Το χρησιμοποιούμε όλοι μας και χωρίς μάλιστα να το ξέρουμε. Πρόκειται για μια κατάληξη που υπάρχει σε λέξεις είτε ετυμολογικά σωστές είτε φανταστικές. Οι ρίζες της κατάληξης αυτής αν και προφανείς αξίζει να αναφερθούν.

Σαμουέλ Ετό. είναι ένας Καμερουνέζος ποδοσφαιριστής γεννημένος στη Ντουάλα του Καμερούν στις 10 Μαρτίου του 1981 και αγωνίζεται για την Chelsea FC. Γνωστός στους περισσότερους από εμάς για τις άπταιστες ποδοσφαιρικές του ικανότητες, χαρίζει με το όνομά του μια άλλη χροιά στην καθημερινότητα μας, και τι εννοώ... Εννοώ πως η ποιότητα του παίχτη αυτού μέσω της κατάληξης -έτο μετατίθεται στη λέξη που χρησιμοποιείται. Αναλυτικότερα...

Η κατάληξη -έτο που πηγάζει άμεσα απ' το όνομα του ποδοσφαιριστή, δίνει στη λέξη που χρησιμοποιείται την ιδιότητα του πολύ καλού - αναμενόμενα καλού. Δεν αποκλείεται να τη συναντήσουμε και σε λέξεις όπως κλαπέτο, αετό, χαρταετό, γκομενέτο, πέταξέ το, μπαλέτο κ.ά., υποδηλώνοντας πως το αντικείμενο ή η κατάσταση την οποία περιγράφει η λέξη είναι άκρας υψηλής ποιότητος.

Χρησιμοποιείται κυρίως απ' τα Ημισκούμπρια, από ομάδες νεαρών που βάζουν δατυλίδια χρυσά και είναι swag, και από αθίγγανους που αναφέρονται σε ξανθά κυρίως κοριτσάκια ως κοριτσέτο. Το κοριτσέτο μπορεί να είναι και εργαλείο υδραυλικών.

Για χάριν ευφωνίας, ο τόνος πολλές φορές μετατίθεται στην προηγούμενη συλλαβή χωρίς όμως να αλλάζει το νόημα της λέξης.

Την κατάληξη αυτή μπορούμε πάντα να τη χρησιμοποιήσουμε για να περιγράψουμε καταστάσεις, αντικείμενα, ιδέες, άτομα κ.ά.

Συζήτηση κολλητών...
- Πω δικέ μου κοίτα κοίτα εκεί ρε, στη στάση απέναντι... Το βλέπεις το γκομενέτο;! Περιμένει εκεί κάνα 40λεπτο, πρέπει να έχει φάει χοντρό πακέτο.
- Έλα ρε, σιγά το πακέτο. Το λεωφορείο περιμένει. Εγώ που πλημμύρισε το σπίτι και φούσκωσαν τα παρκέτα τι να πω. Γάμησ(έ το)!.

(Χαρακτηριστικό παράδειγμα. Βλέπουμε το γκομενέτο που είναι προφανώς και φτιαχτή λέξη και όπως καταλάβατε, ναι, η κατάληξη δίνει αμέσως στοιχεία για τις διαστάσεις στήθους, οπισθίων κ.ά. Το πακέτο που χωρίς πολλά πολλά άμα περιμένεις 40λεπτο είναι μεγάλο, το παρκέτο που υποδηλώνει πως ήταν ένα πολύ καλό παρκέ αλλά μετά την πλημμύρα χάλασε, και φυσικά το γάμησ έτο, που σε προτρέπει όχι απλά να το κάνεις αλλά να το κάνεις και καλά.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά στο ελληνικό κλιτικό σύστημα του αγγλικάνικου όρου hipster. Οι χίπστερζ είναι ένα μεταμοντέρνο φαινόμενο που άρχισε στις Η.Π.Α. στα νάιντιζ και κορυφώνεται παγκοσμίως στα νόουτιζ και τενζ, και έχει κυρίως εμφανισιακά, αλλά και γενικότερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Αρχικά τα χιπστέρια ξεκινούν ως indies (<independent) δηλαδή ως αλτέρνια που συνδέονται με ψαγμένα ακούσματα, καθώς η Indie rock. Επρόκειτο δηλαδή για μια anti-mainstream φάση. Στην πορεία, όμως, όχι μόνο δεν έχουν ασχημindie, αλλά αντιθέτως έχουν ομορφindie χάρη στην εκπληκτική επιμονή τους στους αισθητικούς εμφανισιακούς συνδυασμούς, με αποτέλεσμα να μπορούμε γενικά να πούμε ότι ο χιπστεράς είναι ένας εκπεπτωκώς indie προς την κατεύθυνση του mainstream, ή, αλλιώς μία ακομοντέισο, μια προσαρμογή (accomodation που λέμε και στο χωριό μου) του ίντυ, όπου αμβλύνεται η εξεγερσιακή δυναμική.

Για μια πολιτική κριτική βλ. τον ορισμό χιπστεράς της Ironick (before it was cool). Από πολλούς θεωρείται ότι τα χιπστέρια είναι ένα μη-κίνημα προσιδιάζον στη μετανεωτερικότητα, καθώς «εξ ορισμού» δεν μπορούν να οριστούν. Είναι ίσως το μοναδικό κίνημα, που δεν έχει ως στόχο έναν αυθεντικό χίπστερ, έκφραση που αποτελεί contradictionem in adjecto, τ. Ελβετός ναύαρχος κ.τ.ό., όπως άλλωστε οξύμωρο είναι και το τρέντι αλτέρνατιβ που επιδιώκουν. Όπως μου υπέδειξε και ο πασαδόρος του λήμματος Mr Cadmus, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση πιο χίπστερ πεθαίνεις, καθότι δεν υπάρχει κάτι τέτοιο σαν μια χιπστεροσύνη ως κανονιστική ιδέα ορίζοντος. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι «πιο χίπστερ γίνεσαι mainstream».

Με άλλα λόγια, η χιπστεροποίηση δεν είναι μια κίνηση προς την κατεύθυνση του ριζοσπαστισμού, αλλά αντιστρόφως προς μια μεγαλύτερη προσαρμογή του ριζοσπαστικού στο κυρίαρχο ρεύμα, η οποία προκειμένου να υπάρχει έχει ανάγκη μια ορισμένη ένταση με το μαίηνστρημ, πλην όσο περισσότερο εντείνεται, τόσο περισσότερο αμβλύνεται η όποια αντιδραστικότητά της. Με άλλα λόγια χίπστερ δεν γεννιέσαι, ούτε γίνεσαι, χίπστερ καταντάς, όταν αμβλωθεί η αλτέρνατιβ δυναμική σου. Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει ορισμός του χίπστερ, παρά μόνο να εντοπιστούν επιμέρους χιπστερότροπα στοιχεία και τύποι, καθώς οι χίπστερζ εντάσσονται σε μια αξίωση μεταμοντέρνου αχαρτογράφητου: Πρόκειται για μια αέναη αναβολή του αλτέρνατιβ και διαμονή σε μία no man's land μεταξύ εναλλακτικού και κυρίαρχου τρέντι, τα όρια της οποίας είναι εξαιρετικά πορώδη. Χίπστερ μπορείς να γίνεις και στην προσπάθειά σου να γίνεις εναλλακτικός, αλλά και στην έκπτωσή σου από το εναλλακτικό, πάλι πίσω προς το κυρίαρχο.

Κατά συνέπεια, κάποιος που προσπαθεί επί τούτου να γίνει χίπστερ μέσα από οδηγούς χιπστεροσύνης, δεν αποτελεί αυθεντικό χίπστερ (ὃ μὴ γένοιτο), αλλά χιπστερικό, πάσχοντα δηλαδή από χιπστερία, την πάθηση του να θέλεις ντε και καλά με υστερικό τρόπο να γίνεις χίπστερ, ενώ η ψαγμενιά είναι ακριβώς να μην το επιζητείς, αλλά να σου βγαίνει.

Μπορούμε ωστόσο να κάνουμε μια ιστορική ανασκολόπηση του όρου με την βοήθεια της Βικούλας. Ήδη στην δεκαετία του 1940, ο όρος hipster σήμαινε τον μυημένο, τον aficionado, κάτι σαν το τζιναβωτός στα καλιαρντά. Πιθανόν να προέρχεται από το hop που ήταν σλανγκιά για το όπιο, ή από το δυτικοαφρικανικό hipi, που σημαίνει να «ανοίγεις τα μάτια σου». Η σημασία του hip ως μυημένου μαρτυρείται ήδη από το 1902, και την ίδια εποχή και το unhip δηλώνει τον ατζινάβωτο στα χιπστερικά, ενώ η προσθήκη του β' συστατικού -ster έχει καταγραφεί ήδη στα 1944. Οι πρώτοι χίπτσερζ των φόρτιζ είναι κάτι σαν μπήτνικς, ή σαν Αμερικλάνους υπαρξυστές ένα πράμα, αλλά φαίνεται ότι ο χαρακτήρας του δηθενιστή υπήρχε ήδη τότε καθώς επρόκειτο περισσότερο για λευκούς που τους άρεσε η τζαζ και προσπαθούσαν να μιμηθούν το λαϊφστάιλ των μαύρων καλλιτεχνών.

Ωστόσο, η καθιέρωση του όρου με την σύγχρονη σημασία αρχίζει στα νάιντιζ στις Η.Π.Α. και δη τη Νέα Υόρκη, και στα νόουτιζ μιλάμε πλέον για ένα παγκόσμιο φαινόμενο με ανησυχητικές διαστάσεις καθώς ευρωπαϊκές μητροπόλεις, όπως το Βερολίνο και το Λονδίνο, μετατρέπονται αίφνης σε χιπστερουπόλεις. Στα δέκαζ κατακλύζονται από χιπστέρια και οι χιπστερόδρομοι της Αθήνας, όπως η θρυλική Αβραμιώτου, ήτοι το στενό δρομάκι του μπαρ 6 Dogs, η πλατεία Αγίας Ειρήνης, η πλατεία Καρύτση, η Κολοκοτρώνη, και κάποιες άλλες χιπστεροτοπίες στο Γκάζι και το Μοναστηράκι. Σε ένα περιβάλλον κρίσης, το να είσαι απλώς τρέντι δεν είναι πια τρέντι, οπότε πολλοί από όσους δεν ριζοσπαστικοποιήθηκαν, μεταλλάχθηκαν σε χιπστέρια. Καθώς ένας ορισμός του χιπστεριού εξ ορισμού αντενδείκνυται, θα επισημάνουμε απλώς αφενός επιμέρους στοιχεία και αξεσουάρ, και αφεδύο τύπους χιπστεριών, προσπαθώντας αν είναι δυνατόν να αναδείξουμε και προσιδιάζοντα στην Ελλάδα χαρακτηριστικά χιπστεροτροπίας. Σημειωτέον ότι τα χιπστέρια έχουν οικειωθεί επιμέρους χαρακτηριστικά από διάφορες εναλλακτικές κουλτούρες, κυρίως από τα emoφρίκουλα και λιγότερο από τους πάνκηδες.

Στοιχεία

  • Το δίπολο ironic/sincere (ειρωνικό/ειλικρινές):
    Χαρακτηριστικό των χίπστερζ είναι η μεταμοντερνιάρικη οικείωση του εξόφθαλμα πασέ, του κιτς, του γκροτέσκου και του γελοίου, με μια διάθεση αυτοσαρκασμού. Ωστόσο, αυτό για να είναι χίπστερ πρέπει να γίνεται με μια λεπτότητα και αρμονία και να ακεραιώνεται σε ένα χιπστεροσύνολο. Τότε λέμε ότι είναι «ειρωνικό» (ironic αμερικανιστί), πρόκειται δηλαδή για ένα «κλείσιμο ματιού» του χιπστερά στον θεατή του. Λ.χ. ενώ το μούσι μπορεί να θυμίζει παπά, άστεγο, ερημίτη, ή πασόκο των 80ζ, όταν το φέρει ο χιπστεράς γίνεται ειρωνική ψαγμενιά. Παρομοίως το T-shirt μπορεί να είναι χαρακτηριστικό τρεντυφατσουλακίου, εκτός αν φορεθεί ειρωνικώς. Άλλοτε πάλι ένα στοιχείο που έχεις ούτως ή άλλως, όπως το να είσαι φάλαινα ή τόφαλος μπορεί να επενδυθεί α πουστεριόρι ειρωνικά χαρακτηριστικά. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου ο φέρων ένα χαρακτηριστικό, λ.χ. το μούσι, δεν έχει καθόλου ειρωνική διάθεση, αλλά όντως ταλιμπανίζει. Σε αυτήν την περίπτωση αναγνωρίζεις ότι το μούσι λ.χ. είναι ειλικρινές και αποτίεις το ρισπέκτ που αναλογεί.

