Το μπερτάκι ξυλίκι, είναι αδιανόητο στη σύγχρονη παιδαγωγική τέχνη. Οι παλαιοί λέγανε όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος, τώρα έχουνε αλλάξει πολύ τα πράγματα, ίσως να λέγεται και τώρα για τους ανυπάκουους μπόμπιρες, αλλά δεν εφαρμόζεται.
Το μπερτάκι ξυλίκι, είναι αδιανόητο στη σύγχρονη παιδαγωγική τέχνη. Οι παλαιοί λέγανε όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος, τώρα έχουνε αλλάξει πολύ τα πράγματα, ίσως να λέγεται και τώρα για τους ανυπάκουους μπόμπιρες, αλλά δεν εφαρμόζεται.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μπαμπαδίστικη, μαμαδίστικη γείωση προς όποιον ισχυρίζεται ότι αυτό το οποίο θέλει να αγοράσει ή αγόρασε αξίζει τα όχι και λίγα λεφτά που κάνει.
Έχει να κάνει με το γνωστό φαινόμενο που παρατηρείται όταν ξεπαραδιάζεσαι για να πληρώσεις κάτι, και το οποίο αν τελικά είναι όντως καλό, αυτό σου φαίνεται παράξενο και σε ανακουφίζει ταυτόχρονα, γιατί γενικά κυκλοφορεί πολύ υπερτιμημένη σκαρταδούρα στον άτιμο ντουνιά ναούμ'.
- Άντε, πάμε, είναι πολύ καλό το έργο...
- Καλά είναι και τα 15 ευρώ...
- Μαμά, το μεταπτυχιακό τελικά είναι πολύ καλό...
- Καλά είναι και τα 15 χιλιάρικα που θα μας φύγουνε... Κάτσε και διάβασε μην έρθει εκεί που είσαι και σε διαβάσει ο πατέρας σου...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο βρυκόλακας του βούρκου, η επαίσχυντη μορφή βρυκόλακα, πώς λέμε μουνί της λάσπης.
Άτιμη Κενωνία...Έχει γεμίσει ο κόσμος αρπάχτρες, φαταούληδες, βουρκόλακες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μια κατάσταση που είναι τόσο απελπιστική, ώστε δεν έχει νόημα να κάνεις κάτι. Ιδίως αν δίνεις λεφτά. Λέγεται πολύ από τα ΜΜΕ για καταστάσεις στην Ελλάδα της κρίσης.
Γερμανική Ακροδεξιά: Ρίχνουμε χρήματα σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο.
Βαρέλι χωρίς πάτο ο ΕΟΠΥΥ.
Βαρέλι χωρίς πάτο τα νέα μέτρα.
Βαρέλι χωρίς πάτο η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Βαρέλι χωρίς πάτο η ύφεση.
Got a better definition? Add it!
Published
Ο παίκτης που δεν παίζει, αλλά είναι παγκίτης, κι ακόμα χειρότερα, καθώς κάθεται στα αποδυτήρια.
Τι το ήθελε να πάει στη Ρεάλ; Όλη τη χρονιά αποδυτηριάκιας την έβγαλε.
Got a better definition? Add it!
Published
Ο παίκτης που μένει πάντα στον πάγκο και δεν παίζει. Γενικά αυτός που παρακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις και δεν συμμετέχει πουθενά, αλλά τον έχουν όλοι κλασμένο.
Ντάξει μπήκε στην κυβέρνηση, αλλά ήταν βασικά παγκίτης, δεν έκανε και τίποτα...
Got a better definition? Add it!
Published
Το τρίπτυχο του κλασικού άντρα που ρίχνει πούτσα, αλλά βλέπει και μπάλα και δε σηκώνει πολλά πολλά. Επίσης «πούτσα ξίδι και κοψίδι».
Απορώ πώς μια κοπέλα με τα πτυχία της, αλλά και εμφανίσιμη και ερωτεύσιμη, κατέληξε με αυτόν τον πούτσα μπάλα και τραμπάλα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνθετικό των λέξεων κρεατίνη + κάγκουρας. Ο κρεατινοκάγκουρας , -παρ'ολο που μπορεί να μην παίρνει απαραίτητα κρεατίνη-, αποτελεί το συνηθισμένο πλέον είδος υπανθρώπου, που είναι στο γυμναστήριο 24/7, ποζάρει τους μύες του πάντα και παντού, ανεξαρτήτως χρόνου και τοποθεσίας, ακριβώς όπως η γκόμενα που μοστράρει τα καινούργια της Prada όταν πάει DC και Σιδεράδικο. Βγάζει φωτογραφίες στο μπάνιο ποζάροντας στον καθρέφτη με σηκωμένη μπλούζα, τέρμα σφιγμένους κοιλιακούς και το μαλλί ως το ταβάνι, φυσικά ξυρισμένο στα πλάγια.
Ο ψυχικός του χαρακτήρας είναι ανύπαρκτος και η καγκουριά του δεν έχει όριο, αφού το μόνο που τον νοιάζει τώρα είναι «να μπει στη γράμμωση». Στους ανθρώπους το πρώτο πράγμα που θα κοιτάξει είναι οι μύες τους και τίποτα άλλο. Ανάλογα με την μυϊκή μάζα που έχουν τα άτομα που γνωρίζει, θα προβάλλει τον ανάλογο σεβασμό σ αυτούς. Μικρά μπράτσα = no respect from κρεατινοκάγκουρας. Μεγάλα μπράτσα = σου παίρνει και πίπα εν ανάγκη.
- Μαλάκα μου πετάγεται η φλέβα στον ώμο !!!
- Κόζαρε δικέφαλο ρε... είμαι και γαμώ τους τούμπανους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
'Άνθρωπος που βρίσκεται σε χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο, ιδίως από άποψη οικονομική, κοινωνική ή πνευματική. Συν.: αγενής, άξεστος. Αυτός που συμπεριφέρεται με τους νόμους της ζούγκλας.
Χρησιμοποιείται επίσης στις ένοπλες δυνάμεις για χαρακτηρισμό μη προβλεπόμενου στρατεύσιμου.
Λοχίας: Λοιπόν ακούστε κωλόψαρα, μη μου ξαναπαρουσιαστείτε αγυάλιστοι σα ζουγκλαίοι. Σας πήρε και σας σήκωσε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η απαίτηση φωνάζοντας «μπις» να επαναληφθεί κάτι, όπως ένα τραγούδι, ή το μέρος μιας παράστασης, ή να ανέβουν και πάλι οι συντελεστές της παράστασης στη σκηνή για να χειροκροτηθούν. Από το γαλλικό bis που σημαίνει δύο φορές.
- Καλά, το καλύτερό του τραγούδι δεν είπε.
- Φαίνεται ότι το κρατάει για το μπιζάρισμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified