Οι διάφορες παροχές ή ευκολίες ή ποσοστό από τις οφειλές σου που σου δίνει το κράτος για να γίνεις ρουφιάνος.

  1. Με το ρουφιανομπόνους που δίνουν στους ελεγκτές εισιτηρίων δεν είναι να απορεί κανείς που έχουμε θύματα.

  2. Να ανάψουμε τζάκι ή θα μας καταδώσει κανείς για το ρουφιανομπόνους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ιταλικής-λατινικής καταγωγής. (dare+avere= δούναι και λαβείν). Συναντάται και ως νταλαβέρι.

Αφορά στην συναλλαγή πρόσωπο με πρόσωπο. Αρχικά ήταν η εμπορική συναλλαγή. Καθώς όμως η συναλλαγή πρόσωπο με πρόσωπο έχει και τα συμπαρομαρτούντα της, η λέξη χρησιμοποιείται με πολλές ερμηνείες.

1: εκεί που δεν λες «εμπορική συναλλαγή». Δηλαδή παράνομη εμπορική συναλλαγή. Συνήθως σε ναρκομανή-βαποράκι ή βαποράκι-βαποράκι ή βαποράκι-έμπορο, η συναλλαγή ονομάζεται βέρι (από το κομμένο νταραβέρι). Απαντάται κυρίως στον πληθυντικό (βέρια). Δε μένεις σε ένα νταραβέρι τη νύχτα.

2: συναλλαγή που απαιτεί παραγοντιλίκι. Εκεί χρησιμοποιείται απενοχοποιημένα και ολόκληρη. Ως νταραβέρια πολλές φορές θα ακουστούν και οι συναλλαγές του ελληνικού δημοσίου.

3: συναλλαγή ερωτική. Επί πληρωμή ή όχι, αλλά συνήθως επί πληρωμή.

  1. - Γιατί μπήκες αναμορφωτήριο ρε Ρόσπυ;
    - Με πιάσανε οι μπάτσοι πάνω στα βέρια (αληθινή συνομιλία)

  2. (στη σχολή) - Πώς πήρε σεμινάριο τρίτο έτος ρε ο πούστης; Τόσο καλός είναι; Και δεν του τό' χα!
    - Αυτός καλός; Ούτε καν. Απλά έχει πολλά νταραβέρια με τους καθηγητές.

Σημειωτέον ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αντίστροφα. Δηλαδή:

- Πώς και δεν πήρες σεμινάριο ρε; Επί πτυχίω δεν είσαι;
- Νταραβέρια με τους καθηγητές φίλε. Με πιάσανε τον Σεμτέμβρη να αντιγράφω, πέρασα πειθαρχικό και αποκλείστηκα για ένα εξάμηνο, γάμησέ τα.

  1. - Άει μωρή πού το πήρες το φουστάνι τόσα λεφτά;
    - Το νταραβέρι με τον φραγκάτο που σού' λεγα.....;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Βερολίνο στα αστειατόρικα, επειδή, ως γνωστόν, οι Γερμανοί έχουν τη φήμη ότι πίνουν πολλές μπίρες.

1. - Δεν αντέχεται αυτή η αβάστακτη ελαφρότητα του γερμανικού ναρκισσισμού από το Μπυρολίνο, την Λουκανικούρτη και το Γδύσεντορφ.
- Ασε το Μπυρολινο, χωρις το Μπυρολινο δεν θα ειχες ουτε μαντηλακι να κλανεις!

2. Εκεί στο Βερολίνο πίνουν τόση μπύρα που θα έπρεπε να το λένε Μπυρολίνο. 3;

Και Beerlin στα αγγλικάνικα. (από Khan, 11/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Ο προαγωγός, ο νταβατζής ή ο δουλέμπορος, αυτός που εκμεταλλεύεται θύματα trafficking.