  • Η βιντατζιά: Τα χιπστέρια έχουν μανία με τα παλαιά ενδύματα και άλλα αντικείμενα. Όταν δεν έχουν την τύχη να τα σουφρώσουν από τη ντουλάπα της γιαγιάς («η γιαγιά, η γιαγιά, γνωρίζει πιο καλά, όλα τα τερτίπια τα χιπστερικά», για να παραφράσουμε τα Ημισκούμπρια), ή να τα κληρονομήσουν από κάποιο μακαρίτη/ισσα, τα προμηθεύονται από ειδικά βιντατζάδικα. Στις Η.Π.Α. λ.χ. είναι κουλ το στυλ τουέντιζ άλα Great Gatsby, και γενικά στοιχεία σιξτίλας και σεβεντίλας. Τα εν Ελλάδι χιπστέρια συχνά ταξιδεύουν στο Λονδίνο για να προμηθευθούν βιντατζιές. Σχετικό σύνθημα: «Old is the new new».

  • Το before it was cool: Η μαγκιά για το χιπστέρι είναι να έχει κάνει κάτι που τώρα είναι κουλ πριν να είναι κουλ. Εδώ δεν πρόκειται απλώς για ένα κυνήγι του παρόντος και του μέλλοντος και για μια καταξίωση αυτού που το έχει επιτυχώς προφητεύσει. Υπάρχει και αυτό το στοιχείο, αλλά υπάρχει και η χαρακτηριστικά μεταμοντέρνα αγάπη για τα ρηβάιβαλς, τις αναβιώσεις, όπου κάτι που παλιότερα αποδοκιμάστηκε και παρέπεσε ως ηττημένη τάση, θεωρείται τώρα ότι πρέπει να του δοθεί προσοχή εις βάρος της Ιστορίας που γράφουν οι νικητές. Επίσης, γίνονται ριζικές αναθεωρήσεις ως προς το τι είναι κουλ, προκειμένου να μην συμπίπτει το χιπστέρι με το κοινό τρέντουλο. Με την έννοια αυτή φτάνει να θεωρείται κουλ ακόμη και το να είναι κανείς λ.χ. τόφαλος, ή έστω chubby, ή φύτουκλας. Ο πραγματικός χιπστερόμαγκας όμως είναι αυτός που είχε μια τέτοια ιδιότητα πριν να γίνει κουλ και είχε φάει όλη την λοιδορία, ίσως και άδικα από ό,τι αποδείχθηκε. Ο χίπστερ επομένως δεν κυνηγάει μόνο το μέλλον, το next best thing, αλλά και το παρελθόν, προσπαθεί να εμπνευστεί από παλιά τρεντζ, και κυρίως να οσμιστεί όχι το μέλλον του παρελθόντος, αλλά το παρελθόν του μέλλοντος, ήτοι πιο παρελθόν θα είναι τρέντι στο μέλλον, ώστε να το εφαρμόσει στο παρόν πριν να είναι κουλ, πράγμα που είναι και η μαγκιά στην τελική.

  • Ο μετροσεξουαλισμός: Πολλά χιπστέρια προάγουν τη μεταμοντέρνα εικόνα μιας αχαρτογράφητης σεξουαλικότητας, ούτε έκδηλα γκέι, αλλά και στρέιτ δεν τη λες. Χαρακτηριστικό λ.χ. είναι μία μόνο λεπτομέρεια γυναικείου outfit σε ένα κατά τα άλλα αρρενωπό λουκ. Επίσης, το δίπολο ανορεξία- αφράτη jouissance, που συναντάται σε χιπστεράδες παραπέμπει σε θηλυκά πρότυπα του παρελθόντος, όπου θηλυκό θεωρείτο αφενός το ανορεξικό μοντελέ σώμα, ή αφετέρου η ζουμπουρλού σεξουάλα. Αντιστρόφως, οι γυναίκες μπορεί να μπουτσοφέρνουν, ή ακόμη και στην περίπτωση που παραμένουν πολύ «θηλυκές» με την συμβατική έννοια, να χαλάνε την ομορφιά τους με κάποια εξτραβαγκάντσα, λ.χ. ένα παράξενο γυαλί. Γενικά καταξιώνεται και το chubby λουκ αφράτης αγγλιδούλας, και το faux πουτανέ υφάκι (slutty που λέμε και στο χωριό μου).

