν φιλοσοφώ άλλο περί του θέματος, καθώς τα γράφει εξαιρετικά ο σλάνγκαρχος Λύο Καλοβυρνάς εδώ. Αξίζει πάντως η διερώτηση κατά πόσον η κορεκτιλάτη αυτή χρήση νέας κοπής μας ήρθε από τα αγγλικάνικα (το to fuck που χρησιμοποιείται και από τον/την ερώμενο/η), αν συνδέεται με θήλεα νέας κοπής που ρίχνουν δυο μουνιά φού και φού, με υφισταμένους που πέτυχαν να ανέλθουν στην επαγγελματική ιεραρχία βρίσκοντας την σωστή απάντηση στο προαιώνιο ερώτημα ποιον πρέπει να γαμήσω κ.τ.ό.

- Και της είχε πει της Καυλάουρας το Λίλιαν να μην γαμήσει τον Μένιο από το πρώτο ραντεβού, αλλά πού αυτή! Μες στην καύλα της, τον γάμησε τρεις φορές, και το άλλο πρωί μόλις ξυπνήσανε τού 'ριξε κι από πάνω άλλο ένα μουνί.

Από το άρθρο του Λύο στο Πρόταγκον (από Khan, 01/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published