  2. Μεταφορικά, ο συνδικαλιστής που αντί να στοχεύει με τη δράση του στην προάσπιση των συμφερόντων των εργαζόμενων, τους χρησιμοποιεί για να αποκομίσει ατομικά οφέλη. Είναι έτσι σαν να λειτουργεί ως δουλέμπορος αφού εμπορεύεται τους εργαζομένους, καθώς και τις ελπίδες τους, τους οποίους έπρεπε κανονικά να εκπροσωπήσει.

  3. Αστειατόρικα, αυτός που πουλάει σώματα θέρμανσης, εκμεταλλευόμενος την απελπισία όσων δεν μπορούν να αγοράσουν πετρέλαιο θέρμανσης λόγω ακρίβειας.

Πάσα (Δ.Π.): Gatzman

1. Πελάτης, σωματέμπορος και εκδιδόμενη στην Ελλάδα μετά το 1990.

2.α) ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΒΓΑΙΝΕΣ ΤΟΣΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΡΕ «ΣΩΜΑΤΕΜΠΟΡΑ» ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΑΣ ΝΑ ΜΑΣ ΠΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ «ΠΑΡΑΤΥΠΙΕΣ» ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΠΟΥ ΔΕΧΤΗΚΕ Η ..ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΣΟΥ; ΑΪΝΤΕ …ΓΕΙΑ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ ΑΡΙΣΤΕΡΕ ΤΗΣ ΣΦΑΛΙΑΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΦΡΑΓΚΟΥ. ΟΥΣΤ…………..

β) Γνωρίζετε πως απαγορεύεται να απολυθεί μέλος , από το προεδρείο του σωματείου εργαζομένων; Μπορεί να απολυθούν εργαζόμενοι, είτε με εθελουσία και ''πακέτο'', είτε με τα ''νόμιμα'' κι άμα γουστάρει; η εταιρεία; Μα ο σωματέμπορας -συνδικαλιστής, παραμένει. Να ζαλίζει τους εργαζομένους, όχι για τα κεκτημένα τους ή τα δικαιώματά τους, μα για το κόμμα.

3. Τώρα με την οικονομική κρίση το μόνο επάγγελμα που αποδίδει χρήματα είναι ο σωματέμπορος. Κανείς δεν αγοράζει πια πετρέλαιο για το καλοριφέρ. Όλοι αγοράζουν σώματα ηλεκτρικά, ενεργειακά κλπ!!!

(από Khan, 01/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ιστορικά: κάγκουρες υπήρχαν ανέκαθεν. Οι ιστορικές και τεχνολογικές εξελίξεις όμως τους ευνόησαν να αναπτυχθούν επικίνδυνα. Οι Άνδρες με το Α κεφαλαίο αποφάσισαν να δηλώσουν τον ανδρισμό τους είτε για να κεντρίσουν το γυναικείο ενδιαφέρον είτε για να νιώσουν απαλλαγμένοι από αυτό ως εξής:

Στυλιστικά: Και πρωί και βράδυ κάτι με τζιν, κάτι στενό αλλά όχι με έξαλλο κόψιμο, γυαλί που βγάζει μάτι από χιλιόμετρα, μαλλί φτιαγμένο ''αλά αντρικά''(=μαλλί που προσδίδει ύψος)

Κοινωνικά: συμπεριφορά αρνητική προς κάθε τι το γυναικείο. μηχανάκι/αυτοκίνητο -οι πιο τυχεροί- με εξάτμηση (τα αυτόματα για τις γυναίκες και τους πούστηδες) φτιαγμένο (οι άντρες ανέκαθεν είναι ικανοί στα ηλεκτρολογικά. τι; δεν το έφτιαξαν αυτοί; άντε καλέ).

Η καγκουριά συνοψίζεται σε μία απεγνωσμένη έκκληση για ενδιαφέρον και για πρόκληση της προσοχής, γι' αυτό και άλλος έχει καγκουριά στην εμφάνιση, άλλος στην συμπεριφορά, άλλος και στα δύο.

Ως καγκουριά πολλές φορές θα πούμε και τη γαϊδουριά.
Η καγκουριά ως τάση ξεκινάει από τα σχολικά χρόνια, αλλά υιοθετήθηκε και από μεγαλύτερης ηλικίας Άνδρες, πολλές φορές με καταστροφικά αποτελέσματα.