  • Ο νομαδισμός: Μόλις μια περιοχή με χίπστερ στέκια γίνει γνωστή, οι χίπστερζ θα προσπαθήσουν να πάνε αλλού, στο next best thing, με αποτέλεσμα έναν συνεχή νομαδισμό, που θυμίζει την απεδαφικοποίηση (που λέει κι ο Gilles o Deleuze) του ύστερου καπιταλισμού. Συναφώς εννοείται ότι το χιπστέρι δεν θα παραδεχτεί ποτέ ότι είναι χιπστέρι.

Αξεσουάρ - εμφανισιακές λεπτομέρειες

  • Τα χιπστερόγυαλα: Πρόκειται συχνά για γυαλιά με κάτι σαν βαρύ κοκκάλινο σκελετό που έχουν ξαναέρθει στη μόδα. Συνήθως εμπνέονται από τα σέβεντηζ, αλλά είναι πιο ντιζαϊνάτα από τις τότε γυαλαμπούκες. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να πανηγυριστούν και γυαλιά που φέρνουν οριακά σε χουντόγυαλα. Ως χιπστερόγυαλα πάντως μπορούν να χαρακτηρισθούν και διάφορα τρεντόγυαλα, όπως τα χιπστερέιμπαν. Χαρακτηριστικό χιπστερόγυαλο είναι επίσης τα Rayban αλά Bob Dylan.
  • ρούχα από βιντατζάδικα
  • παπιγιόν
  • ironic μούσι: Ορισμένα ειρωνικά μούσια θυμίζουν ερημίτη, καθώς έχουν μάκρος, ωστόσο είναι περιποιημένα στα πλάγια και συνήθως μυτερά.
  • ironic σκούφος
  • ironic περίεργο καπέλο, με παράξενα χρώματα
  • καρό πουκάμισο
  • ειρωνικό T-shirt: Η ειρωνική υπερβολή είναι που διαχωρίζει το χιπστέρι από το απλό τρεντυφατσουλάκι.
  • στενά τζηνς
  • τρύπες τύπου plug στα αυτιά
  • γυναικείο αξεσουάρ για τους άντρες
  • αξεσουάρ από μαμά/ γιαγιά για τις γυναίκες
  • μποτοσπορτέξ εϊτίλα
  • τα μη-σταράκια: πατούμενα που μοιάζουν με σταράκια, χωρίς να είναι ακριβώς σταράκια, ώστε να μην συμπέσει το χιπστέρι με αλτέρνι
  • φουλάρι, κασκόλ
  • ειρωνική βοϊδογλειψιά
  • ειρωνικό μαλλί αλά Beatles
  • εξυπνόφωνο, μάκης, ipod, ipad
  • λατρεία του Instagram και του Twitter

(Περισσότερο σε χιπστέρια εξ Αμερικής):

  • γούνινο καπέλο/ καπέλο lumberjack.
  • κύπελο ή κούπα από Starpax.

Τύποι (μικρή μη εξαντλητική λίστα):

  • Ο ανορεξικός: Ο πολύ αδύνατος και εύθραυστος χιπστεράς με στοιχεία μετρό ή, για τους πιο κακοπροαίρετους, πουστρίγκου.

  • Ο ironic τόφαλος: Πολλοί πανηγυρίζουν τα πάχη τους προβάλλοντας μια χίπστερ ζουισάνς ή ζουζουνισάνς.

  • Το μετα-φυτό: Χιπστέρι που διεκδικεί ότι ήταν φυτό before it was cool, συνδυάζει στοιχεία φύτουκλα, όπως οι γυαλούμπες με καλαίσθητα στυλιστικά στοιχεία, εξ ου και μετα-φυτό. Πολλές κοπέλες ακολουθούν στυλ Μαρίας Άσχημης, δηλαδή ενώ μπορεί να είναι πολύ όμορφες και γλυκές ακολουθούν μια ειρωνική προσέγγιση φορώντας παράξενα διανοουμενέ γυαλιά κ.τ.ό.

  • Ο χιπστεράστεγος: Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες θεωρίες συνωμοσίας, ο χιπστερισμός προωθήθηκε άνωθεν σε χώρες όπως οι Η.Π.Α. και η Ελλάδα προκειμένου να καμουφλάρεται ο αυξανόμενος αριθμός αστέγων λόγω της κρίσης. Πράγματι στις Η.Π.Α. ένα είδος χίπστερ που φοράει καπέλο με γούνινη επένδυση, cardigan, σκισμένα τζηνς, μπότες κι έχει μούσι θυμίζει εντυπωσιακά άστεγο. Παρομοίως και σε αθηναϊκούς χιπστεροδρόμους μπορεί να καταστεί δύσκολο να ξεχωρίσεις έναν ειλικρινή άστεγο από ένα ειρωνικό χιπστέρι που αστεγοφέρνει. Παραμένει, ωστόσο, η σημαντική ειδοποιός διαφορά του χιπστεριού ότι θα έχει πάντα ένα αλάνθαστο γούστο για τους σωστούς χρωματικούς συνδυασμούς, και δευτερευόντως εξυπνόφωνο και κάποια τρεντουριά. Σε δεύτερο χρόνο, θα μπορούσε και κάποιος από τους νεοάστεγους, που κατά τα άλλα είναι μορφωμένος και στυλάτος, να καμουφλαριστεί ως χιπστεράστεγος ώστε να αποφύγει το ρεζιλίκι και να περάσει ως άποψη.

  • Το τζημεροχίπστερο: Πρόκειται για χιπστέρια που λόγω εμφάνισης στην αρχή τα παρεξηγείς για αριστερόστροφα αλτέρνια, αλλά μόλις αρχίζεις να μιλάς μαζί τους εκπλήσσεσαι με την ξετσίπρωτη έως φασίζουσα σκληρότητά τους σε κοινωνικά θέματα.

  • Ο Αθενσβοϊσάς: Ο χιπστερικός που ενημερώνεται από την Athens Voice.

  1. είμαι χιπστέρι, έχω και συλλογή από παπιγιόν μέσα σε μια δερμάτινη βαλίτσα πεταμένη στο πάτωμα,που την έχω μετατρέψει σε αλτέρνατιβ ντουλάπα. υ.γ. κατω από το σπίτι μου υπάρχει ένα παγωτάδικο Igloo,δεν καταλαβαίνω το περίεργο. (Εδώ).

  2. δηλαδή ρε ΧΙΠΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΛΑΣΠΗΣ άκουσες όλη τη δισκογραφία τους και αποφάσισες ή αποφάσισες χωρίς να την ακούσεις;; (Εδώ).

  3. Ίνσταγκραμ:Ο πιο γρήγορος τρόπος να τσατίσεις ένα χιπστέρι που δηλώνει χόμπι την φωτογραφία «Το ινσταγκραμ δεν είναι τέχνη» (Εδώ).

  4. Εδώ στο γραφείο της Cyber Police ψηφίσαμε όλοι ΚΚΕ πάντως. Εκτός από ένα χιπστέρι που ψήφισε Δημιουργία Ξανά. (Εδώ).

  5. Λόγοι υπερηφάνειας. Χίλιες φορές ποζέρι παρά χιπστέρι. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλάμε για καθαρό φιάσκο.

Δεν είναι απλό να εξηγήσει κανείς σε ποιες περιστάσεις αρμόζει αυτή η έκφραση μιας και καλύπτει ένα εύρος από την απογοήτευση ενός αποτυχημένου «blind date» έως και το φτιάξιμο της Ομόνοιας. Χωρίς πολλά-πολλά είναι η κατάσταση που σου βγήκε σκάρτη.

  1. Πωπω δικέ μου εχθές βγήκα με την τύπισα που σου έλεγα από το ίντερνετ και δε μπορείς να φανταστείς για τί μπάζο μιλάμε, άσε άσε φόλα η δουλειά σου λέω.