Σχετίζεται με την δήλωση ανδρισμού, με την διαφοροποίηση από τους γκέυ, με την ανάγκη για γκόμενα επειγόντως.

Παρκαρισμένο αμάξι κίτρινο μεταλιζέ, πάμφθηνο όταν αγοράστηκε, με διπλάσιο κόστος στο να φτιαχτεί: τι εξάτμιση, τι ηχεία, γενικά ό,τι βγάζει μάτι και κάνει θόρυβο (σε είδαμε αγόρι μου ερέμησε).

Ξαφνικά ένα τριχωτό χέρι με καδενούλα χρυσή ή δαχτυλίδι βγαίνει από το παράθυρο του αυτοκινήτου το οποίο έτσι κι αλλιώς το οδηγεί με το ένα χέρι (το άλλο στο λεβιέ). Και πετάει σκουπίδι. Ενώ οδηγεί. Πίσω εσύ με τον κουβά. Σου ήρθε στο παρμπρίζ. Γελάει. Καγκουριά. Χρειάζεται πολύ για να το καταλάβεις;

Ομώνυμο άσμα (από Khan, 11/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση χριστιανοσλάνγκ προέλευσης. Δοκίμως, όπως μπορούμε να διαβάσουμε στη Βίκυ, είναι «η δέσμη βασιλικού με την οποία μετά του Σταυρού ο ιερέας ραντίζει τους πιστούς με το αγιασμένο ύδωρ. Επίσης ομοίως ονομάζεται το επάργυρο «μυροδοχείο» το οποίο έχει σχήμα αχλαδιού ή δακρύου με ψηλό λαιμό, στη άκρη του οποίου φέρονται οπές από τις οποίες και γίνεται το ράντισμα» κυρίως κατά την Μεγάλη Παρασκευή.

Σλανγκικώς και βλασφήμως είναι ο άγιος πέων κατά τις δύο λειτουργίες του, δηλαδή την ούρηση και την εκσπερμάτωση. Ως προς την πρώτη, λέγεται κυρίως σε περιπτώσεις, όπου άγαρμπος ων ο χειριστής του πέοντος ραντίζει και επιφάνειες, που δεν πρέπει να ραντίσει. Ως προς την δεύτερη, βλ. τον διεξοδικό ορισμό του Γκατσανδρός στο λήμμα αγιασμός. Το εφέ της έκφρασης βέβαια έγκειται στο ότι περιβάλλει με θεϊκή αξία τον πέοντα ανακαλώντας παγανιστικές μνήμες λατρείας του θεϊκού φαλλού, αναμειγνύοντάς τες με ένα ελληνοχριστιανικό σαββοπουλαριστοφανικό ζενεσεκουά.

- Ε σιγά με την αγιαστούρα, μούτι μας έκανες! (Από την ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Beautiful People», όπου η γκοντορελιά του τζιναβονησίου έχει ως αποτέλεσμα το σκόρπισμα της χρυσής βροχής κατά την διάρκεια υπαίθριας ούρησης).

"Θεούλη του φαλλού, μωράκι", άσμα του Διονύση Σαββόπουλου σε κόντεξτ βλάσφημης αριστοφανικής τροπής ελληνοχριστιανικών μοτίβων. (από Khan, 10/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά λέξη, μου φεύγει η γόβα. Στο κατάλληλο κόνσεπτ βγάζει ραφινάτο χιούμορ (λέμε τώρα!) και όλιγον από υποσκάπτουσα ομοφυλοφιλία.