2) Ρε ψηλέ πήγες και φτιάχτηκες απ' την Ομόνοια να πούμε;! Αφού ξέρεις ότι είναι φόλα η δουλειά εκεί να πούμε, σ' τα 'χω πει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όταν ένας άνθρωπος είναι ψυχικά και σωματικά εξασθενημένος συνήθως λέει βαράω φρίκες, ενέσεις, διάλυση κ.ά. Με λίγα λόγια βαριέται και μαλακίζεται ενοχλώντας όσους είναι γύρω του.

  2. Ενώ σε άλλες εκφράσεις μπορεί να εννοεί την μεγάλη ηλιθιότητα που διακατέχει ένα άτομο σε κάποια χρονική στιγμή.

  1. Σε πανεπιστήμια:
    - Επόμενη ώρα τι έχουμε ρε συ;
    - Ανθρωπολογία ρε τρελέ.
    - Πο γαμώ το κέρατο, δεν αντέχω ρε, βαράω φρίκες.

  2. Σε έναν δημόσιο χώρο το άτομο Β πετάει εν αγνοία του το φραπέ που είχε αφήσει το άτομο Α λίγο πιο πέρα απ το τραπέζι του με σκοπό να το πιει αργότερα.
    Α: Όπα ρε μεγάλε, τον καφέ γιατι τον πέταξες;
    Β: Δικός σου ήταν ρε ψηλέ;!
    Α: Καλά δικέ μου, βαράς φρίκες σήμερα, άσ' το.

Σύγκρινε: φρικάρω, τρώω φρίκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που έχει εγκαταλείψει τελείως τις σεξουαλικές προτιμήσεις του και συνάπτει δεσμούς (σύντομους) με όποιο θηλυκό του κάτσει πρώτο.

- Καλά ρε είδες τη γκόμενα του Γιάννη;!
- Μα καλά, γκόμενα είναι αυτή ή φάλαινα;
- Χαχα δίκιο εχεις, ρε το σαβουρογαμιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδηλώνει την έντονη σεξουαλική διάθεση ενός θηλυκού στο χώρο ανάλογα με το ντύσιμό της, τη γλώσσα του σώματός της κλπ.

- Ποποο φίλε, πάρε κωλαράκι στα δεξιά!!
- Αμάν πώς ήρθε έτσι αυτή καλέ, όλα έξω τα 'χει.
- Άσε, φίλε, ψάχνεται το μωρό μου φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ποδήλατο-μινιμαλιά, αποψιλωμένο από κάθε περιττό καβλιτζέκι: μονοτάχυτο, χωρίς ελεύθερο και (στην πιο ρεντ μπουλ εκδοχή του) χωρίς φρένα. Οι επιβαίνοντες αυτού αποκαλούνται φιξάδες.

Το συνήθως πολύχρωμo φιξάκι είναι το απόλυτο αστικό ποδήλατο με άποψη. Η οδική συμπεριφορά του διαφέρει παρασλάγγης από ό,τι γνωρίζαμε. Ελλείψει ελεύθερου δεν ρολάρει (όσο κινείσαι γυρνάνε τα πετάλια), πράγμα που αρχικά ξενίζει - ειδικά όταν τρέχεις σε κατηφόρα. Σού επιτρέπει ωστόσο να το οδηγήσεις και με την όπισθεν και να κάνεις κάθε είδους ποστιλίκια που κλείνουν το μάτι στην καγκουροφροσύνη.

Ελλείψει φρένων, τα πράματα είναι σκούρα. Ή επιβραδύνεις το πετάλι ή σκιντάρεις: μετατοπίζεις δηλαδής το κέντρο βάρους σου στον μπροστινό τροχό (μειώνοντας την πρόσφυση του πίσω τροχού) και μπλοκάρεις τον πίσω τροχό κοντράροντας τα πετάλια με τα πόδια σου. Στη συνέχεια επαναφέρεις το κέντρο βάρους σου στον πίσω τροχό, προκαλώντας ολίσθηση («skid»). Διαδικασία γρήγορη και επαναλαμβανόμενη, μέχρι να σταματήσει το πουτσύλατο ή να φας το κεφάλι σου (whichever comes first, που λένε και στα βραστοχώρια). Οι πιο ντικάφ φιξάδες πάντως τοποθετούν μπροστινό εφεδρικό φρένο, μην τρελαθούμε.

Τα φιξάκια πρωτοφορέθηκαν σε μεγάλα αστικά κέντρα παγκοσμίως από ψαγμένους κομιούτορες και ταχυμεταφορείς. Μοιραίως ξεφύτρωσε και στην χώρα μας η σχετική υποκουλτούρα, με όλα τα συμπαρομαρτούντα.

Εκ του αγγλικάνικου fixie.

1.
Να εύχεσαι να ναι μακρύς ο δρόμος (αν οδηγείς φιξάκι)

2.
Πλήθος πολύχρωμο μαζεμένο, αλλιώτικα ποδήλατα, πιό χρωματιστά και πιο όμορφα, ξέρετε το γεγονός ότι τα φιξάκια είναι μόδα και έχουν άλλο κοινό, οδηγεί τους κατασκευαστές να τολμήσουν χρωματικά.

3.
Το να έχεις φρένα στο fixie είναι φλωριά, γι'αυτό οι περισσότεροι φιξάδες δεν διαθέτουν φρένα.

4.
Aρέσουν στα κορίτσια οι φιξάδες; Μπαα! Απλώς τους κάνει εντύπωση το χωρίς φρένα ή τα ποδήλατα που έχουν ωραία χρώματα!

Πως να σκιντάρεις (από σφυρίζων, 18/11/13)Τυπικό φιξάκι (από σφυρίζων, 18/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και «πουλοπαίκτης».

Ο αυνανιστής, αυτός που πουλοπαίζει (μουτσοπαίκτης στα μαρτυριάρικα, παίκτωρ πουλακίου σλανγιωτατιστί, πουλοπλέιερ κουλεζιστί).

  1. Άντε σήκω τώρα από την καρέκλα σου ρε πουλοπαίχτη και πήγαινε να πηδήξεις καμιά Ρωσίδα με μεγάλα βυζιά μπας και ξελαμπικάρεις λίγο αντί να γράφεις 45 μυνήματα τη μέρα. (Από μπουρδελοσάιτ).

  2. Ποια σκοπιά μία στις τόσες ρε ιππόκαμπε, που θες να έχεις και άποψη, τρικαράγκιοζα πουλοπαίχτη. Μία σκοπιά στις τόσες έκανες εσύ; Ή ακόμα δεν έχεις πάει στρατό; (Από youtube).

  3. Ο μεγαλύτερος πουλοπαίκτης του φόρουμ είναι ο Ρόμπας και ακολουθεί με μεγάλη διαφορά ο επόμενος. (Από φόρουμ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανιστής, ο μαλάκας, ο πουλοπαίκτης, ο παίκτωρ πουλακίου, εκ του πούλος και του πλέιερ (<player= παίκτης στα αγγλικά), που φαίνεται ότι φού και φού χρησιμοποιείται ως ξενικό β΄ συστατικό στα μαγκίτικα ή στα κουλέζικα, βλ. και καραγκιοζοπλέιερ.

Πάσα: Χαλικούτης.

  1. Καλά αν περιμένεις να ρίξετε γκομενάκια με αυτόν τον πουλοπλέιερ που βγαίνεις, δεν στα έχουνε πει καλά...

2. Που ειναι τα εμότικονς να βάλω τον πουλοπλέιερ;

Got a better definition? Add it!

Published

Από το στερητικό και το καγκουρή που στα καλιαρντά σημαίνει μύτη, είναι η ανέγγιχτη, η αμύριστη, και μεταφορικά η παρθένα (βλ. τα Καλιαρντά του Ηλία Πετρόπουλου).

  1. Πάντως είναι γκόντα και μοιάζει και γατουλογαμούλης, παρά τα μούσκουλα και την κόντρα ξούρα στο στέρνι. Αχ, το καλύτερο τεκνό μας πήρε μέσα από τα χέρια.
    Παγκρολατσεφτρα. Αυτό ξαναπέστο. Τον τύλιξε η κουροβαλμένη, τον άβελε στη βράκα της η βιδομπλαντορούφα, που μας το έπαιζε και ακαγκούρωτη. Που είχαν βαρεθεί να τη βλέπουν στου Συγγρού με την ελκοαφρόδω της να έχει φτάσει ως τα μπούνια. (Αποκατέ).

  2. αντε μωρη ακαγκούρωτη που μιλάς κιόλας.... (Αποκατέ).

Αποκάλυψη της ετυμολογίας (από Khan, 06/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published