Δυο φίλοι περπατούν, ένας παραπατάει και τρώει σαβούρδα:
- Ρε συ Τάκη, πρόσεχε, είσαι καλά;
- Ξεγοβιάστηκα ο μαλάκας, χαχα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και τα θηλυκά αντιστοίχως στρογγυλοκώλα, στρογγυλόκωλη. Έχουν κυρίως τις παρακάτω δυο-τρεις αλληλεπικαλυπτόμενες σημασίες:

  1. Κάπως πιο κυριολεκτικά, ο έχων ή έχουσα στρογγυλόν κώλον. Βλ. τουρλοκώλα, τουρλοκωλίαση, μπουζουκόκωλος κ.τ.ό. Γενικά μπορεί να θεωρείται καυλό και σέξι, αν πρόκειται για αναγεννησιακὀ/ή μπουζουκόκωλο/α ή για προκλητικό/ή τουρλοκώλη/α που τουρλοκωλιάζεται επιδεικτικά. Μπορεί, όμως, η στρογγυλοκωλίαση να οφείλεται απλώς σε υπερβολικό πάχος που έχει αποθηκευτεί στην περιφέρεια, οπότε πα τελμάν γκαυλουάζ εκτός κι αν χρειαζόμαστε love-handles.

  2. Αυτός που γίνεται στρογγυλόκωλος από το πολύ καθισιό, οπότε μπορεί να είναι καναπεδάτος, καναπεδάκιας, ή, αν «εργάζεται» καθήμενος, τρυφερόκωλος γραβατάκιας.

Όπως φαίνεται στα παραδείγματα, μπορούμε να το βρούμε και για αυτοκίνητα ή άλλα οχήματα με μεγάλα άγαρμπα οπίσθια, ή για τις ειδικές πολυθρόνες που είναι φτιαγμένες ειδικά για στρογγυλόκωλους.

1. Συγκρινεται η γερμανικη στρογγυλοκωλα γκεσταπιτισσα με μια ιταλιδα top model; Δεν προχωρω σε καμιια συγκριση,τεχνικων και λοιπααλλα ρε παιδια απο την εμφανιση και μονο κρινω!Το ενα σου φτιαχνει τη μερα με το που το βλεπεις!! :) Εγω με τα ελαχιστα που ξερω για αμαξια πιστευω οτι τα αυτοκινητα καθρεφτιζουν σε μεγαλο βαθμο και το λαο που τα φτιαχνει... Βλεπεις τωρα πχ Ιταλια στο Μουντιαλ,και ολες οι γκομενες καυλωνουν με τζιλαρντινο,μπουφον,τονι κλπ και οχι αδικα αφου ειναι και ωραια παιδια...ε αυτοι οι ανθρωποι κατασκευαζουν και αμαξια-μοντελα...ferrari,lambo,maserati,alfa romeo.... Και απο την αλλη εχουμε τους απογονους του Αδολφου που και μονο τις φατσες τους να δεις,δεν σου σηκωνεται για 40 χρονια!ξενερωτοι,οπως και τα αυτοκινητα τους....α!τι σημαινει στα γερμανικα ''σβαινσταιγκερ'',οπως λεγεται ενας ποδοσφαιριστης τους; Γουρουνογαμης!!!!

  1. Προτιμώ το γιό σου, ειναι πολυ πιο καθαρός, και στρογγυλόκωλος. Αααααχ μαναρι μου… (Από βρισ-οφ εδώ)

3. ΔΗΜΑΡΧΟΣ....και ΟΧΙ σαν ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΚΩΛΗΣ σε μια δερματινη πολυθρονα σε ενα γραφειο στο δημοτικο μεγαρο που υπαγεται υπευθυνος!

4.Και εδω βρισκεται το κολπο χαμπουγκερατε υπερεπαναστατη της στρογγυλοκωλης πολυθρονας σου.

(από Khan, 10/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που είναι και μουνί, δηλαδή φλώρος, μη μου άπτου, μαλακός, και αρχίδι, δηλαδή ύπουλος, παλιοχαρακτήρας, πονηρός, μπαμπέσης.

Δεν το περίμενε κανένας ότι ο Τάσος θα ήταν τόσο μουναρχίδης που θα τους καλούσε στο εξοχικό του μόνο και μόνο για την πέσει στην γκόμενά του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τζέρτζελο, ο χαβαλές, η φασαρία.

Όλο το Σαββατοκύριακο είναι χάι χούι, αλλά την Δευτέρα στη δουλειά κύριος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified